Ο σκηνοθέτης Γιώργος Οικονόμου γράφει για τη δικιά του Ρόδο.
Πρωτοβρέθηκα μικρός με την οικογένεια στη Ρόδο ένα Πάσχα στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Σαν να βρέθηκα σε σκηνικό ταινίας του Κωνσταντάρα. Ολίγον τουριστική, ολίγον κοσμοπολίτικη και πάρα πολύ ωραία. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια απ’ την ενσωμάτωση του νησιού και ήταν προφανές πως η ατζέντα ήταν μία: Τουρισμός. Η Παλιά Πόλη είχε αρχίσει να αξιοποιείται, το Ήχος και Φως εντυπωσίαζε τους επισκέπτες κι οι ξεναγοί είχαν υλικό να λεν απ’ την αρχαιότητα, τον Κολοσσό, τους Ιππότες μέχρι και την Ιταλοκρατία. Στις ταβέρνες και τα εστιατόρια έρεε η Cair και οι πρώτοι τουρίστες έφευγαν ευτυχείς και φορτωμένοι με ομπρέλες κι άλλα duty free αγαθά. Οι Ροδίτισσες μάνες εγκυμονούσαν τα πρώτα ηρωικά καμάκια της επόμενης δεκαετίας.
Ο προορισμός μας όμως ήταν και παρέμεινε για πολλά χρόνια η Λίνδος. Εκεί η ατμόσφαιρα ήταν πολύ διαφορετική. Ήταν αναμφίβολα το ωραιότερο και πιο αρμονικό μέρος του κόσμου. Οι λίγοι ξένοι που ζούσαν εκεί ήταν ένα κράμα από καλλιτέχνες κι εκκεντρικούς τυχοδιώκτες, όλοι τους άνθρωποι με στιλ και απόλυτο σεβασμό στον τόπο και τους κατοίκους του. Η ομορφιά του τοπίου, το πάντρεμα του λόφου με τη θάλασσα, τα καπεταναίικα σπίτια, τα ροδίτικα δάπεδα, οι μυρωδιές απ’ την αρμύρα, τις αμυγδαλιές και τις καβαλίνες με μάγευαν. Είχα πιάσει και παρέα με όλη τη μαρίδα του χωριού και δεν με σταμάταγε τίποτα. Οι γονείς ήταν απροσδόκητα ελαστικοί για τον απλούστατο λόγο ότι δεν φοβόντουσαν μη με πατήσει κανένα αυτοκίνητο. Ο Τουρισμός ήταν ημερήσιος. Ένα σαράβαλο της γραμμής έφερνε κάποιους ταλαίπωρους τουρίστες. Τους φόρτωναν οι ντόπιοι άρον-άρον στα γαϊδουράκια, τους ανέβαζαν στο κάστρο, τους κάναν μια γρήγορη ξενάγηση κι άντε στο καλό. Η παραλία ήταν έρημη, το ίδιο κι η παραλία του Άγιου Παύλου και υπέροχα αναξιοποίητη. Θυμάμαι δύο ταβέρνες. Του Μαυρίκου στην πλατεία και μια στην άκρη της παραλίας που την έφτανες μόνο περιπατώντας στην άμμο.
