Ιδιαίτερα επικριτικός για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα εμφανίζεται ο ευρωβουλευτής του κόμματος Κώστας Χρυσόγονος, στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου που έχει ξεκινήσει.
Σε κείμενου που ανάρτησε στην προσωπική του ιστοσελίδα, ο κ. Χρυσόγονος κάνει λόγο για αλαζονία, αστοχίες και «σοβαρές στρεβλώσεις» που αν δεν διορθωθούν θα φέρουν στην εξουσία τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αναφερόμενος στον «έντιμο συμβιβασμό» του 2015 αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ακόμη και η ίδια η ηγεσία όμως, δεν διευκόλυνε την προοπτική του συμβιβασμού με τις μαξιμαλιστικές προεκλογικές εξαγγελίες της ότι «θα σκίσουμε τα μνημόνια μέρα μεσημέρι», ότι «θα καταργήσουμε όλους τους μνημονιακούς νόμους με ένα άρθρο» κ.ο.κ., φθάνοντας ως τα όρια της αλαζονείας με την υπόσχεση ότι «θα χτυπάμε το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν».
Συνεχίζοντας τις βολές του κατά του πρωθυπουργού τονίζει ότι «είναι αυταπάτη αν νομίζουμε ότι θα μπορέσουμε να απεγκλωβιστούμε τελικά από τα μνημόνια και την επιτροπεία με αποκλειστικά ή κυρίως πολιτική διαπραγμάτευση. Ο απεγκλωβισμός θα επιτευχθεί μόνο εφόσον κατορθώσουμε να επανέλθουμε στις κεφαλαιαγορές με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος στα μέσα του 2018».
Ο ευρωβουλευτής αποδομεί φράσεις του κειμένου θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που συνεδριάζει το Σαββατοκύριακο, π.χ. για την «εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008», και προειδοποιεί ότι «η χώρα χρειάζεται αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και όχι ευχολόγια».
Τα 14 σημεία κριτικής του Κ. Χρυσόγονου:
Να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της παραβατικότητας
Η αναφορά του κειμένου θέσεων σε «νεανική εξέγερση τον Δεκέμβρη του 2008» δεν ανταποκρίνεται στα ιστορικά γεγονότα. Για «εξέγερση» μπορεί να γίνεται κατά κυριολεξία λόγος όταν υπάρχει μια μαζική κινητοποίηση με συγκεκριμένα αιτήματα. Τον Δεκέμβριο του 2008 η δολοφονία Γρηγορόπουλου πυροδότησε μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για αυτό το κρούσμα αυθαίρετης αστυνομικής βίας, οι οποίες όμως έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από «αντιεξουσιαστές» για να εξαπολύσουν με τη σειρά τους ένα κύμα βίας και καταστροφών περιουσιών αθώων πολιτών. Συνεπώς ούτε πραγματικά αιτήματα υπήρχαν, ούτε κατά κυριολεξία εξέγερση και μάλιστα συνολικά της νεολαίας. Το συμπέρασμα που θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε από όλα αυτά είναι ότι η αστυνομία χρειάζεται περισσότερη εκπαίδευση, περισσότερο επαγγελματισμό και περισσότερο σεβασμό στους κανόνες σχετικά με τη χρήση των όπλων από τη δημόσια δύναμη (και πάντως ο δράστης καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία, σε αντίθεση προς όσα βλέπουμε να συμβαίνουν π.χ. στις Η.Π.Α.), αλλά και ότι οι δημόσιες συναθροίσεις οφείλουν να διεξάγονται αποκλειστικά μέσα στα συνταγματικά πλαίσια, δηλ. χωρίς όπλα (βόμβες «μολότοφ» κτλ.) και χωρίς βία κατά προσώπων και/ή περιουσιών. Το ζητούμενο είναι να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της παραβατικότητας τόσο από την πλευρά του κράτους και των οργάνων του όσο και από την πλευρά των πολιτών και όχι να μυθοποιούμε την τελευταία εφευρίσκοντας ανύπαρκτα «επαναστατικά» χαρακτηριστικά.
