Δεν αρκούν τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων που ανακοινώθηκαν για τον Ιανουάριο, ώστε να αποτρέψουν πιθανά λουκέτα στην αγορά και ειδικά στην εστίαση, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μέτρα αυτά είναι άκρως στοχευμένα και έχουν μπει στο δημοσιονομικό “ζύγι”. Είναι ενδεικτικό ότι με επίδομα 320 ευρώ (για 18 ημέρες) θα αποζημιωθούν οι εργαζόμενοι σε πολλές επιχειρήσεις (τουρισμός, τροφοδοσίες κτλ) που μπαίνουν στην «περίμετρο προστασίας» από τις 14/1 με την αναστολή εργασίας.
Ουσιαστικά, στους κλάδους που ενισχύονται υπάρχουν αυστηρά κριτήρια και διαβαθμίσεις σε ποσοστά επί του απασχολούμενου προσωπικού αλλά και της περιόδου αποζημίωσης σε σχέση με την ένταξη στο μέτρο των αναστολών. Ειδικότερα προκρίθηκε επέκταση των προσωρινών αναστολών εργασίας εργαζομένων με αποζημίωση ειδικού σκοπού σε επιπλέον κλάδους, με οριοθέτηση ποσοστού επί του απασχολούμενου προσωπικού που δύναται να τίθεται σε αναστολή.
Η αγορά
«Σχετικά με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για την στήριξη των επιχειρήσεων που πλήττονται από τους περιορισμούς για την ανάσχεση της πανδημίας, οφείλω να πω ότι περιμέναμε κάτι καλύτερο. Σε λίγο κλείνουμε δύο χρόνια από την στιγμή που ο κορονοϊός άλλαξε τη ζωή μας. Και δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα απαλλαγούμε από αυτόν τον εφιάλτη. Οι επιχειρήσεις της χώρας –κυρίως οι μικρομεσαίες- έχουν πληγεί βάναυσα ενώ σημαντικοί κλάδοι της οικονομίας μας βρίσκονται ένα βήμα πριν από την καταστροφή. Δεν είναι λοιπόν μόνο ο Ιανουάριος ο δύσκολος μήνας για το επιχειρείν. Έχει προηγηθεί ένα μεγάλο διάστημα που μας έφερε πολύ πίσω. Θέση της ΚΕΕΕ είναι ότι με αυτά τα μέτρα όντως δίνεται μία στήριξη σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες, όμως δεν είναι αρκετή για να ξεπεράσει το επιχειρείν τον σκόπελο που βρίσκεται μπροστά του» ανέφερε ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και επανέφερε μια σειρά από προτάσεις:
Προτάσεις
«Θα μπορούσε για παράδειγμα να υπάρξει απαλλαγή ή μία σημαντική επιδότηση ενοικίου για τον κλάδο της εστίασης, καθώς πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό κόστος. Ή η μετατροπή των επιστρεπτέων προκαταβολών σε μη επιστρεπτέες και ένα σωρό άλλα μέτρα που θα ενίσχυαν τις επιχειρήσεις στη μάχη της επιβίωσης που δίνουν όλο αυτό το διάστημα.
Μην ξεχνάμε ότι έχουν να αντιμετωπίσουν και το κύμα των ανατιμήσεων, το οποίο θα μας ταλαιπωρήσει για αρκετούς μήνες, ίσως και για όλο το 2022. Ο Πρωθυπουργός απέρριψε την πρόταση για μείωση του ΦΠΑ σε μία σειρά προϊόντων, αναγκαίων για το καλάθι της νοικοκυράς. Εκτιμώ ότι η κυβέρνηση πρέπει να ξαναδεί το θέμα του ενεργειακού κόστους, επιδοτώντας κατά 75% το ποσοστό της αύξησης, γιατί με όσα ισχύουν σήμερα οι επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να αποπληρώσουν τις ήδη «φορτωμένες» υποχρεώσεις τους. Και βέβαια να προχωρήσει στην υλοποίηση της πρότασης μας για αύξηση των δόσεων από τις 72 στις 120 για τις πληττόμενες επιχειρήσεις. Γιατί όσο είναι σε λειτουργία θα μπορούν να ενισχύουν τα κρατικά έσοδα. Αν όμως υποχρεωθούν να κλείσουν, τότε χάνονται και αυτά τα λίγα που θα έδιναν κάθε μήνα.
