Ο δικηγόρος της πόλης μας, Γαβριήλ Χαρίτος, τα τελευταία χρόνια ακολουθεί μία εντυπωσιακή πορεία στον ακαδημαϊκό χώρο των διεθνών σχέσεων, έχοντας ενταχθεί ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο επιστημονικό δυναμικό του Ινστιτούτου Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν, ενός από τα παλαιότερα και σημαντικότερα ερευνητικά πανεπιστημιακά κέντρα του Ισραήλ, με κύριο αντικείμενο την αρχειακή ιστορική έρευνα.
Το δεύτερο κατά σειρά βιβλίο του «Κύπρος, το Γειτονικό Νησί – Το Κυπριακό μέσα από τα Κρατικά Αρχεία του Ισραήλ, 1946-1960», που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Παπαζήση απέδειξε πόσο αποδοτική υπήρξε η ερευνητική του πορεία, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής, στα Αρχεία του Ισραηλινού Κράτους, στα Κρατικά Αρχεία της Κύπρου, ως επίσης και στο ιστορικό αρχείο που εδρεύει στην Κερύνεια και τελεί υπό τον έλεγχο του τουρκικού κατοχικού καθεστώτος – καθιστώντας τον κ. Χαρίτο τον πρώτο ακαδημαϊκό ερευνητή από την Ελλάδα, που απέκτησε πρόσβαση σε αυτήν την πηγή. «Το Γειτονικό Νησί» εξαντλήθηκε και αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα η δεύτερη συμπληρωμένη έκδοσή του.
Την τελευταία τριετία οι αναλύσεις του κερδίζουν την προσοχή των ελληνικών και κυπριακών ΜΜΕ, καλύπτοντας την τρέχουσα επικαιρότητα της Ανατολικής Μεσογείου, και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το Ισραήλ και τις σχέσεις του με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Τους τελευταίους μήνες, η Ανατολική Μεσόγειος και τα τεκταινόμενα με την Τουρκία στην περιοχή μονοπωλούν το ενδιαφέρον της επικαιρότητας.
Η «δ» είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί του για τις τρέχουσες εξελίξεις στην περιοχή μας.
• Κύριε Χαρίτο, πρόσφατα η Τουρκία και η κυβέρνησης της Λιβύης υπέγραψαν ένα μνημόνιο συνεργασίας, με το οποίο αμφισβητούνται κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στα νότια της Κρήτης. Ήταν αναμενόμενη μια τέτοια εξέλιξη;
Ήταν αναμενόμενη και εκτιμώ ότι υπήρχαν οι ευκαιρίες να αποφευχθεί. Η παρουσία της Τουρκίας στον λιβυκό εμφύλιο εκδηλώθηκε σχετικά νωρίς. Όταν είχε τεθεί το ζήτημα στην Ευρώπη και διεθνώς, ποια από τις κυβερνήσεις της Λιβύης θα έπρεπε να αναγνωρισθεί, η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να απαιτήσει σαφείς εγγυήσεις, ότι η Τρίπολη δεν θα αμφισβητούσε τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα νοτίως της Κρήτης. Άγνωστο γιατί, κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη. Έτσι, η διεθνής κοινότητα, και ειδικότερα οι κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας, που αποκτούσαν ρόλο στα τεκταινόμενα, επέδειξαν ανοχή στην εξάπλωση της τουρκικής επιρροής, θεωρώντας ότι δεν απειλούνται τα δικά τους συμφέροντα στη χώρα. Μπορεί πράγματι τα ιταλικά και γαλλικά συμφέροντα να μην απειλούνταν τότε από την Τουρκία – κάτι που αποδεικνύεται σήμερα, μιας και Παρίσι και Ρώμη συνεχίζουν να έχουν λόγο στην έκβαση του εμφυλίου . Η Ελλάδα όμως, η οποία εκ των πραγμάτων δεν ήταν ποτέ δυνατόν να εμπλακεί ενεργά σε αυτόν, θα έπρεπε να είχε φροντίσει να μην νιώσει τις επιπτώσεις του. Δυστυχώς, ήταν ζήτημα χρόνου η Άγκυρα να ζητήσει ανταλλάγματα από την Τρίπολη για τη στρατιωτική βοήθεια που της παρείχε.