Το ποιος είναι προοδευτικός κρίνεται από το αποτέλεσμα
Αβάσιμη είναι και η αναφορά του κειμένου θέσεων ότι «οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 θα μείνουν στην ιστορία καθώς αποτελούν την πρώτη νίκη της ριζοσπαστικής Αριστεράς τον 21ο αιώνα». Έχει διαφύγει της προσοχής των συντακτών του κειμένου ότι μερικά χρόνια νωρίτερα, το 2008, το κυπριακό ΑΚΕΛ, μαζί με το οποίο συμμετέχουμε στην ομάδα της Ενωμένης Ευρωπαϊκής Αριστεράς στο Ευρωκοινοβούλιο, κατόρθωσε να εκλέξει τον ηγέτη του Δημήτρη Χριστόφια στη θέση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και έτσι να αποκτήσει τον έλεγχο της κυβέρνησης (αφού εκεί ισχύει προεδρικό σύστημα). Η επιτυχία εκείνη ήταν όμως παροδική, αφού το 2013 εκλέχθηκε πρόεδρος ο υποψήφιος του ΔΗΣΥ Ν. Αναστασιάδης.
Δεν πρέπει να φοβόμαστε την αυτοκριτική
Κεντρική θέση του απολογιστικού μέρους του κειμένου είναι ότι «από την αρχή της θητείας της η κυβέρνηση… επιδίωξε έναν λυσιτελή και έντιμο συμβιβασμό» με τους δανειστές, με την (αυτο)κριτική προσθήκη ότι «η βασική στρατηγική να επιτευχθεί μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία δεν μας επέτρεψε να δούμε καθαρά… ότι για τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, αποτελούσαμε συστημικό κίνδυνο». Η θέση αυτή είναι όμως υπεραπλουστευτική, αφού είναι φανερό πως ο έντιμος συμβιβασμός αποτελούσε κεντρική προεκλογική υπόσχεση και στρατηγική επιλογή μόνο για την ηγεσία και όχι για το σύνολο του κόμματος και της κυβέρνησης. Ακόμη και η ίδια η ηγεσία όμως, δεν διευκόλυνε την προοπτική του συμβιβασμού με τις μαξιμαλιστικές προεκλογικές εξαγγελίες της ότι «θα σκίσουμε τα μνημόνια μέρα μεσημέρι», ότι «θα καταργήσουμε όλους τους μνημονιακούς νόμους με ένα άρθρο» κ.ο.κ., φθάνοντας ως τα όρια της αλαζονείας με την υπόσχεση ότι «θα χτυπάμε το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν». Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν αμέσως μετά τις εκλογές ο νέος Υπουργός Οικονομικών επιδόθηκε σε μια επιχείρηση φθηνού εντυπωσιασμού, εμφανιζόμενος διαρκώς στα διεθνή Μ.Μ.Ε. και στις συναντήσεις με τους ομολόγους του με ύφος Μεγάλου Αλεξάνδρου μετά τη μάχη των Γαυγαμήλων. Όλα αυτά στην πραγματικότητα τροφοδοτούσαν με επιχειρήματα τους πιο ακραίους από την πλευρά των δανειστών, οι οποίοι επιδίωκαν όντως την ανατροπή της ελληνικής κυβέρνησης και την τιμώρηση του ελληνικού λαού για τη θαρραλέα επιλογή του τον Ιανουάριο του 2015. Ωστόσο οι ακραίοι (π.χ. ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας) δεν αποτελούσαν την κυρίαρχη άποψη στους κόλπους των δανειστών και θα μπορούσαν να είχαν απομονωθεί πολύ νωρίτερα από τον Αύγουστο του 2015 (όπως συνέβη τελικά), αν είχαν γίνει εγκαίρως πιο επιδέξιοι χειρισμοί σε επικοινωνιακό (και όχι μόνο) επίπεδο από τη δική μας πλευρά.
