Στα πλαίσια της συμπλήρωσης των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση, θεωρώ ότι έχω χρέος, ως πρόεδρος του δικηγορικού Συλλόγου Κω, να αναδείξω μια σπουδαία δίκη στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, που αποτελεί σημείο αναφοράς στην προσπάθεια του επαναστατημένου έθνους να συγκροτηθεί σε κράτος δικαίου.
Έχει τεράστια σημασία τούτες τις μέρες να καταδείξουμε έναν αγώνα εξίσου σημαντικό με αυτόν της πολεμικής αναμέτρησης. Την δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, που επικράτησε ιστορικά να λέγεται η δίκη των στρατηγών. Η δίκη αυτή διεξάγεται με κανόνες που έχουν θεσπιστεί από τις Εθνοσυνελεύσεις και τα πρώτα Συντάγματα. Έχει ήδη θεσπιστεί η διάκριση των εξουσιών με την κατοχύρωση του Δικαστικού Σώματος. Είναι αξιοσημείωτη η μεγάλη σπουδή των προγόνων μας, στην συνταγματική θωράκιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με έμφαση σε αυτό της υπεράσπισης του κατηγορουμένου.
Το έτος 1834 έχει καταγραφεί μια σοβαρή μάχη του δικηγορικού σώματος με την κρατική αυθαιρεσία. Στην δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα έχει αναδειχθεί με τον πλέον γλαφυρό τρόπο ο σημαντικός ρόλος του δικηγόρου στην απονομή της δικαιοσύνης. Έχει αποδειχθεί περίτρανα, ότι ο δικηγόρος δεν είναι τυχαία συλλειτουργός της δικαιοσύνης, αλλά καθοριστικός παράγοντας στην απόδοση του δικαίου.
Η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Διεξήχθη σε ένα τουρκικό τζαμί της πόλης του Ναυπλίου. Καθήκοντα Εισαγγελέα, είχε ο Εδουάρδος Μάσον. Σκωτσέζος, νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος, που είχε έλθει το 1824 στην Ελλάδα με την ιδιότητα του φιλέλληνα. Δεν είχε σπουδαία δράση στον Αγώνα. Έγινε δικηγόρος μετά την απελευθέρωση και ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμίχθηκε στις εσωτερικές μας διενέξεις, υπηρετώντας ξένα συμφέροντα. Ένας ξένος, που κάτω από την ταμπέλα του φιλελληνισμού, αναμίχθηκε, κατά τρόπο εξοργιστικό, στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελλήνων.
Η τακτική του Μάσον κατά το στάδιο της προανάκρισης έδειξε ότι υπήρχε σοβαρό έλλειμα στη νομική του παιδεία. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα, να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες και να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Απέφυγε συστηματικά να αναζητήσει την αλήθεια. Πήγε στο Ιτς Καλέ, για να ανακρίνει τον εγκάθειρκτο «Γέρο του Μοριά» και τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει. Ο Κολοκοτρώνης, με την θυμοσοφία που τον διέκρινε, τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου, που για να φάει την προβατίνα, άρχισε να της φωνάζει: «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω».
Από όλες τις κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε με τον τρόπο που ήθελαν οι δικονομικοί κανόνες. Έλλειπαν παντελώς οι επαρκείς ενδείξεις που θα θεμελίωναν την παραπομπή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, για «εσχάτη προδοσία».
Επί είκοσι ημέρες παρέλασαν 44 μάρτυρες κατηγορίας και 115 μάρτυρες υπεράσπισης.
Ακολούθησαν οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις του Επιτρόπου Μάσον και των συνηγόρων υπεράσπισης.
Η αγόρευση του Μάσον κράτησε πεντέμισι ώρες. Ήταν μια επανάληψη του Κατηγορητηρίου και των όσων είχαν υποστηρίξει οι μάρτυρες κατηγορίας. Κατέληγε δε ως εξής: «Επιμένω εις την κατηγορίαν και με τα δόντια και τα νύχια μου θα την υποστηρίξω. Διακηρύττω, λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους, και απαιτώ τον θάνατόν τους!».
Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, Π. Βαλσαμάκη (συνήγορος του Κολοκοτρώνη) και Χ. Κλωνάρη (συνήγορος του Πλαπούτα). Δυστυχώς ένα σημαντικό μέρος των πρακτικών της συνεδρίασης, που αφορούν τις αγορεύσεις αυτές, έχουν εξαφανιστεί.
Ο Βαλσαμάκης ήταν δεδηλωμένος ρωσόφιλος, που είχε διοριστεί από τον Καποδίστρια επιθεωρητής των εισαγγελιών, αλλά είχε παυτεί από την Αντιβασιλεία. Η αγόρευση του Βαλσαμάκη ήταν υπερδιπλάσια αυτής του Κλωνάρη. Εντυπωσίασε τόσο πολύ, που όταν ο Κουμουνδούρος ως Πρωθυπουργός της χώρας, επισκέφθηκε την Κεφαλονιά στα 1872, δηλαδή 30 χρόνια μετά, αναζήτησε τον Βαλσαμάκη και τον συνεχάρη για εκείνη την αγόρευση.
