Παραδέχεται η Κομισιόν το πρόβλημα του δημόσιου χρέους αλλά αρνείται να το εξετάσει πριν περάσουν οι μεταρρυθμίσεις. Στο 165% του ΑΕΠ το 2020 στο βασικό σενάριο, στην έκθεση που συνέταξε μετά το αίτημα της Ελλάδας για νέο δάνειο. Απρόβλεπτες οι συνέπειες άτακτης κατάρρευσης της Αθήνας. Δείτε όλο το κείμενο.
Κομισιόν: Υπάρχει πρόβλημα με το χρέος
Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους έχει επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με την έκθεση του Απριλίου του 2014, όταν εκτιμάτο ότι θα ανέλθει στο 125% του ΑΕΠ το 2020 και στο 112% μέχρι το 2022, υπογραμμίζει η Κομισιόν σε έκθεσή της που συντάχθηκε σε συνεργασία με την ΕΚΤ στις 10 Ιουλίου, μετά το αίτημα της Ελλάδας για νέο δάνειο.
Με βάση τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στο 165% το 2020, στο 150% το 2022 και στο 111% το 2030 με βάση το κυρίαρχο σενάριο. Στο αντίθετο σενάριο, οι προβλέψεις κάνουν λόγο για 187% το 2020, 176% το 2022 και 142% το 2030.
Ο υψηλός λόγος χρέους προς ΑΕΠ και οι μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Οι ανησυχίες μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω ενός μεγάλης κλίμακας αξιόπιστου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, με πολύ ισχυρή ιδιοκτησία των ελληνικών αρχών σε ένα τέτοιο πρόγραμμα και, μετά την αποκατάσταση των δανειακών συμβάσεων, με μέτρα περιορισμού του χρέους που θα πρέπει να δοθούν μόνο όταν εκπληρωθούν οι δεσμεύσεις μεταρρυθμίσεων από τις ελληνικές αρχές.
Ένας πολύ σημαντικός επανασχεδιασμός (reprofiling), μέσω μιας μεγάλης επέκτασης των ωριμάνσεων σε παλιά και νέα δάνεια, η μείωση των επιτοκίων και η χρηματοδότηση με επιτόκια που παραπέμπουν σε αξιολόγηση ΑΑΑ θα διασκεδάσουν αυτές τις ανησυχίες από πλευράς χρηματοδοτικών απαιτήσεων, αν και αφήνουν την Ελλάδα με πολύ υψηλό δείκτη χρέους προς ΑΕΠ για μεγάλη χρονική περίοδο.
Η Κομισιόν εκτιμά το χρηματοδοτικό κενό που προκύπτει για την Ελλάδα έως τα μέσα του 2018 στα 74 δισ. ευρώ, υπολογίζοντας τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας στα 81,7 δισ. ευρώ.
Υφεση 2-4% εφέτος
Η Κομισιόν προβλέπει πλέον βαθιά ύφεση το 2015, μεταξύ 2% και 4%, έναντι προβλέψεων για οριακή ανάπτυξη 0,5%. Προβλέπει επίσης πτώση του ΑΕΠ και το 2016, μεταξύ 0,5% και 1,75% με την ανάπτυξη να επιστρέφει εντός του 2017, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποκατασταθεί σύντομα η πολιτική σταθερότητα και θα υπάρξει σταδιακή ελάφρυνση των διοικητικών μέτρων στον τραπεζικό τομέα (σ.σ. τραπεζική αργία). Η μακροχρόνια ανάπτυξη εκτιμάται στο 1,8% στο βασικό σενάριο και στο 1,5% στο αντίξοο σενάριο.
Πλέον αναμένεται πρωτογενές έλλειμμα 0-1% το 2015, τονίζει η Κομισιόν, πλεόνασμα 0,5% – 1% το 2016 και 2-2,25% το 2017, προτού κινηθεί στο 3,5% από το 2018 και μετά.
Κρίσιμη η στήριξη της Ελλάδας
Μια άτακτη κατάρρευση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και της Ελλάδας θα δημιουργούσε σημαντικές αμφιβολίες για την ακεραιότητα της ευρωζώνης στο σύνολό της, τόσο για τώρα όσο και για το μέλλον, τονίζει η Επιτροπή.
Η Κομισιόν προειδοποιεί (σ.σ. το κείμενο γράφτηκε στις 10 Ιουλίου) ότι είναι κρίσιμη η στήριξη της χώρας από τον ESM, με κεφάλαια για τις ελληνικές τράπεζες, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των αγορών για τις τράπεζες και η διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Ελλάδας. Παράλληλα, είναι κρίσιμο να αποφευχθούν ρίσκα για τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. και της ευρωζώνης.
Μια χρεοκοπία της Ελλάδας και των τραπεζών της θα μπορούσε να έχει άμεσες συνέπειες στη σταθερότητα χωρών όπου το μερίδιο αγοράς υποκαταστημάτων και θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών έχει συστημική σημασία, ακόμη και με λήψη ισχυρών μέτρων, λόγω των επιπτώσεων στην εμπιστοσύνη. Αν και μέσω των μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια η ευρωζώνη θα μπορέσει να διαχειριστεί καλύτερα μια «διάχυση» του προβλήματος, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες από εξελίξεις που επηρεάζουν την ακεραιότητα του ευρώ αναμένεται να είναι σημαντικές, αν και δύσκολα μπορούν να εκτιμηθούν καθώς δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο.
Φόβοι για τα κόκκινα δάνεια
Εως τα τέλη του πρώτου τριμήνου το 36% των συνολικών χορηγήσεων είχε κατηγοριοποιηθεί ως μη εξυπηρετούμενο και το 8% ως αναδιαρθρωμένο, τονίζει η Κομισιόν. Ωστόσο, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί, που αναμένεται να παραμείνουν για μεγάλη χρονική περίοδο, έως ότου αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών, θα περιορίσουν σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα, επιδεινώνοντας περαιτέρω την ικανότητα και την προθυμία των πολιτών να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, οδηγώντας σε περαιτέρω ισχυρή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι τράπεζες θα έλθουν αντιμέτωπες με σημαντικές κεφαλαιακές ανάγκες. Καθώς δεν θα έχουν πιθανότατα πρόσβαση στις αγορές στο μέλλον, θα χρειαστεί ένα επαρκές χρηματοδοτικό πακέτο, στο πλαίσιο του επόμενου προγράμματος. Το εκτιμώμενο ύψος ανέρχεται στα 25 δισ. ευρώ.