Είναι προς το συμφέρον όλων μας, της κυβέρνησης, της κοινωνίας, της οικονομίας, να παραμείνουν ανοιχτές όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις. Κάτι που μετα σημερινά δεδομένα φαντάζει δύσκολο» κατέληξε ο κ Χατζηθεοδοσίου.
Ειδικά για τον κατώτατο μισθό τόνισε: «Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα και να δούμε κατά πόσο αυτή η αύξηση του κατώτατου δεν θα φέρει το επιχειρείν σε πιο δύσκολη θέση, θα πρέπει να δούμε τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους καθώς και την κατάργηση των μνημονιακών νόμων που απειλούν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων».
ΠΟΕΣΕ: Ημίμετρα τα μέτρα της κυβέρνησης για την εστίαση
Δριμύτατη κριτική ασκεί και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εστιατορικών & Συναφών Επαγγελμάτων (Π.Ο.Ε.Σ.Ε.), αναφορικά με τα όσα ανακοίνωσε η κυβέρνηση.
«Ο Κλάδος της εστίασης και συναφών επαγγελμάτων μετρά λουκέτα και αναστολές λειτουργίας των επιχειρήσεων του, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση ανακοινώνει μέτρα βραχυχρόνιας διάρκειας -έως το τέλος Ιανουαρίου- λες και η πανδημία και τα προβλήματα, που έχει δημιουργήσει στις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους της, φτάνουν στο τέλος τους.
Στα “νέα μέτρα” μάλιστα εντάσσει ακόμα και παρεμβάσεις που ήδη έχουν ανακοινωθεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο παρουσιάζοντας τα ως καινούργια όπως το “Ειδικό πρόγραμμα ενίσχυσης επιχειρήσεων επιλεγμένων κλάδων που πλήττονται σημαντικά, από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων”.
Δυστυχώς για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση καθυστερεί αφήνοντας ολομόναχες τις επιχειρήσεις της Εστίασης, ξεχνώντας τις υποσχέσεις της ότι κανένας δεν θα αντιμετωπίσει μόνος την κρίση που έφερε η πανδημία.
Ως ΠΟΕΣΕ θεωρούμε ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν κάθε άλλο παρά γενναιόδωρα είναι και απαιτούμε από την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα την κατάσταση προχωρώντας σε παρεμβάσεις, που ο χρονικός τους ορίζοντας θα είναι αυτός που απαιτείται, για να ανακόψει το κύμα των λουκέτων που έρχεται και τις χαμένες θέσεις εργασίας που θα φέρει, σε έναν κλάδο που αποτελεί από τους μεγαλύτερους εργοδότες της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Δεν ζητάμε διακριτική μεταχείριση. Την επιβίωση των επιχειρήσεων μας και των εργαζόμενων σ’ αυτές απαιτούμε από την Κυβέρνηση, γιατί ο κλάδος της εστίασης ήταν και παραμένει εκείνος που πληρώνει το μεγαλύτερο τίμημα στην πανδημία που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Οι αντοχές όλων μας δυστυχώς έχουν εξαντληθεί εδώ και καιρό και τα ημίμετρα της κυβέρνησης μόνο λύσεις δεν δίνουν» ανέφερε η ΠΟΕΣΕ.
Αντιπολίτευση
Στο μεταξύ ένα μίγμα που περιλαμβάνει στοχευμένη ελάφρυνση φόρων, έλεγχος κερδοσκοπίας, ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους, αύξηση μισθών, ανακατανομή των βαρών είναι η λύση σύμφωνα με την Αξιωματική Αντιπολίτευση.
