Εκεί ανάμεσα σε πολυτελείς θαλαμηγούς, κιόσκια με παγωτά, χυμούς, αναψυκτικά, κρέπες και ψητά καλαμπόκια συνυπάρχουν μια χούφτα άνθρωποι των οποίων οι προσωπικές ιστορίες είναι ιδιαίτερες και με κάποιο τρόπο έχουν οδηγήσει τις ζωές τους στην εξαθλίωση.
Ορισμένοι απ’ αυτούς επαιτούν φανερά όχι όμως επιθετικά. Άλλοι απλώνουν το χέρι πιο διακριτικά, ορισμένοι απλώς κάθονται εκεί και κάτι περιμένουν. Ένας τους στην ατομική του μοναξιά συνομιλεί με κάποιον αόρατο φίλο. Τα βράδια κοιμούνται εδώ κι εκεί, κάποιοι ξαπλώνουν στα παγκάκια, απέναντι από τις πολυτελείς θαλαμηγούς που φέρουν ονόματα εμπνευσμένα από το αρχαιοελληνικό κλέος.
Ο Κώστας, ο Ανδρέας και ο Γιώργος είναι οι πιο γνωστοί της μικροκοινωνίας του ιστορικού κέντρου. Ο Αντώνης με τον Μάκη, είναι λιγότερο γνωστοί, καθώς εμφανίζονται μετά τα μεσάνυχτα και εξαφανίζονται προτού να φέξει. Όλοι τους έχουν παντρέψει τη στέρηση με την αξιοπρέπεια και φροντίζουν η παρουσία τους στο Μαντράκι να μη διαταράσσει τις αγοραίες ημερήσιες εκδρομές, τα χωνάκια παγωτό και το ατελείωτο πηγαινέλα ντόπιων και επισκεπτών.
Ο Κώστας
«Φέτος είναι πιο δύσκολα τα πράγματα, όλη μέρα στέκομαι εδώ και αν μαζέψω 10 ευρώ είναι ζήτημα. Έχει μέρες που φεύγω με 4 ευρώ, άλλες με 4,5 ευρώ» εξηγεί ο Κώστας στη ‘δ’. Η μορφή του είναι πια γνωστή. Στέκεται πίσω από τον Ευαγγελισμό, αμίλητος, βυθισμένος σε σκέψεις κι ένα πλαστικό ποτηράκι στο χέρι για το βοήθημα των περαστικών. «Είμαι Ρουμάνος κι όταν δολοφόνησαν τον Τσαουσέσκου κατάλαβα ότι όλα θα αλλάξουν. Ετοιμάστηκα και μόλις έπεσε το τείχος του Βερολίνου κι άνοιξαν τα σύνορα ήρθα στην Ελλάδα, στην Αθήνα. Δούλεψα 18 χρόνια τορναδόρος, αυτό έκανα και στη Ρουμανία και είχα καλή ζωή. Τέλος πάντων, δούλευα τον τόρνο και στην Αθήνα και όταν πήγα να ρίξω τα χαρτιά μου για σύνταξη, μου είπαν από το ΙΚΑ ότι έχουν χαθεί οι καρτέλες του 2003. Αυτές τις καρτέλες ψάχνω. Μόλις τις βρω θα καταθέσω τα χαρτιά μου για σύνταξη και τότε θα είναι όλα πιο καλά».
Ο Κώστας είναι 69 χρονών, ούτε και θυμάται πόσα χρόνια ψάχνει τις χαμένες καρτέλες. Αυτές μονοπωλούν τη σκέψη και τις βραδινές του προσευχές. Προσεύχεται και προσδοκά να βρει ένα φτηνό δωμάτιο για να μείνει. Προσδοκά να έρθουν και οι Άγγλοι τουρίστες. «Μόνο οι Έλληνες μου δίνουν κάτι, και οι Αγγλοι δίνουν αλλά πού είναι; Μόνο Γερμανούς και Ρώσους βλέπω, αυτοί δε μου αφήνουν τίποτα».
Ο Ανδρέας
Είναι Ροδίτης, έδειξε και την ταυτότητά του, γεννημένος το ’56. Κάθεται σ’ ένα παγκάκι απέναντι από την Νέα Αγορά και εκεί περνά τη μέρα του. Δεν απλώνει το χέρι να ζητήσει το οτιδήποτε, απλώς αν δει κάποιο γνωστό, του κλείνει το μάτι. Αυτή είναι η μόνη κίνηση που κάνει και συνήθως ο γνωστός απαντά με τον ίδιο τρόπο· του κλείνει κι εκείνος το μάτι και συνεχίζει τον δρόμο του.
«Δούλευα στις μπογιές» είπε στη ‘δ’ και μετά σταμάτησε να μιλά, έμεινε μόνο να δαγκώνει τα χείλη του. Φαγητό; «Φαΐ, ναι, αν είναι να μου φέρουν φαΐ να είναι ψημένο, αλλιώς πώς να το ψήσω εδώ, θέλει ολόκληρη ιστορία για να το ψήσω».