Τελειώνοντας την αγόρευσή του ο Βαλσαμάκης έθεσε υπό αμφισβήτηση τις επιμέρους τοποθετήσεις του Επιτρόπου Μάσον και τον προκάλεσε να απαντήσει σε μια σειρά έντονων ερωτημάτων, δηλώνοντας ότι θα περιμένει τις απαντήσεις του, κατά την διάρκεια της δευτερολογίας. Κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Ακολούθησε η αγόρευση του Χριστόδουλου Κλωνάρη. Ο Κλωνάρης ήταν γνωστός αγγλόφιλος, και φίλος του Μαυροκορδάτου, υπουργός της δικαιοσύνης στην προηγούμενη «κυβέρνηση Τρικούπη», που είχε και αυτός παυτεί από την Αντιβασιλεία.
Ο Κλωνάρης, μετά την προεισαγωγική και υμνητική για τους δύο ήρωες αγόρευσή του, ανάλυσε και αποκάλυψε τα πραγματικά αίτια της δίκης. Συγκρίνοντας τις μαρτυρικές καταθέσεις, κατηγορίας και υπερασπίσεως, απέδειξε με ατράνταχτα επιχειρήματα, ότι οι περισσότεροι των στρατολογημένων μαρτύρων κατηγορίας, θα μπορούσαν να λογισθούν ως μάρτυρες υπερασπίσεως. Αναλύοντας με λεπτομέρεια τα στοιχεία, υπογράμμισε με παρρησία «το πλαστόν και ψευδές της υποθέσεως», γιατί όπως τόνισε, από την κατηγορία λείπει το κύριο σώμα, η απόδειξη. Δηλαδή η ανακάλυψη του εγκλήματος.
Ο Κλωνάρης ολοκλήρωσε την αγόρευσή του με μια αναγωγή του αποδεικτικού υλικού στους κανόνες δικαίου, για να καταλήξει σε ένα πανηγυρικό εγκώμιο των μεγάλων εθνικών υπηρεσιών που είχαν προσφέρει ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Και όταν μέσα στο τούρκικο τζαμί αντήχησαν τα ονόματα των ιστορικών τοποθεσιών όπου είχαν πολεμήσει οι κατηγορούμενοι για «εσχάτη προδοσία», οι παρευρισκόμενοι συμπολεμιστές τους, ξέσπασαν σε λυγμούς.
Ακολούθησε η δραματική φάση της δίκης. Ο Μάσον, αρνείται να απαντήσει στους συνηγόρους της υπεράσπισης, με την εξήγηση ότι «κρίνει περιττόν να χάνει τον καιρόν του». Και ενώ παραιτείται ο ίδιος της δευτερολογίας, απαιτεί να μη δευτερολογήσουν και οι συνήγοροι. Εκείνοι διαμαρτύρονται. Ο πρόεδρος Πολυζωίδης επεμβαίνει. Τονίζει ότι «ο κ. επίτροπος χρεωστά να απαντήσει. Η ανάπτυξης της κατηγορίας υπήρξεν ελλιπής. Έχει χρέος να την συμπληρώσει, άλλως οι συνήγοροι έχουν χρέος να την συμπληρώσουν». Η δήλωση αυτή του προέδρου Πολυζωίδη στηρίζεται
στις θεσπισμένες δικονομικές αρχές. Παρά όμως τις θεσμικές εγγυήσεις, με τη δήλωσή του αυτή ο Πολυζωίδης αρχίζει την ιστορική του μάχη με το καθεστώς της αυθαιρεσίας και της αδικίας. Είναι η μάχη που θα τον καταστήσει σύμβολο της ελληνικής δικαιοσύνης. Είναι ο λόγος για τον οποίο η προτομή του κοσμεί τις αίθουσες των δικαστηρίων και το άγαλμά του δεσπόζει σε περίοπτες θέσεις πολλών δικαστικών μεγάρων της χώρας μας. Είναι ο δικαστής που μαζί με τον Τερτσέτη, οδηγήθηκαν σε δίκη αμέσως μετά την δίκη των στρατηγών. Έγιναν οι ίδιοι κατηγορούμενοι στην περιβόητη δίκη των δικαστών.