Το κόμμα πρέπει να ανήκει στους ψηφοφόρους του
Είναι υπεραισιόδοξη η εκτίμηση του κειμένου θέσεων ότι «με τη λαϊκή ετυμηγορία του Σεπτεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνεται ως κυρίαρχη δύναμη στα πολιτικά πράγματα της χώρας και ως νέος ηγεμονικός πόλος στο υπό διαμόρφωση εγχώριο και ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό». Σε ό,τι αφορά το τελευταίο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αντικειμενικά κανένα ελληνικό πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να ηγεμονεύσει (παν)ευρωπαϊκά, για τον απλό λόγο ότι η Ελλάδα διαθέτει μόλις το 2% του συνολικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως προς την εγχώρια διάσταση, η ελληνική εκλογική ιστορία αποδεικνύει ότι, οποτεδήποτε διεξάχθηκαν αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε διάστημα ενός έτους, το πρώτο κόμμα όχι μόνο επανέλαβε την αρχική επιτυχία του αλλά και τη διεύρυνε, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα ανατροπής των εκλογικών συσχετισμών σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο (ο «Συναγερμός» του Παπάγου από το 36% το 1951 έφθασε το 49% το 1952, η «Ένωση Κέντρου» του Γεωργίου Παπανδρέου από το 42% του 1963 ανήλθε στο 53% του 1964, η «Νέα Δημοκρατία» του Κων. Μητσοτάκη από 44% τον Ιούνιο του 1989 στο 47% του 1990 και τέλος το ίδιο κόμμα από το 18% του Μαΐου 2012 εκτινάχθηκε στο 30% τον Ιούνιο του ίδιου έτους).
Μακροπρόθεσμα το χειρότερο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το δημογραφικό
Το κείμενο θέσεων αφιερώνει περισσότερες από είκοσι πυκνογραμμένες σελίδες σε προτάσεις για ένα «αριστερό πρόγραμμα» για το μέλλον της χώρας και σε εξαγγελίες προγραμματικών τομών που προτείνει και διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να βρει ούτε μια λέξη για το σημαντικότερο –σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα- πρόβλημα της Ελλάδας, δηλαδή για το δημογραφικό. Το 2011 ήταν η πρώτη χρονιά στην ιστορία του ελληνικού κράτους (με την εξαίρεση του πολεμικού έτους 1941) κατά την οποία η φυσική κίνηση του πληθυσμού ήταν αρνητική, δηλ. είχαμε περισσότερους θανάτους παρά γεννήσεις.
Η χώρα χρειάζεται παραγωγικό μοντέλο και όχι ευχολόγια
Το πιο άμεσο και πιεστικό πρόβλημα της χώρας σήμερα είναι προφανώς η πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, με επίκεντρο την πρωτοφανή ανεργία και την πτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Το κείμενο θέσεων όμως δεν προσεγγίζει με εμπεριστατωμένο τρόπο τις αιτίες του προβλήματος και περιορίζεται σε ένα σύντομο ευχολόγιο για «αναστροφή της υφεσιακής πορείας με όσο το δυνατό υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας», μέσω του νέου αναπτυξιακού νόμου και του καλού σχεδιασμού του ΕΣΠΑ 2014-2020, ενώ λίγο παρακάτω γίνεται λόγος και για «δημόσια προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας». Όλα αυτά είναι ανεπαρκή, αφού τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχαν αναπτυξιακοί νόμοι, ΕΣΠΑ και δημόσια προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης, αλλά τίποτε από αυτά δεν εμπόδισε τη «συντεταγμένη» χρεωκοπία. Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μνημονίου συνεννόησης που υπογράφηκε πέρυσι, η κυβέρνηση όφειλε να έχει παρουσιάσει ένα κείμενο «Στρατηγικής για την Ανάπτυξη» ως τον Ιούνιο του 2016, με σχεδιασμούς για τη δημιουργία ενός πιο ελκυστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας κ.ά.