Μετά από μερικά χρόνια σταματήσαμε να πηγαίνουμε και ξαναγύρισα με την κόρη μου και μια φίλη της γύρω στο 2000. Τη μυρωδιά απ’ την αρμύρα, τις αμυγδαλιές, ανταγωνιζόταν πια η μυρωδιά απo μπέικον, Piz Buin και χθεσινή μπίρα. Για κάποιο λόγο μείναμε σε κάτι δωμάτια στη μικρή παραλία πάνω από ένα all day bar που λεγόταν Sunburned Arms. Νομίζω πως το όνομα του μαγαζιού περιέγραφε εξαιρετικά και την πλειοψηφία των θαμώνων: Τα Ηλιοκαμένα Μπράτσα. Γλώσσα η Αγγλική. Η Λίνδος είχε πια τριπλασιαστεί, στις παραλίες οι ομπρέλες καβάλαγαν η μία την άλλη. Το ίδιο κι οι λουόμενοι αλλά όχι αναγκαστικά για σεξουαλικούς λόγους. Με τόση μπίρα τι να σου κάνει ο άνθρωπος; Κάθε σπίτι και μαγαζί, μπαρ ή φαγάδικο. Αν κυκλοφορήσεις θα συναντήσεις όλες τα κουζίνες του κόσμου. Άλλες φορές θα ’σαι τυχερός κι άλλες άτυχος. Αν δεν ρωτήσεις δεν θα μάθεις. Περάσαμε καλά και τελείως απενοχοποιημένα με τα κορίτσια. Είχαν μόλις τελειώσει το δημοτικό, χάρηκαν την ελευθερία τους και γελάσαμε πολύ. Συνάντησα και παιδικούς φίλους που είχα χρόνια να δω κι αυτό ήταν μεγάλη χαρά.
Το 2006 βρέθηκα στη Ρόδο για δουλειά. Καλλιτεχνικός διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου. Δεν ήταν εύκολα χρόνια. Αλλά όταν έστριβα αυτή τη στροφή στα 50 χιλιόμετρα της Ρόδου – Λίνδου έβρισκα πάλι την όασή μου. Έβρισκα τους παλιούς μου φίλους, έβρισκα και τον Μιχάλη και τον Δημήτρη τον Μαυρίκο και στο ιστορικό τους εστιατόριο μου λέγαν ιστορίες για όλα τα χρόνια που είχαμε χαθεί. Πικάντικες κι ωραίες ιστορίες, όπως και το μενού τους. Γιατί η Λίνδος μπορεί να άλλαξε αλλά για μένα δεν έχασε ποτέ τη μαγεία της.
Η Ρόδος πια ζει από τον μαζικό τουρισμό. Όπως στην ταινία «Η μέρα της μαρμότας» ο χρόνος έχει κολλήσει. Απέναντι απ’ το παράθυρο μου είχε μια ταβέρνα: Ο Ναπολέων. Ίδια μέρα κάθε χρόνο άνοιγε, ίδια μέρα έκλεινε. Με το ίδιο μενού, το ίδιο προσωπικό και σίγουρα με την ίδια πελατεία. Κι έτσι λειτουργεί σχεδόν όλη η πόλη, εκτός από δυο τρία ξενοδοχεία και το Καζίνο. Η αυλαία ανοίγει το Πάσχα και πέφτει τον Νοέμβριο. Το καλοκαίρι έχει για όλα τα γούστα. Ορφανίδου για ξεφάντωμα, Colorado για ροκιές, εστιατόρια για κάθε ουρανίσκο και βαλάντιο, γνήσια μέρη και δηθενιές όπως και παντού εξάλλου. Μπαρ και χορευτάδικα στην Παλιά Πόλη που θα έπρεπε να κλείσουν όλα μα κανείς δεν το τολμάει. Αν θέλετε κάτι πιο ψαγμένο ρωτήστε να σας πουν πού υπάρχουν καντίνες. Είναι ημιπαράνομα διακριτικά ταβερνάκια σε διάφορες αμμουδιές, όπως η Τραουνού ή η Καλλιθέα με ευχάριστη ατμόσφαιρα και συνήθως τίμιο φαΐ. Όποιος όμως θέλει πραγματικά να χαρεί το νησί ας πάει το χειμώνα. Η Παλιά Πόλη, η Λίνδος, το Φαληράκι κι όλες οι τουριστικές περιοχές είναι ερημωμένες σαν στοιχειωμένα σκηνικά παλιάς ταινίας. Η θάλασσα, όμως, κι η ιστορία του νησιού ζωντανεύουν. Αυτή την πανέμορφη Ρόδο συστήνω στους φίλους μου.
Πηγή: athensvoice.gr