Στην αίθουσα συνεδρίασης της υποεπιτροπής που έχει συσταθεί σε μία εκ των συστημικών τραπεζών για την εξέταση των αιτημάτων που καταφθάνουν από τις επιχειρήσεις με συναλλαγές με το εξωτερικό, οι φάκελοι στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο. Τα τηλέφωνα χτυπούν αδιάκοπα.
Πρώην και νυν βουλευτές όλων των κομμάτων, επίδοξοι πολιτευτές, αλλά και μη πολιτικά πρόσωπα που λόγω μιας γνωριμίας που έχουν με ένα στέλεχος ή ακόμη και με τον υπάλληλο της τράπεζας επιδιώκουν να «σπρώξουν» το αίτημα του δικού τους ανθρώπου, είναι οι πρωταγωνιστές σε μια μάχη στα μετόπισθεν που δίνεται καθημερινά στις τράπεζες τις τελευταίες πενήντα ημέρες που η οικονομία κινείται σε συνθήκες περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Οι τραπεζικοί υπάλληλοι, έκθαμβοι μπροστά στο χαρτοβασίλειο που αντιμετωπίζουν, τρομάζουν με τον ήχο του τηλεφώνου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποιος γνωστός του… γνωστού επιδιώκει να ικανοποιήσει ένα ρουσφέτι ή απλώς να κάνει μια εκδούλευση ή, στην πιο συνηθισμένη περίπτωση, να βοηθήσει έναν φίλο… έστω και αν η προσπάθεια δεν έχει πολλές ελπίδες. Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις τα αιτήματα είναι προφανή. Η μικρομεσαία επιχείρηση που πασχίζει να κρατήσει τον προμηθευτή του εξωτερικού και πιέζει γιατί πρέπει επειγόντως να στείλει χρήματα προκειμένου να εξασφαλίσει πρώτες ύλες ή εμπορεύματα για να συνεχίσει να λειτουργεί. Αυτή είναι η καθημερινότητα των επιχειρήσεων και των τραπεζών.
Παρεμβάσεις
Το αποτέλεσμα; Ο,τι μέχρι σήμερα ήταν συνήθης τραπεζική πρακτική υπόκειται σε… πολιτικές παρεμβάσεις και το τραπεζικό σύστημα κινδυνεύει να χάσει αυτό που είναι το κυρίαρχο στη λειτουργία του: την πίστη. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που ήταν επιρρεπής στη γραφειοκρατία, η κατάσταση σε συνθήκες περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων έχει εκτροχιαστεί πλήρως. Μπροστά στον χαοτικό όγκο των αιτημάτων και των χαρτιών που απαιτεί η τεκμηρίωση κάθε αιτήματος, είτε πρόκειται για μικρή είτε για μεγάλη επιχείρηση, η αδιαφάνεια και η διαφθορά βρίσκουν γόνιμο έδαφος, ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα.
Μέσα σε μόλις πενήντα ημέρες επιβολής των capital controls, το τραπεζικό σύστημα έχει γυρίσει είκοσι χρόνια πίσω… όταν για να πάρει κάποιος δάνειο έπρεπε να είχε… μπάρμπα στην Κορώνη. Από την ηλεκτρονική εποχή, όπου μια εισαγωγική ή εξαγωγική επιχείρηση μπορούσε με το πάτημα ενός κουμπιού από το web banking να κάνει εύκολα τη συναλλαγή της, χωρίς πολλές διατυπώσεις, οι τράπεζες επανήλθαν στη χειροκίνητη εποχή, όταν όλες οι συναλλαγές απαιτούσαν προέγκριση, έλεγχο και κυρίως μια πρωτοφανή τυπολατρία.
Δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή το γεγονός ότι σε συνθήκες capital controls όλα απαιτούν εξαιρετική επιμέλεια, αφού ο κάθε υπάλληλος ή και διευθυντής καταστήματος μπορεί να βρεθεί υπόλογος απέναντι όχι μόνο στη διοίκηση της τράπεζας, αλλά κυρίως απέναντι στον επόπτη, δηλαδή την Τράπεζα της Ελλάδος, και φυσικά στο άγρυπνο μάτι του υπουργού και γιατί όχι και του εισαγγελέα.