Στοχευμένες παρεμβάσεις για τα δημόσια έσοδα και όχι οριζόντια μέτρα
Το Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. κάνει λόγο για «αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος με στόχο τη φορολογική δικαιοσύνη και την αύξηση των δημοσίων εσόδων (και) καταπολέμηση της φοροδιαφυγής». Η πραγματικότητα είναι ότι έχουν γίνει βήματα στον τομέα αυτόν (π.χ. είσπραξη σημαντικού μέρους των διαφυγόντων φόρων από την περιβόητη «λίστα Λαγκάρντ»), αλλά πρέπει να γίνουν περισσότερα, γρηγορότερα και αποφασιστικότερα. Και επειδή αυτά καθυστερούν, η κυβέρνηση δεν απέφυγε τον πειρασμό του να αυξήσει ακόμα περισσότερο, κάτω από την πίεση των δανειστών, τους ήδη υψηλούς σε σύγκριση με άλλες, ανταγωνίστριες χώρες φορολογικούς και ασφαλιστικούς συντελεστές. Συνέπεια είναι να αποδυναμώνεται η έτσι ή αλλιώς προβληματική ελληνική οικονομία και να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, όπου η απειλή υπέρμετρων επιβαρύνσεων στα δηλούμενα εισοδήματα επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών οδηγεί σε μεγαλύτερη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και πτώση (αντί για άνοδο) των εσόδων του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων. Χρειαζόμαστε μια διαφορετική πολιτική, με στοχευμένες παρεμβάσεις για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και όχι οριζόντια μέτρα.
Πρέπει να λειτουργούμε με βάση κανόνες και όχι αυθαίρετα
Από άποψη πολιτικού και νομικού πολιτισμού η χώρα υποφέρει προπάντων από μια ολοένα πιο εκτεταμένη και βαθύτερη ανοχή προς την παραβατικότητα, που έχει βαθμιαία διαποτίσει ολόκληρη την κοινωνία και μένει καθεαυτή και ως σύνολο ασχολίαστη στο Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. Με κύρια ευθύνη του πολιτικού συστήματος, το οποίο εξέθρεψε πελατειακές σχέσεις προσωπικών προτιμησιακών καθεστώτων κάθε είδους και μορφής, και με κύρια ωφελούμενους όσους είχαν την αντικειμενική δυνατότητα για μεγάλης κλίμακας φοροδιαφυγή και για συμμετοχή στο οργανωμένο οικονομικό έγκλημα, η ανοχή αυτή καλλιεργήθηκε σταδιακά ως το σημείο σχεδόν όλοι να θεωρούμε ότι οι υφιστάμενοι κανόνες δικαίου είναι απλώς ενδεικτικοί. Και επειδή καμιά συλλογικότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά χωρίς τήρηση κανόνων (εκτός βέβαια αν μόνος κανόνας είναι η υποταγή στην αυθαιρεσία ενός δικτάτορα), οδηγούμαστε αναπόφευκτα σε μια ολοένα χειρότερη δυσλειτουργία του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας. Η κάθαρση δε μπορεί παρά να ξεκινήσει από την κορυφή, από το πολιτικό σύστημα και από την οικονομική ολιγαρχία, αλλά πρέπει να επεκταθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, εωσότου εμπεδωθεί γενικά στην ελληνική κοινωνία μια νοοτροπία στον αντίποδα της σημερινής, δηλ. μια νοοτροπία σεβασμού της νομιμότητας. Αν δεν συμφωνούμε με κάποιον κανόνα, η λύση δεν είναι να τον παραβιάζουμε συστηματικά, αλλά να (επιχειρήσουμε να) τον τροποποιήσουμε ή να τον καταργήσουμε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Και βέβαια είναι λάθος, στο πλαίσιο αυτό, η εκδήλωση συμπάθειας ή συμπαράστασης σε φαινόμενα ανομίας, όπως οι «καταλήψεις» δημόσιων ή ιδιωτικών κτιρίων.
