Ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου θα αναβιώσει την 16η Ιανουαρίου 2010 υπόθεση τραπεζικού σκανδάλου που εκτυλίχθηκε στην Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου στην Ρόδο.
Πιο συγκεκριμένα με την υπ’ αρίθμ. 1254/24-06-2019 απόφαση του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η υπ’ αρίθμ. 107/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, με την οποία έχει κριθεί ένοχη, για άμεση συνέργεια σε απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που τελέστηκε από πρώην διευθυντή του ίδιου υποκαταστήματος, ο οποίος έχει στο μεταξύ αποβιώσει, μια τραπεζική υπάλληλος.
Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου εκδόθηκε μετά από επανάληψη της δίκης κατόπιν άλλης αναίρεσης προηγούμενης καταδικαστικής.
Στην κατηγορούμενη είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 4 ετών με 3ετή αναστολή, ενώ της αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό.
Το Πενταμελές Εφετείο και στην δίκη που ακολούθησε διατήρησε την πρωτόδικη ποινή που της είχε επιβληθεί και πλέον θα επανεξετάσει την υπόθεση συνολικά.
Η ίδια και ο πρώην διευθυντής φέρονται συγκεκριμένα στη Pόδο την 30ή Αυγούστου 2003 να έπεισαν επιχειρηματία, που δραστηριοποιείται στη Μεσαιωνική Πόλη, να υπογράψει με τη Λαϊκή Tράπεζα σύμβαση πώλησης και επαναγοράς τίτλων του Eλληνικού Δημοσίου (repos) ονομαστικής αξίας 422.375 ευρώ με ημερομηνία πώλησης την 31η Αυγούστου 2004 και συμφωνηθείσα τιμή 498.402 ευρώ. Δικαιούχοι των repos ήταν ο επιχειρηματίας και η σύζυγός του.
Φέρονται ειδικότερα να παρέστησαν στους ανωτέρω, ψευδώς, ότι επρόκειτο για σύμβαση με την τράπεζα και έκαναν χρήση πλαστών εγγράφων, όμοιων με τα χρησιμοποιούμενα από την τράπεζα, χωρίς η τράπεζα να γνωρίζει για τη σύναψή τους.
Το θύμα φέρεται να κατέβαλε το ποσό των 422.375 ευρώ και όταν εμφανίσθηκε στο κατάστημα Pόδου της Λαϊκής Tράπεζας, την 31η Αυγούστου 2004, για να ζητήσει την επαναγορά των τίτλων, η τράπεζα διαπίστωσε την απάτη και αναγκάσθηκε να τους αποζημιώσει.
Η ίδια απολογούμενη αρνήθηκε τα όσα της αποδίδονται, επισημαίνοντας ότι αποκλειστική ευθύνη για την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά φέρει ο πρώην διευθυντής, που είχε το γενικό πρόσταγμα για όλες τις συναλλαγές του επιχειρηματία με την τράπεζα και ότι η ίδια, όπως κι άλλοι υπάλληλοι, εκτελούσαν τις εντολές του.
Ως συνήγορος υπεράσπισής της παρίσταται ο δικηγόρος κ. Σάββας Παυλίδης.