Η δίκη των στρατηγών αποτέλεσε την πρώτη ήττα των συνταγματικών κανόνων στην αναμέτρησή τους με την αυθαιρεσία του κράτους. Η ήττα αυτή όμως, δεν αναιρεί τον αγώνα των υπερασπιστών. Στο διάβα της ιστορίας οι αναμετρήσεις αυτού του είδους πολλαπλασιάστηκαν. Δοκιμάστηκαν πολύ οι αξίες μας. Ο δικανικός λόγος πολλές φορές ποινικοποιήθηκε. Πολλοί συνάδελφοι διώχθηκαν για τις υπερασπιστικές τους επιλογές. Ατιμάστηκαν και φυλακίστηκαν. Ποτέ όμως ο κατηγορούμενος δεν έμεινε χωρίς υπεράσπιση. Όσα καθεστώτα θέλησαν να περιχαρακώσουν την δημοκρατία, ξεκίνησαν από το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην υπεράσπισή του. Εκεί, η μάχη με το δικηγορικό σώμα ήταν αναπόφευκτη. Και ευτυχώς για μας τους δικηγόρους, υπήρξαν εξαιρετικές παρουσίες σε όλους τους αγώνες και σε όλες τις εποχές.
Η δίκη των στρατηγών και η δίκη των δικαστών που ακολούθησε, δίδαξαν όχι μόνο την αναγκαιότητα στην διάκριση των εξουσιών, που είχε ήδη θεσπιστεί, αλλά και την ανάγκη για την θωράκιση αυτής της διάκρισης, από τις αυθαιρεσίες των κυβερνώντων. Οι δίκες εκείνες απέδειξαν ότι ο Συνταγματικός νόμος, ήταν το υπερόπλο για την μετάβαση από την ένοπλη δράση στην πολιτεία ανθρώπων. Η δίκη των στρατηγών, ανέδειξε, πόσο ουσιαστική ήταν η σύλληψη της ιδέας, ότι το νεοσύστατο κράτος δεν θα είχε συνέχεια, χωρίς τα συντάγματα της Επιδαύρου, του Άστρους και των άλλων που ακολούθησαν. Αν δεν έμπαιναν από την αρχή οι κανόνες θωράκισης των πολιτών από την αυθαιρεσία των διοικούντων.
Σήμερα, 200 χρόνια μετά την επανάσταση και την ανασύσταση του Ελληνικού κράτους, θεωρώ ότι έχουμε χρέος, να αναδείξουμε το έργο των δικηγόρων στη δίκη εκείνη. Έχουμε χρέος να διαμηνύσουμε σε όλους ότι οι υπερασπιστές των στρατηγών, ήταν οι πρώτοι δικηγόροι στο νεοσύστατο κράτος που έδειξαν ότι υπάρχει απόσταση μεταξύ της νομοθετικής επιταγής και της απόδοσης του δικαίου στην πράξη. Ότι οι συνταγματικές επιταγές χρειάζονται «παλικάρια» να τις υπερασπιστούν και να τις εφαρμόσουν. Ο Βαλσαμάκης και ο Κλωνάρης, ήταν οι πρώτοι συνήγοροι υπεράσπισης, που με την δικανική τους φωνή ανέδειξαν ότι η θωράκιση του δικαιώματος του κατηγορούμενου είναι το πιο ισχυρό αντίδοτο στην κρατική αυθαιρεσία. Ότι οι εγγυήσεις μας δίκαιης δίκης, είναι άμεση συνέπεια της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος και ένα από τα βασικότερα συστατικά της δημοκρατίας. Εκείνη η υπεράσπιση έδειξε για πρώτη φορά στο νεοσύστατο κράτος, τον σημαντικό ρόλο του δικηγόρου στην απονομή της δικαιοσύνης. Έδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο, ότι το δημοκρατικό πρόσημο μιας πολιτείας, καθορίζεται από τον βαθμό της προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην πράξη. Από την
αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων και την αναγνώριση του κατοχυρωμένου τεκμηρίου αθωότητας. Και όταν οι δικαστικές αποφάσεις δεν εναρμονίζονται με αυτές τις αρχές, απομένουν για πάντα ελλειμματικές. Τόσο, όσο και η απόφαση των στρατηγών, που εξαιτίας της γύμνιας της έμεινε ανεφάρμοστη και δεν εκτελέστηκε ποτέ η θανατική ποινή.
Οι δύο αυτοί δικηγόροι, ο Βαλσαμάκης και ο Κλωνάρης, έδωσαν έναν σημαντικό αγώνα στην προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το ίδιο σημαντικό με αυτόν των δικαστών. Αποδεικνύοντας στην πράξη, ότι η δίκαιη δίκη δεν είναι τίποτα άλλο, από το σημείο που ισορροπούν οι αντίρροπες δυνάμεις των συλλειτουργών του δικαίου.
Τιμή και δόξα λοιπόν σε αυτούς τους σπουδαίους συναδέλφους του παρελθόντος, που μαζί με τους δικαστές, Τερτσέτη και Πολυζωίδη, μας έκαναν όλους περήφανους.
Μανώλης Χατζηάμαλλος