Το νησί Καστελλόριζο (Μεγίστη), καίτοι μπορεί να λεχθεί ότι δεν εντάσσεται στο χώρο του Αιγαίου, αλλά στη Μεσόγειο, από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν ελληνικό νησί. Οι κάτοικοί του διατήρησαν την ελληνική γλώσσα αυτών που πρώτοι κατοίκησαν το νησί, όπως μαρτυρούν οι μέχρι σήμερα σωζόμενες εκεί προχριστιανικές επιγραφές (Βλέπε: Boeckius, Corpus Inscriptiorum Graecarum,1853,Vol.III,part XXII, N.4301, p, 157, n. 4301 add. p. 1135 b.add,p. 1135 n.4301d.p. 1135. Επίσης εκθέματα Μουσείου Καστελλορίζου υπ’ αριθ. VIII 3,VIII 10, VIII 15 και VIII 34).
Χαρακτηριστική η επιγραφή στο Παλαιόκαστρο (The Epikratidas inscription, Epigraphy B I.2) : «Αγέσιος Ιέρωνος Επιστατήσας και τοι συστρατευσάμενοι Αφροδίτ(αι)», αλλά και άλλες επιγραφές με διαφορετικά ελληνικά ονόματα επιστατών. (Norman G. Ashton: The ANCIENT MEGISTI, The forgotten Kastellorizo).
Το τοπωνύμιο των κατοίκων της Δωρικής Μεγίστης διασώζεται χαραγμένο σε δύο αναθηματικές επιγραφές: ΔΙΟΣ ΜΕΓΙΣΤΕΩΣ ΑΚΡΑ και ΑΠΟΛΛΩΝΙ ΜΕΓΙΣΤΕΙ.
Το όνομα Μεγίστη οι Άραβες το είπαν Μαγιάς και οι Τούρκοι Μεϊς. Την ονομασία Καστελλόριζο έλαβε κατά τα τέλη του 14ου αιώνα, από το φρούριο το οποίο έκτισε ο 8ος Μάγιστρος των Ροδίων Ιπποτών (Ιωαννιτών) Ναγιάκ (1396-1421), πάνω στον ερυθρωπό βράχο του λιμανιού (Kastello Rosso).
To1913, στην περιοχή «Αυλωνιά», βρέθηκε στο εσωτερικό σαρκοφάγου χρυσό στεφάνι Μυκηναϊκής εποχής, το οποίο δωρήθηκε από την Κοινότητα Καστελλορίζου στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Επίσης στη Χώρα
Καστελλορίζου υπάρχει και αρχαίος τάφος, γνωστός με το όνομα «Λυκιακός τάφος». Πρόκειται για ναόσχημο τάφο, ο οποίος χρονολογείται στο τέλος του 5ου-αρχές 4ου π.Χ. αι. Είναι λαξευμένος σε βράχο, σε ένα ύψος 12 μ., έχει δωρική πρόσοψη και στον ορθογώνιο θάλαμό του ευρίσκονται 4 θέσεις για ισάριθμους νεκρούς. Είναι άριστα διατηρημένος. Επειδή παρόμοιοι τάφοι έχουν ευρεθεί πολλοί στην αντικρυνή Λυκία, γι’ αυτό ονομάστηκε Λυκιακός ή Λύκιος τάφος.
Στην περίοδο ακμής του Καστελλορίζου, στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν είχε πραγματοποιηθεί το αδιαχώρητο στο νησί, πολλοί πέρασαν στην απέναντι Μικρασιατική ακτή και έκτισαν τις λεγόμενες «αποικίες» του Καστελλορίζου. Τα χωριά αυτά ήταν η Μάκρη, το Καλαμάκι, ο Αντίφελλος, η Τρίστομη, τα Μύρα, τα Κέκοβα, ο Φοίνικας, το Λιβίσι και τα Πάταρα. Οι κάτοικοι όλων αυτών ήταν κατά μεγάλη πλειοψηφία Καστελλοριζιοί μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή.