Απεγκλωβισμός από τα μνημόνια θα επιτευχθεί μόνο με την επάνοδο στις αγορές
Το κείμενο θέσεων της Κ.Ε. αναφέρει ότι «η προσπάθεια απεγκλωβισμού από το Μνημόνιο και την επιτροπεία απαιτεί ένα συνολικό ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο με διεθνείς συμμαχίες, κόμματα και ριζοσπαστικά κινήματα, προοδευτικές κυβερνήσεις κυρίως του Νότου, με σαφείς τις διαχωριστικές γραμμές που να αποσαφηνίζουν απολύτως ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είναι διατεθειμένη να τις υπερβεί, ακόμα και αν χρειαστούν ρήξεις με την ευρωπαϊκή ελίτ». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναζήτηση συμμαχιών είναι όχι μόνο χρήσιμη αλλά και απαραίτητη για να μπορέσουμε να αντισταθούμε, ως χώρα και ως κυβέρνηση, στις ακραίες απαιτήσεις μερίδας των δανειστών για κατεδάφιση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα (ή μάλλον των υπολειμμάτων αυτών των δικαιωμάτων, ύστερα από 6 ½ χρόνια μνημονίων). Είναι όμως αυταπάτη αν νομίζουμε ότι θα μπορέσουμε να απεγκλωβιστούμε τελικά από τα μνημόνια και την επιτροπεία με αποκλειστικά ή κυρίως πολιτική διαπραγμάτευση. Ο απεγκλωβισμός θα επιτευχθεί μόνο εφόσον κατορθώσουμε να επανέλθουμε στις κεφαλαιαγορές με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος στα μέσα του 2018 και να δανειζόμαστε από αυτές ως ένα «φυσιολογικό» κράτος, προκειμένου να καλύπτονται οι δανειακές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου χωρίς επαιτεία προς τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης για διακρατικό δανεισμό. Αν αυτό αποδειχθεί στην πράξη ανέφικτο, τότε ενδέχεται να μας περιμένουν τα χειρότερα (δηλ. η ασύντακτη χρεοκοπία και το Grexit), δεδομένου ότι το πολιτικό κλίμα σε πολλά κράτη-μέλη της ευρωζώνης επιδεινώνεται, με ισχυρή άνοδο της ευρωφοβικής ακροδεξιάς, και άρα είναι πολύ αμφίβολο αν τότε (το 2018) θα μπορούσε να υπάρξει τέταρτη φορά διακρατικός δανεισμός προς την Ελλάδα, έστω και με επαχθέστατους όρους (δηλ. τέταρτο μνημόνιο).
Χρειαζόμαστε περισσότερο ανεξάρτητη απονομή Δικαιοσύνης σε συντομότερους χρόνους
Μια από τις παραμέτρους του οικονομικού προβλήματος της χώρας είναι και η κατάσταση στη Δικαιοσύνη, για την οποία δεν γίνεται καμία αναφορά στο Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. Οι ρυθμοί εκδίκασης των υποθέσεων είναι τόσο αργοί, ώστε να ισοδυναμούν πρακτικά σε πολλές περιπτώσεις με αρνησιδικία. Τούτο αποθαρρύνει κάθε σοβαρή επένδυση στη χώρα, αφού κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος τι δικαστικές εκκρεμότητες μπορούν να προκύψουν και πόσο χρόνο θα διαρκέσουν. Οι δικονομικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, όπως οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που έγιναν το 2015 καθ’ υπαγόρευση των δανειστών, είναι μέτρα πυροσβεστικού χαρακτήρα που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του.