Είχα επισημάνει το ενδεχόμενο μίας τουρκολιβυκής σύμπραξης που θα στόχευε κατά των ελληνικών συμφερόντων, σε ανάλυσή μου που δημοσιεύθηκε ακριβώς έναν χρόνο πριν, τον Νοέμβριο του 2018, στην ελληνική ηλεκτρονική έκδοση της επιθεώρησης Foreign Affairs. Η ανάλυση εκείνη δημοσιεύθηκε με την ευκαιρία της επανεμφάνισης του Ισραήλ στην Υποσαχάρια Αφρική, και συγκεκριμένα στο Τσαντ, που συνορεύει με την νότια Λιβύη, ελέγχοντας τρόπον τινα το ‘μαλακό της υπογάστριο’. Η ανάλυση προέτρεπε την Ελλάδα να διευρύνει γεωγραφικά την τριμερή συνεργασία με το Ισραήλ, ούτως ώστε ο ελληνικός παράγοντας να αποκτήσει παρουσία στην αφρικανική ήπειρο ποικιλοτρόπως, σε συντονισμό με τους Ισραηλινούς. Το Ισραήλ έχει παρελθόν στην εφαρμογή αναπτυξιακών πρότζεκτ στην Αφρική, τα οποία πιθανότατα θα είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ, εάν δεν προέκυπτε εν τω μεταξύ το τωρινό μετεκλογικό του αδιέξοδο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ήταν κάποτε παρούσα στην Υποσαχάρια Αφρική, είτε μέσω της ελληνικής ομογένειας στις δεκαετίες του 1950 και 1960, είτε με οικονομικές συμφωνίες που είχε συνάψει η Ελλάδα με εκείνες τις χώρες στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από το 1990 και μετά η Ελλάδα θεώρησε ότι δεν έχει νόημα να διατηρεί την όποια λιγοστή της παρουσία εκεί. Πέρσι λοιπόν, εάν η Αθήνα είχε αντιληφθεί ποια σημασία θα είχε για εκείνην η επανεμφάνιση του Ισραήλ στο Τσαντ, θα μπορούσε να κινηθεί με συστηματικότητα και να χαρτογραφήσει επακριβώς την τρέχουσα κατάσταση στην γειτονική Λιβύη. Εάν το έπραττε, θα είχε την δυνατότητα να προβλέψει τι είδους ανταλλάγματα θα ζητούσε η Άγκυρα από τη ‘στρυμωγμένη’ κυβέρνηση της Τρίπολης. Εάν παρακολουθούσε τις εξελίξεις με την δέουσα προσοχή, θα μπορούσε να προσφέρει στην λιβυκή κυβέρνηση εναλλακτικές και από ‘αντίπαλος’ της Ελλάδας, θα την έκανε ‘φίλη’ της. Τώρα δυστυχώς, φτάσαμε στο σημείο να απελαθεί ο Λίβυος πρέσβης από την Αθήνα και η ελληνική πλευρά, χωρίς να έχει στα χέρια της κάποιο ουσιώδη μοχλό πίεσης, ελπίζει ότι η κυβέρνηση της Τρίπολης θα πέσει, κάπως και κάποτε.
• Προφανώς, η Αφρική θεωρείται μακρινή για μας.
Κοιτάξτε, ακόμα και η Κύπρος, κάποτε ήταν μακριά για μας. Πριν το 2010, και η Ανατολική Μεσόγειος ήταν ‘μακριά’ για μας. Εμφανίσθηκε όμως το φυσικό αέριο και η Γεωγραφία μάς επανέφερε στην πραγματικότητα. Οι λιβυκές ακτές απέχουν το πολύ μία ώρα με το αεροπλάνο από τις τουριστικές μονάδες της νότιας Κρήτης. Και μιας και με ρωτάτε για την Αφρική, να σας υπενθυμίσω ότι επί διακυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου είχαν γίνει φιλότιμες προσπάθειες να αναπτύξει η Ελλάδα ‘χαμηλή ισχύ’ σε αναπτυσσόμενες χώρες. Συστάθηκε τότε η Hellenic Aid με τις καλύτερες προθέσεις, θέλω να πιστεύω. Τελικά διακινήθηκαν υπέρογκα κονδύλια σε ανύπαρκτες ΜΚΟ, ύστερα ήρθε η οικονομική κρίση και τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Τώρα θα πρέπει να αναπληρωθεί ο χαμένος χρόνος. Η λεγόμενη ‘χαμηλή ισχύς’ είναι ο πρόδρομος της ισχυρής πολιτικής επιρροής. Η Τουρκία και το Ισραήλ το γνωρίζουν αυτό καλά: Το Ισραήλ από τα τέλη της δεκαετίες του 1950, η Τουρκία τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου. Ας παραδειγματισθούμε.