Να επισημανθεί ότι το Καστελλόριζο είχε Μητρόπολη, είχε Ιερατική Σχολή ( πριν γίνει η Ιερατική Σχολή της Πάτμου και η Ιερατική Σχολή της Χάλκης στην Προποντίδα) και είχε 5 μεγάλες εκκλησίες με Ενορίες (που έβγαζαν 5 Επιταφίους), καθώς και 19 άλλα εξωκλήσια!
Στο Μητροπολιτικό Ναό Κωνσταντίνου και Ελένης, που είναι οι πολιούχοι άγιοι του νησιού, βλέπουμε και θαυμάζουμε τους περίφημους 12 μονολιθικούς γρανιτένιους κίονες, οι οποίοι στηρίζουν την οροφή. Αυτούς τους μετέφεραν με «σχεδίες» οι Καστελλοριζιοί από τον αρχαίο ναό του Απόλλωνα στα Πάταρα της Λυκίας! Ο ναός αυτός του Απόλλωνος του Παταρέως μετετράπη σε ναό του Αγίου Νικολάου. Κάθε έτος στις 6 Δεκεμβρίου, συγκεντρώνει πλήθος πιστών και λειτουργείται, χοροστατούντος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης κτίστηκε στη θέση παλαιοτέρας χριστιανικής βασιλικής. Κατά την παράδοση, η Αγία Ελένη, περνώντας από τη Μεγίστη για να βρει τον Τίμιο Σταυρό των χριστιανών, ταλαιπωρήθηκε από κακοκαιρία στο νησί. Έκτισε τότε μία εκκλησία, ικετεύοντας για ούριο άνεμο. Αργότερα αυτό το εκκλησάκι πήρε το όνομα της αγίας Ελένης και ακολούθως, όταν έγινε μεγαλύτερο, τιμήθηκαν τα ονόματα και των δύο, Κωνσταντίνου και Ελένης.
Δείγματα της ευημερίας του νησιού εκείνη την περίοδο είναι η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η λειτουργία των εξής εκπαιδευτικών ιδρυμάτων: Της Σαντραπείας Αστικής Σχολής με 8 δασκάλους και 480 μαθητές του Παρθεναγωγίου με 7 δασκάλες και 400 μαθήτριες, και του Νηπιαγωγείου, στο οποίο φοιτούσαν 100 νήπια.
Στοιχεία που μαρτυρούν για την ελληνικότητα του νησιού, εκτός από τις αρχαίες επιγραφές, έχουμε τις μαρτυρίες των περιηγητών, για τα πολύ παλιά χρόνια και των στατιστικών απογραφής του πληθυσμού, για τα νεότερα.
Το 1396 καταγράφονται στο νησί 65 οικογένειες Ελλήνων. Το 1593 και το 1595 καταγράφονται ως κάτοικοι του νησιού: «Λίγοι πτωχοί Έλληνες» ! Το 1621: «Ελάχιστοι Τούρκοι, η πλειονότητα Έλληνες χριστιανοί» (L.Deshayers de Cormenin). Το 1631: «Κατοικείται από Έλληνες» (Stochove). Tο1659: « Το κάστρο έχει 1000 σπίτια» (Brusoni). Το1688: « Η πόλη έχει 1000 σπίτια. Οι κάτοικοι Έλληνες» (Q. Dapper). Πριν το 1821: 2500 κάτοικοι (Υπόμνημα Καποδίστρια). Το 1825: «Υπάρχει φρουρά 200 τούρκων» (J. Emerson).
Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους ο πληθυσμός του νησιού ήταν γύρω στις 7-8 χιλιάδες κάτοικοι, μειώθηκε σε 1154, το 1942 (Ιταλική απογραφή 3-12-1942) και σε765 το 1947, (Απογραφή της Στρατιωτικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου, όπως
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της την18-6-1947,φυλ. 34, σελ. 124). Με την τελευταία απογραφή του 2021 καταγράφηκαν 594 κάτοικοι.