Ο σεβασμός στη λαϊκή κυριαρχία κρίνεται στην πράξη
Ως προς το πολιτικό σύστημα το Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. κάνει μια γενικόλογη αναφορά στην «ενίσχυση του ρόλου των αιρετών συλλογικών οργάνων της λαϊκής κυριαρχίας», χωρίς παραπέρα διευκρινίσεις. Αποτελεί ερωτηματικό το πώς συμβιβάζεται αυτό με το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός υπουργών, αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καν υποψήφιοι στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και συνεπώς, ως πρόσωπα, δεν ήταν αιρετοί και δεν συμμετείχαν στο κορυφαίο συλλογικό όργανο της λαϊκής κυριαρχίας, δηλ. τη Βουλή (αρκετοί από αυτούς τοποθετήθηκαν βέβαια εκ των υστέρων στις λίστες του Σεπτεμβρίου του 2015 και μάλιστα σε προνομιακές θέσεις, με αποτέλεσμα να καταλάβουν βουλευτικές έδρες). Συνεχίσθηκε έτσι η παράδοση των «δοτών» υπουργών που είχε καθιερωθεί από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Νέα Δημοκρατία) στις κυβερνήσεις των προηγούμενων δεκαετιών.
Εξάλλου το κείμενο θέσεων δεν ασχολείται καθόλου με το ζήτημα του περιορισμού του αριθμού των βουλευτών. Με την ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου και την καθιέρωση της αναλογικής κατανομής των εδρών στα κόμματα που έχουν υπερβεί το 3% εκπληρώθηκε η σχετική προγραμματική και προεκλογική δέσμευση και έγινε ένα σημαντικό βήμα εκδημοκρατισμού του πολιτικού μας συστήματος. Ωστόσο παραμένει αμετάβλητος στις 300 ο αριθμός των εδρών της Βουλής, παρότι το άρθρο 51 παρ. 1 του Συντάγματος δίνει τη δυνατότητα μείωσής του στους 200, οπότε και θα μειωνόταν αντίστοιχα και η δημόσια δαπάνη για μισθούς, έξοδα, συνεργάτες κ.λπ. Σε μια εποχή δραματικών οικονομικών δυσκολιών για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, η μείωση του αριθμού των βουλευτών θα αποτελούσε έναν ισχυρό συμβολισμό ότι το πολιτικό σύστημα συμμετέχει. Όταν π.χ. η Ολλανδία, με μεγαλύτερο πληθυσμό και πολλαπλάσια οικονομικά μεγέθη από την Ελλάδα, αρκείται σε 150 βουλευτές, η ανάγκη να συντηρούμε εμείς τους διπλάσιους είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτη.
«Καναλάρχες» χωρίς ποινικές εκκρεμότητες ή καταδίκες
Το Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. κάνει λόγο για «ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου και απαλλαγή του από τη διαπλοκή» και εξαγγέλλει ότι θα είμαστε «ασυμβίβαστοι ενάντια στη διαπλοκή και τη διαφθορά». Στο πεδίο αυτό συνιστούν καταρχήν θετικές εξελίξεις η ψήφιση του νόμου 4339/2015 για τις τηλεοπτικές άδειες και η διεξαγωγή, για πρώτη φορά από το 1989 οπότε καταλήφθηκαν «εξ εφόδου» οι τηλεοπτικές συχνότητες, ανοιχτής διαγωνιστικής διαδικασίας. Ωστόσο ζητούμενο στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να αποτελεί όχι μόνο η εισροή εσόδων στα δημόσια ταμεία από τα ποσά που θα καταβάλουν όσοι πλειοδοτήσουν για τις νέες άδειες, αλλά και η θωράκιση του δημόσιου βίου απέναντι σε ποικίλους κινδύνους οι οποίοι προκύπτουν λόγω του μεγάλου επηρεασμού της