Πολύ περισσότερο για τις επιχειρήσεις, η πληρωμή ενός προμηθευτή ή ενός πελάτη δεν είναι πλέον μια απλή διαδικασία μεταφοράς ποσού από τον λογαριασμό όψεως. Απαιτεί υπεύθυνες δηλώσεις, που να βεβαιώνουν ότι δεν έχει υποβάλει αίτημα σε άλλη τράπεζα ή ότι τα τιμολόγια δεν είναι εικονικά, συμπληρωμένες φόρμες… φυσικά με χειρόγραφο τρόπο, παραστατικά και τιμολόγια, τεκμηρίωση ότι τα χρήματα θα μεταφερθούν σε πίστωση λογαριασμού του αντισυμβαλλόμενου και άλλα «εξωτικά» έγγραφα, που δεν είναι συμβατά με τη λειτουργία μιας ανοιχτής και ελεύθερης οικονομίας, όπως ήταν μέχρι πρόσφατα η ελληνική. Δεν είναι τυχαίο ότι από τα 1.000 αιτήματα που καταφθάνουν κάθε μέρα σε κάθε τράπεζα, το 30% – 40% απορρίπτεται λόγω μη επαρκούς τεκμηρίωσης, που σημαίνει ότι αρκεί να λείπει ένα χαρτί. Ενα χαρτί απαραίτητο, όχι μόνο για να πιστοποιηθεί η εμπορική συναλλαγή, αλλά κυρίως για να καλυφθούν ο υπάλληλος και η τράπεζα ότι δεν παραβίασαν τον νόμο.
Το κάθε αίτημα δεν απαιτεί μόνο πλήρη τεκμηρίωση. Απαιτεί και «προτεραιοποίηση», δηλαδή αξιολόγηση με βάση τη σπουδαιότητα του κλάδου που έχει ορίσει το υπουργείο. Στην κορυφή της κατάταξης, ο κλάδος της ενέργειας, τα φάρμακα, τα τρόφιμα, τα σχολικά είδη και, όσο και αν η κατάταξη αυτή ακούγεται εύλογη, δεν παύει να δημιουργεί στρεβλώσεις και κυρίως να καταδικάζει σε μαρασμό υγιείς επιχειρήσεις, με μοναδικό κριτήριο ότι δεν ανήκουν στον σκληρό πυρήνα των προτεραιοτήτων μιας κλειστής και εσωστρεφούς οικονομίας, όπως είναι πια η ελληνική. Σαράντα και πλέον ημέρες τραπεζικής αργίας, ο όγκος των ανεκτέλεστων αιτημάτων γιγαντώνεται, η γραφειοκρατία βασιλεύει, οι επιχειρήσεις απελπίζονται. Αλλες μεταναστεύουν, άλλες περιμένουν… Για πόσο, κανείς δεν ξέρει.
Απώλειες 2,8 δισ. την εβδομάδα
Για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια, το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας αναμένεται από ελλειμματικό να γυρίσει σε θετικό. Ομως φευ! Πρόκειται για μια βίαιη εξέλιξη, που δεν αποτέλεσε επιλογή και σε καμιά περίπτωση δεν είναι επιθυμητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αιτήματα που καταφθάνουν καθημερινά στις επιτροπές είναι τριπλάσια αυτών που μπορούν να ικανοποιηθούν, αφού ανέρχονται σε 15 εκατ. ευρώ, όταν το ημερήσιο όριο που όρισε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου είναι 5 εκατ. ευρώ. Το όριο υπολείπεται των πραγματικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει πολύ μικρό βαθμό αυτάρκειας, που δεν ξεπερνά το 20%. Αυτό σημαίνει ότι σε ποσοστό περίπου 80% οι πρώτες ύλες και τα ενδιάμεσα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία είναι εισαγόμενα και η εξασφάλισή τους δεν είναι αυτονόητη. Το κόστος είναι δυσανάλογο για τις επιχειρήσεις που δεν μετέφεραν την έδρα τους στο εξωτερικό ή δεν έστειλαν τα χρήματα σε εξωχώριες τράπεζες, και ενώ διατηρούν ρευστότητα στις εγχώριες τράπεζες, αδυνατούν να εκτελέσουν τις συναλλαγές τους. Πίσω από τα νούμερα για το κόστος της πολύμηνης διαπραγμάτευσης που οδήγησε τελικώς και στα capital controls -το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής κάνει λόγο για 2,8 δισ. ευρώ εβδομαδιαίες απώλειες από το ΑΕΠ-, ο παραγωγικός ιστός της χώρας αποδιαρθρώνεται και ήδη στην αγορά έχουν κάνει την εμφάνισή τους φαινόμενα κομπογιαννιτισμού. Μεταξύ αυτών, η προεξόφληση επιταγών με τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής, π.χ. στο 70%, μια νέα μορφή εσωτερικής υποτίμησης που εξωθεί τα επιχειρηματικά ήθη και τη λειτουργία της αγοράς, με απρόβλεπτες συνέπειες. Οι φόβοι ότι αν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, η οικονομία θα οδηγηθεί σε παράλληλες επιλογές, δεν είναι υπερβολικοί. Στόχος είναι αυτό να αποφευχθεί, και ο μόνος τρόπος είναι η άρση όλων των περιορισμών που οδήγησαν στα capital controls.
Καθημερινή