Στην είσοδο του λιμανιού αριστερά, στη θέση που βρισκόταν, σύμφωνα με την παράδοση, η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, βλέπουμε ένα τζαμί. Το τζαμί αυτό λειτούργησε ως ισλαμικό τέμενος 150 χρόνια. Σύμφωνα με μια μελέτη για το νησί που δημοσιεύθηκε το 1911, το Τέμενος αυτό κατασκευάστηκε το 1753 από τον Οσμάν Αγά, ο οποίος είχε μετοικήσει από τη Μ. Ασία. Αναγέρθηκε για τις ανάγκες των υπαλλήλων οθωμανών και της ολιγάριθμης τουρκικής παροικίας του νησιού. Οι τουρκικές οικογένειες είχαν εγκατασταθεί αρχικά στο κέντρο του νησιού, όπου ασχολούνταν σε περιορισμένη κλίμακα με την κτηνοτροφία και με καλλιέργειες τουλάχιστον από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Όμως οι συχνές επιδρομές πειρατών πριν από την ελληνική Επανάσταση, υποχρέωσαν τις οικογένειες αυτές να μετακινηθούν από το κέντρο του οικισμού και να εγκατασταθούν μέσα στα ερείπια του κάστρου και γύρω από αυτό. Στην περιοχή γύρω και κάτω από το κάστρο έγινε μια μικρή μουσουλμανική συνοικία που περιλάμβανε ένα χαμάμ, ένα μικρό νεκροταφείο και ένα σχολείο για την ανέγερση του οποίου ο μεγαλύτερος ευεργέτης του νησιού, ο Λουκάς Σαντραπές, είχε δωρίσει 500 λίρες το1895.
Κατά τον Α΄Π. Πόλεμο η γαλλική φρουρά το χρησιμοποίησε ως Στρατώνα. Υπό τους Ιταλούς αναστηλώθηκε
εσωτερικά και εξωτερικά, ενώ η μοναδική οικογένεια των τούρκων που είχε παραμείνει στο νησί, εξασφάλισε την άδεια να το χρησιμοποιεί ως χώρο ιδιωτικής λατρείας μία φορά κάθε χρόνο.
Κατά τη διάρκεια του Β΄Π. Π., το Καστελλόριζο ίσως είναι το μοναδικό νησί που υπέστη τους πιο ανελέητους βομβαρδισμούς, με αποτέλεσμα, εξ αιτίας αυτών αλλά και της, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, πυρκαϊάς που επακολούθησε , να μεταβληθεί σχεδόν όλη η πόλη σε ερείπια. Με κατεστραμμένο τον οικισμό και το στόλο τους, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν το δρόμο της μετανάστευσης.
Μετά το Β΄ Π.Π. το τζαμί αναστηλώθηκε και έγινε το πρώτο Μουσείο του νησιού. Αργότερα αναπαλαιώθηκε και πάλι από το Ελληνικό Κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση και σήμερα αποτελεί μια διαρκή υπόμνηση της Οθωμανικής εποχής, στο διάβα της ιστορίας του νησιού.
Αναφέρθηκε λεπτομερώς η παρουσία του Τζαμιού και του μουσουλμανικού στοιχείου στο νησί καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής (1522 – 1912), για να καταδειχθεί ότι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι, όλα αυτά τα χρόνια, ήταν μια συμβολική μειοψηφία, καίτοι ήταν οι κατακτητές.
Το 1913 εγκαταλείπουν το νησί οι Τούρκοι και έρχονται οι Γάλλοι. Ο γαλλικός στόλος, μετά από διαπραγματεύσεις με τον Ιωάννη Λακερδή, θα καταλάβει το νησί, το οποίο θα παραχωρηθεί αργότερα (1921) στους Ιταλούς και θα παραμείνει σ’ αυτούς έως τις 3-9-1943. Έκτοτε και μέχρι τις 8-5-1945 έχουμε τη Γερμανική κατοχή. Με την ήττα των Γερμανών στο Β΄.Π.Π., κρατούν την κυριαρχία επί της Δωδεκανήσου οι Άγγλοι, μέχρι τις 3-3-1947, οπότε
απελευθερώθηκαν τα Δωδεκάνησα και ενώθηκαν με την μητέρα πατρίδα.