Ο Ανδρέας κοιμάται στο παγκάκι του. Είναι πια δικό του. Τα ξύλα έχουν ποτίσει με τη μυρωδιά του που ‘ναι γεμάτη κριθάρι και βύνη. Δεν πάει άλλος να καθίσει σ’ εκείνο το παγκάκι. Τα βράδια βγάζει τα παπούτσια του, γέρνει στο πλάι και κοιμάται εκεί. «Το καλοκαίρι είναι εντάξει, δεν κάνει πολύ κρύο το βράδυ. Τον χειμώνα, θα βρέχει. Δεν ξέρω».
Προχθές κάποιος του έδωσε μια κίτρινη κουβέρτα και το βράδυ σκεπάστηκε. Ακριβώς απέναντί του, από τη θαλαμηγό ‘Sibilla’ ακουγόταν μουσική τζαζ και στο ξύλινό της deck μια παρέα ανθρώπων κάτι γιόρταζε και έκανε προπόσεις.
Ο Γιώργος
Δεν είναι επαίτης. Ίσως, το μόνο που ζητά είναι ένας καφές και αυτόν κρατά μέχρι το χάρτινο ποτηράκι να γίνει στα χέρια του πολτός. Χαϊδεύει τα μακριά του γένια, κοιτάζει ψηλά και ολημερίς μιλά μόνος του. Μερικές φορές γελά. Στη ‘δ’ είπε ότι είναι από την Κάρπαθο. Πού κοιμάσαι; «Να, εδώ κοντά», απάντησε.
Τα ρούχα που φορά έχουν την ίδια ηλικία με εκείνον και την ίδια φθορά με εκείνη που άφησε ο χρόνος πάνω του. Το αν τρέφεται και το πως τρέφεται το γνωρίζει μόνο ο ίδιος. Οι σάρκες του ίσα που καλύπτουν τα κόκαλά του. Δεν επαιτεί για χρήματα, παρά μόνο για λίγη φροντίδα.
«Μη με φωτογραφήσεις», είπε σε κάποια στιγμή, «δεν είμαι ντυμένος σωστά για φωτογραφίες».
Ο Αντώνης και ο Μάκης
Οι δυο τους είναι φίλοι, εβδομηντάρηδες στην ηλικία. Τους ένωσε η στέρηση. Εμφανίζονται στο Μαντράκι μετά τα μεσάνυχτα και το πρωί χάνονται. Στις μικρές ώρες της νύχτας ψάχνουν έναν – έναν τους κάδους των απορριμμάτων και ό,τι βρουν το βάζουν σε μια σακούλα και το έχουν για φαγητό στην ημέρα που θα ξημερώσει.
«Δεν είναι όλες οι φορές ίδιες. Το να πετύχεις καθαρό φαγητό είναι λαχείο. Τις πιο πολλές φορές είναι σκεπασμένο με αποτσίγαρα και δε ξεπλένεται», εξηγεί στη ‘δ’ ο Αντώνης. Το «φαγητό» για το οποίο μιλά είναι τα αποφάγια από τα ψητοπωλεία και τα καφεστιατόρια του κέντρου. Τα ρούχα του είναι καθαρά. Την ημέρα κοιμούμαστε σ’ ένα παλιό σπίτι. Κοιμούνται κι άλλοι εκεί μέσα. Όχι με νοίκι, κατάληψη, ξέρεις. Έχουμε και αυλή, μικρή, κάποιοι από κει μέσα κάνουν δουλειές του ποδαριού. Ό,τι βρίσκουμε το μοιραζόμαστε μαζί τους κι εκείνοι μας δίνουν λίγη σκόνη για να πλύνουμε τα ρούχα μας».
Οσο ο Αντώνης έκανε την αφήγησή του, ο Μάκης δε μιλούσε. Το πρόσωπό του είναι γνωστό, είχε δουλειά, επιχείρηση και γι’ αυτό δε θέλει να τον δουν να ψάχνει στα σκουπίδια. Γι’ αυτό βγαίνει μόνο τη νύχτα και τη μέρα χάνεται. Όταν κάποια στιγμή ο Μάκης απομακρύνθηκε κάπως, ο Αντώνης είπε ψιθυριστά: «Του τα πήραν όλα οι τράπεζες και χρωστάει κιόλας. Είναι καλός, μια φορά μίλησε με έναν που δουλεύει σε σκάφος, του είπε ότι θα τον πάρει μαζί του. Από τότε κάθε απόγευμα πάει και κάθεται σ’ ένα παγκάκι κοντά στο άγαλμα και περιμένει το σκάφος. Πάνε δυο χρόνια από τότε. Ακόμα περιμένει».