κοινής γνώμης από την τηλεόραση. Συνεπώς χρειάζεται να διασφαλιστεί ότι δεν θα διεισδύσουν στο τηλεοπτικό τοπίο πρόσωπα ή επιχειρήσεις συνδεόμενα με το οργανωμένο έγκλημα, οικονομικό και όχι μόνο. Δεν είναι ούτε αριστερό ούτε προοδευτικό να εξαρτάται η καθοριστική συμμετοχή προσώπων στο τηλεοπτικό τοπίο μόνο από οικονομικά κριτήρια και να αγνοούνται οι ποινικές εκκρεμότητες ή και οι ποινικές καταδίκες. Η ισχύουσα νομοθεσία είναι ατελής και ανεπαρκής σε ό, τι αφορά τα κωλύματα συμμετοχής στη διοίκηση και ιδιοκτησία τηλεοπτικών σταθμών. Χρειάζεται συμπλήρωσή της με τη θέσπιση ενός προσωρινού περιορισμού (αναστολή των δικαιωμάτων του μετόχου ή μέλους του Δ.Σ. τηλεοπτικής επιχείρησης-φορέα άδειας μετά την άσκηση σε βάρος του ποινικής δίωξης για αδικήματα του άρθρου 6 ν. 4339/2015) και ενός οριστικού (έκπτωση μέλους Δ.Σ. και υποχρέωση μεταβίβασης μετοχών ύστερα από αμετάκλητη καταδίκη για τα ίδια αδικήματα).
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ανύπαρκτη
Σε ό, τι αφορά την εξωτερική πολιτική το Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε αναφέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, με προϋπόθεση την πλήρη συμμόρφωση της τελευταίας με το Διεθνές Δίκαιο, τον σεβασμό των αρχών της αρχής καλής γειτονίας, τη διαφύλαξη των δημοκρατικών δικαιωμάτων, καθώς και την τήρηση των διεθνών και ευρωπαϊκών υποχρεώσεων όσον αφορά τα μειονοτικά και θρησκευτικά δικαιώματα όλων των Τούρκων πολιτών. Στην πραγματικότητα όμως τίποτε από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Αντίθετα στη γειτονική χώρα υπάρχει ένα ημιαυταρχικό καθεστώς που διολισθαίνει καθημερινά προς έναν ολοένα πιο απροκάλυπτο αυταρχισμό, ενώ παράλληλα απειλεί την Ελλάδα με πόλεμο σε περίπτωση άσκησης από τη χώρα μας του κυριαρχικού δικαιώματός της για επέκταση των χωρικών υδάτων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, συνεχίζει την κατοχή μέρους της Κύπρου, διεξάγει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της κουρδικής μειονότητας στις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας, εισβάλει στο συριακό έδαφος για να εξοντώσει και τους Κούρδους της Συρίας κ.ο.κ. Επομένως η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ανύπαρκτη, επειδή την απορρίπτει το ίδιο το τουρκικό καθεστώς και δεν ωφελεί σε τίποτα να συντηρούμε αυταπάτες σχετικά με το ζήτημα αυτό.
Η πίστωση χρόνου δεν είναι απεριόριστη
Συμπερασματικά, στην πορεία και τη λειτουργία τόσο του κόμματος όσο και της κυβέρνησης παρατηρούνται σοβαρές στρεβλώσεις. Αν αυτές δεν διορθωθούν είναι ορατός ο κίνδυνος παλινόρθωσης του παραδοσιακού φαύλου πελατειακού-οικογενειοκρατικού συστήματος εξουσίας και βύθισης της χώρας και της κοινωνίας σε μια ακόμη βιαιότερη πτωχοποίηση, ενώ σε ένα πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα διαφαίνεται υπαρξιακό ζήτημα συνολικά για τον ελληνισμό. Η πίστωση χρόνου που έδωσε τον Σεπτέμβριο του 2015 στον ΣΥΡΙΖΑ ο ελληνικός λαός υπάρχει ακόμα, αλλά δεν είναι απεριόριστη.