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού που προανήγγειλε η κυβέρνηση δεν απαντά ουσιαστικά στην ακρίβεια και στις ανατιμήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Χρειάζεται μαζί με την αύξηση των μισθών να ακολουθηθούν συνδυαστικά μέτρα και πολιτικές οι οποίες να ευνοούν τις ομάδες που θίχονται από την υγειονομική κρίση και να επιβαρύνουν τις κοινωνικές ομάδες που ωφελούνται από αυτήν. Απαιτούνται πολιτικές ανακατανομής οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα από αυτές που ακολουθεί η κυβέρνηση τα τελευταία δυόμιση χρόνια», είπε Στο Κόκκινο και στον Νίκο Ξυδάκη, ο οικονομολόγος και πρώην Υπουργός Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης.
Τέσσερις άξονες
«Διεθνώς συζητιούνται τέσσερις κατηγορίες παρεμβάσεων προκειμένου να αναχαιτίσουν το κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων στα βασικά καταναλωτικά αγαθά. Πρώτο μέτρο είναι η ελάφρυνση των φόρων που αφορούν στην ενέργεια, τις μεταφορές και τα τρόφιμα. Δεύτερο έκτακτο μέτρο είναι να υπάρξουν παρεμβάσεις στη ρύθμιση των αγορών προκειμένου να αποτραπούν κερδοσκοπικές συμπεριφορές. Το κάνει η Γαλλία. Τρίτο μέτρο είναι η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους στους τομείς που έχουν πληγεί από την υγειονομική κρίση. Χρειάζεται να εντοπιστούν οι επιχειρήσεις που έχουν πληγεί και με συγκεκριμένα μέτρα που αφορούν τον τραπεζικό δανεισμό, τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις και άλλους τομείς που τις πιέζουν, να ρυθμιστούν προκειμένου να μην υπάρχει απώλεια επιχειρήσεων και θέσεων απασχόλησης. Τέταρτο μέτρο, το οποίο είναι πιο ουσιαστικό αλλά και περίπλοκο, είναι η ενίσχυση της απασχόλησης και των μισθών όπως και αναδιανομή και ανακατανομή των φορολογικών βαρών.
Η κρίση της Covid εκτόξευσε τις ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Διαπιστώνεται παγκόσμια ότι οι τιμές των μετοχών και των ακινήτων εκτοξεύθηκαν με αποτέλεσμα λόγω και του περιορισμού της κατανάλωσης οι αποταμιεύσεις των πλουσίων να αυξάνονται μέσα στην κρίση, σε αντίθεση με τα φτωχότερα νοικοκυριά που πιέζονται όλο και περισσότερο. Συνεπώς, απαιτείται να υπάρξει διόρθωση των άμεσων επιπτώσεων της κρίσης στα νοικοκυριά και ανακατανομή των φορολογικών βαρών τέτοια που να ευνοεί τις ομάδες που θίχτηκαν και να επιβαρύνει τις κοινωνικές ομάδες που ωφελήθηκαν από την κρίση.
Αυτό το πλέγμα μέτρων είναι αναγκαίο να ακολουθηθεί για να γίνει δυνατή η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων και της ακρίβειας που ταλανίζει τη χώρα μας, με τις λιγότερες επιπτώσεις για την πλειοψηφία των πολιτών. Πρόκειται για μέτρα που βρίσκονται στον αντίποδα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό στα τελευταία δυομιση χρόνια είναι η συστηματική μείωση των φόρων για τις πλουσιότερες κοινωνικές ομάδες. Η μείωση των φόρων στις πλουσιότερες ομάδες έχει δημοσιονομική επίπτωση της τάξης 1% του ΑΕΠ, κοντά στα 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ, όπου μαζί με την πολιτική στα εργασιακά, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις ΣΔΙΤ σε Υγεία και Δημόσια Έργα, βρίσκονται στον αντίποδα αυτών που έπρεπε να γίνουν για να αντιμετωπιστούν η ακρίβεια και οι πληθωριστικές πιέσεις».
Γιώργος Αλεξάκης
Πηγή: Reporter.gr