Έγινε εκτενής αναφορά στις αλλεπάλληλες κατακτήσεις που υπέστη το Καστελλόριζο αλλά και τα άλλα Ελληνικά νησιά. Οι Έλληνες κάτοικοι, από χιλιάδες χρόνια, δεν τα εγκατέλειψαν ποτέ. Ήτανε πάντοτε η απόλυτη ή η συντριπτική πλειοψηφία, ακόμη και κάτω υπό οποιονδήποτε κατακτητή. Ουδέποτε εκμηδενίστηκαν και διατήρησαν τη γλώσσα τους και την εθνική τους συνείδηση από τη γνωστή αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Αυτοί οι κάτοικοι των νησιών, τα οποία ζητάει ως δικά της η Τουρκία, δεν έχουν δικαιώματα; Τους ρώτησε κανείς; Η σημερινή διεθνής κοινωνία δέχεται την υποδούλωση;
Το να στηρίζει έωλες αξιώσεις η Τουρκία στο γεγονός ότι «μια φορά κι έναν καιρό τα είχαμε κατακτήσει και τα κατείχαμε εμείς», δεν ευσταθεί, γιατί «η κατοχή δεν συνιστά ιδιοκτησία» (Δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Με τη λογική αυτή θα αναιρούνταν όλοι οι απελευθερωτικοί αγώνες και θα καταλήγαμε να ζητούν οι Ιταλοί εκτάσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και οι Έλληνες όλη την περιοχή της Τουρκίας, γιατί την είχε κατακτήσει ο Μεγαλέξανδρος!
Πάνω στη θεωρία αυτή προσπάθησε ο δικτάτορας Μουσολίνι να δικαιολογήσει «ιδιοκτησία» και ονόμασε τα Δωδεκάνησα: Isole Italiane del’ Egeo, ξεκινώντας δηλαδή από τη Ρωμαϊκή εποχή, με ένα ενδιάμεσο βηματάκι στους Ιταλούς Σταυροφόρους! (πρβλ. προπαγάνδα του Τετράρχη Governatore (1936-1940) Τσέζαρε Μαρία Ντεβέκκι στα Δωδεκάνησα).
Ένας άλλος ισχυρισμός είναι ότι τα Ελληνικά νησιά κάνουν την Τουρκία να «ασφυκτιά» και ότι έχει ανάγκη «ζωτικού χώρου». Αυτά έλεγε ο άλλος δικτάτορας, ο Χίτλερ, με
το δόγμα του Lebensraum (= ζωτικού χώρου), με το οποίο ζητούσε επέκταση της Γερμανίας στην ανατολικο-κεντρική Ευρώπη. Έτσι, κατάργησε την Κοινωνία των Εθνών, ( η οποία είχε συσταθεί ύστερα από τις εκατόμβες νέων ανθρώπων που χάθηκαν στον Α΄.Π.Π.) και οδήγησε την ανθρωπότητα στο Β΄.Π. Πόλεμο με μεγαλύτερες καταστροφές και θυσίες.
Η παγκόσμια κοινωνία «ξύπνησε» και έφτιαξε τον ΟΗΕ. Όλα τα κράτη του πλανήτη υπέγραψαν ότι ποτέ πια δεν θα προχωρήσουν σε πόλεμο. Και όχι μόνο αυτό. Προβλέφθηκε στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ (άρθρα 1,6), ότι «αν κάποιο κράτος απειλεί με πόλεμο, τότε μπορεί με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας να αποπεμφθεί από τα Ηνωμένα Έθνη. Και αυτό το ξέρουν και το αποδέχθηκαν όλα τα κράτη. Πώς λοιπόν σήμερα απειλεί με πόλεμο η Τουρκία; Μήπως θα πρέπει να εξετασθεί η αποπομπή της από τον ΟΗΕ; Αν δεν εφαρμόζεται ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ και αν αφήνουμε να λέγονται χωρίς «καταδίκη» οι απειλές πολέμου, μήπως στρώνουμε το χαλί να τιναχτεί και ο ΟΗΕ στον αέρα;
Και δεν είναι μόνο οι απειλές. Το 1974, η Τουρκία, επικαλούμενη τη Συμφωνία της Ζυρίχης, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αγγλία ήταν εγγυήτριες χώρες για την ανεξαρτησία της Κύπρου, πραγματοποίησε εισβολή και κατοχή του 40% περίπου της Κύπρου και διατηρεί στρατεύματα κατοχής μέχρι σήμερα. Ο Ο.Η.Ε. εξέδωσε αποφάσεις να φύγουν τα Τουρκικά στρατεύματα από το νησί, τις οποίες όχι μόνο αγνοεί επιδεικτικά η Τουρκία, αλλά:
Αναγνώρισε (μόνη αυτή, χωρίς κανένα άλλο κράτος του πλανήτη) το κατεχόμενο τμήμα του νησιού ως ανεξάρτητο κράτος της « Βόρειας Κύπρου». (Διχοτόμησε το νησί, την ακεραιότητα του οποίου είχε εγγυηθεί).