• Ποιες είναι οι προοπτικές των σχέσεων της Ελλάδας με τους υπόλοιπους παίκτες της Ανατολικής Μεσογείου;
Από το 2010 και εντεύθεν, η Ελλάδα αποφάσισε να δώσει το παρών στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αντίθεση με τις επικρίσεις που ακούγονται τελευταία, θεωρώ ότι ο θεσμός των τριμερών συνεργασιών είναι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στην ελληνική διπλωματία τα τελευταία χρόνια. Αποτελούν ένα εργαλείο εξαιρετικό. Αλλά για να αποδώσουν, πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρον. Θα προσπαθήσω να απαντήσω συνοπτικά στο ερώτημά σας για καθέναν από τους σημαντικότερους περιφερειακούς παίκτες.
Εκτιμώ ότι πρέπει να αξιοποιηθεί περαιτέρω η σχέση με το Ισραήλ κατά τρόπο αμφίδρομο, με την Ελλάδα να θέτει αιτήματα σαφή στον ενεργειακό και στον διπλωματικό τομέα. Μέχρι στιγμής, το Ισραήλ προβάλει αιτήματα, που ικανοποιούνται. Δημιουργείται μία, προφανώς λανθασμένη, εντύπωση, ότι τα αιτήματα της Ελλάδας δεν εκφράζονται με σαφήνεια. Και το Ισραήλ πάντοτε θα αποτελεί ένα σημαντικό κανάλι επικοινωνίας με την Ουάσινγκτον, ακόμα και μετά τον Τραμπ.
Η Αίγυπτος πιθανόν να κληθεί να δώσει τις απαραίτητες εγγυήσεις, ότι Ελλάδα και Κύπρος θα καταστούν ενιαίος και αναντικατάστατος ενεργειακός δίαυλος, ανεξαρτήτως της κατασκευής ή μη του EastMed. Προς το παρόν, η καρδιά της ενεργειακής ασφάλειας της περιοχής κτυπά στο Κάιρο. Γεννάται η απορία μήπως τελικά αυτή η τεράστια ευθύνη θα ήταν σκόπιμο να κατανεμηθεί.
Ο Λίβανος είναι σκόπιμο να πεισθεί ότι η ενεργειακή του σύμπλευση με τον ελληνικό παράγοντα και τις γενικότερες ενεργειακές ισορροπίες θα του προσδώσουν οικονομική ασφάλεια και πολιτική σταθερότητα. Διαφορετικά, κινδυνεύει να παρασυρθεί σε μια σχέση υπέρμετρης εξάρτησης με την Τουρκία, κάτι που ενδέχεται να διαταράξει το ευαίσθητο εθνοτικό του ψηφιδωτό.
Είναι αναγκαίο η Ελλάδα να ενισχύσει την παρουσία της στην παλαιστινιακή κοινωνία, τόσο στην Δυτική Όχθη, όσο και στη Γάζα. Οι ισορροπημένες σχέσεις που έχουν τώρα η Ελλάδα και η Κύπρος με το Ισραήλ, σε συνάρτηση πάντα με τις δεκαετίες αλληλεγγύης που επέδειξαν προς τον παλαιστινιακό αγώνα για αυτοδιάθεση, καθιστούν την χώρα μας ως τον πλέον τίμιο μεσολαβητή. Το ερώτημα είναι εάν η Ελλάδα προτίθεται να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο.
Θεωρώ πως είναι καιρός, Ελλάδα και Κύπρος να αναπτύξουν ευθείς διαύλους επικοινωνίας με το καθεστώς Άσαντ. Όλα δείχνουν ότι ο Πρόεδρος Άσαντ θα επικρατήσει στην μετεμφυλιακή Συρία. Κι αν όχι σε όλη, τότε σίγουρα στις μεσογειακές της ακτές. Πέραν του ότι θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο το Κυπριακό, θα είναι πραγματικά ανεπίτρεπτο για την ελληνική διπλωματία να αφήσει να επαναληφθεί το θλιβερό προηγούμενο της τουρκολιβυκής συμφωνίας, αυτή τη φορά μάλιστα στα ανοιχτά της Καρπασίας – και πιθανότατα, με ρωσική ανοχή.