Δεν αναγνωρίζει τη Σύμβαση του Montego Bay για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ την έχουν αναγνωρίσει σχεδόν όλα τα κράτη του Ο.Η.Ε.
Παρ’ όλα αυτά εφαρμόζει διατάξεις του, όπως π.χ. τα 12 ν.μ. χωρικής θάλασσας (εκτός του Αιγαίου), τις ευθείες γραμμές βάσεως (με αυθαίρετο τρόπο -Ίμβρο, Τένεδο), ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα, την οποία οριοθέτησε με τα παρα-Ευξείνια κράτη σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.
Διατυμπανίζει ότι έχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή, αλλά δεν κάνει αεροναυτικές ασκήσεις σε όλον αυτό τον ελεύθερο χώρο που διαθέτει, μόνο προτιμάει να «ασκείται» στο αιγαίο, παραβιάζοντας τον εναέριο χώρο της Ελλάδας και στέλνει τα πολεμικά της αεροπλάνα να υπερίπτανται πάνω από ελληνικά νησιωτικά εδάφη.
Διαθέτει το μεγαλύτερο στόλο αποβατικών σκαφών.
Προσπαθεί να εξοντώσει τους Κούρδους (αυτό το ταλαίπωρο Έθνος, χωρισμένο κάτω από 3 κράτη) βαφτίζοντάς τους «τρομοκράτες».
Επιτίθεται σε ξένα κράτη (Συρία), καταστρέφει υποδομές, ισοπεδώνει χωριά, δημιουργεί απεγνωσμένους μετανάστες, τους οποίους «σπρώχνει» στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, για να φτιάξει «ζώνη ασφαλείας» της Τουρκίας.
Αγνοεί τελείως το Διεθνές Δίκαιο και προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα με τη «μισή» Λιβύη, στην οποία έχει μισθοφόρους και στρατεύματα.
Απαγορεύει στην Κρήτη, τη Ρόδο, την Κάρπαθο, την Κάσο και το σύμπλεγμα του Καστελλορίζου να έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (ούτε προς τη Μεσόγειο Θάλασσα) και «επιτρέπει» (!) μόνο δικαίωμα χωρικής θάλασσας 6ν.μ. («ούτε 1ν.μ. παραπάνω).
Ο Λούκιος Σέργιος Κατιλίνα συνωμότησε για την ανατροπή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων με τους 4 λόγους του ενώπιον της Συγκλήτου ξεσκέπασε τις κινήσεις του Κατιλίνα. Έμεινε παροιμιώδης η φράση του Κικέρωνα στον 1ο λόγο του εναντίον του Κατιλίνα που έγινε στο ναό του Δία Στάτορα:
“Quo usque tandem abutere, Katilina, patientia nostra? (=Μέχρι πότε, Κατιλίνα, θα κάνεις κατάχρηση της υπομονής μας;). Δεν θα ακουστεί κάποτε στον ΟΗΕ κάποιος νέος Κικέρων να λέει: «Quo usqe tandem………?”
Ιανουάριος 2023
Αθανάσιος Κοσσιώρης,
κάτοικος Ρόδου.