Στο κάδρο των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους των δανειστών, όπως κι αν αυτοί αποκαλούνται από την κυβέρνηση, ξαναμπαίνει η χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καθώς αφενός η «τρύπα» στην ρευστότητα των ταμείων, αφετέρου το μακροχρόνιο αναλογιστικό έλλειμμα, τοποθετούν το «ασφαλιστικό» μεταξύ των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Η κατάσταση στα ταμεία είναι οριακή. «Υπάρχουν ταμεία που έχουν πρόβλημα ρευστότητας, όπως είναι ο ΟΑΕΕ, και ταμεία που έχουν πρόβλημα περιουσίας, όπως το ΙΚΑ» δηλώνει στο Εuro2day.gr υψηλόβαθμο στέλεχος της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Ασφάλισης.
Η κρατική χρηματοδότηση για το 2015 έχει περιοριστεί στα 9,6 δισ. ευρώ, από 11 δισ. ευρώ τον προηγούμενο χρόνο. Μόνο τους τελευταίους μήνες, από την προκήρυξη των εκλογών και μετά, τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων από ρυθμίσεις χρεών, υποχώρησαν κατά 18%.
Τα επίσημα στοιχεία των προϋπολογισμών των ασφαλιστικών ταμείων δείχνουν «τρύπα» 1,2 δισ. ευρώ (μετά από προσαρμογές που έγιναν από την προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Εργασίας), ενώ τα νέα μέτρα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση για αναστολή εφαρμογής των διατάξεων που οδηγούν σε μειώσεις συντάξεων, κατάργηση της βασικής – αναλογικής σύνταξης και καταβολή της 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους, εκτιμάται ότι θα δημιουργήσουν πρόσθετο έλλειμμα της τάξης του 1 δισ. ευρώ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ρευστότητας φαίνεται πως αντιμετωπίζει ο ΟΑΕΕ, καθώς εκτιμάται ότι τα έσοδα από εισφορές ανέρχονται σε 260 εκατ. ευρώ το δίμηνο, όταν οι μηνιαίες ανάγκες για την πληρωμή συντάξεων, ξεπερνούν τα 250 εκατ. ευρώ.
Μικρότερο πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας, μέγιστο πρόβλημα όμως περιουσίας, αντιμετωπίζει το ΙΚΑ, το οποίο για να πληρώνει συντάξεις χρειάζεται περίπου 1 δισ. ευρώ κάθε μήνα, ποσό που μετά βίας “πιάνει” κάποιους μήνες του χρόνου, κυριολεκτικά την τελευταία μέρα.
Τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουν στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων τα έσοδα του μεγαλύτερου ασφαλιστικού φορέα της χώρας ανήλθαν σε 958 εκατ. ευρώ, στα ίδια δηλαδή επίπεδα με τον Ιανουάριο του 2014, παρ’ ότι η συμμετοχή στη νέα ρύθμιση χρεών εμφανίζει σημάδια κόπωσης.
Η αναλογιστική μελέτη
Αλλά και η μακροχρόνια εικόνα των ασφαλιστικών ταμείων δεν είναι καλή. Η μελέτη που ολοκληρώθηκε κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης έχει όμως παραδοθεί και στη νέα ηγεσία του υπουργείου, δείχνει ότι και η αναλογιστική ισορροπία στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι εύθραυστη, καθώς η παραμικρή παρέκκλιση από τις δεσμεύσεις του παρελθόντος αλλά και τις παραδοχές για το μέλλον, μπορεί να τινάξει το σύστημα στον αέρα.
Τα στοιχεία είναι άκρως αποκαλυπτικά για το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα τα επόμενα 45 χρόνια, ιδιαίτερα δε, για τα επόμενα κρίσιμα 5 χρόνια, έως το 2020.
Το άκρως ανησυχητικό μάλιστα, είναι ότι η μελέτη έχει ως βασική της παραδοχή την πλήρη εφαρμογή όλων των μνημονιακών διατάξεων, όλων δηλαδή των διατάξεων που προτίθεται να «ξηλώσει» άμεσα, η νέα κυβέρνηση, και δείχνει ότι οι δαπάνες για τη βασική – αναλογική σύνταξη και το ΕΚΑΣ (όσο καταβάλλεται) κυμαίνονται μεταξύ 15,7% και 15,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), πέριξ δηλαδή του 16% που ενεργοποιεί το… απαγορευτικό από την Ε.Ε.
Και αυτό γιατί ο νόμος 3863, του 2010, που έχει μπει στο στόχαστρο της νέας ηγεσίας στην κοινωνική ασφάλιση, προβλέπει ότι η κυβέρνηση οφείλει να λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα ώστε το ύψος των δαπανών για συντάξεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να μην υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009. Οι δαπάνες για συντάξεις το 2009 ήταν 13,5% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα κάθε αύξηση άνω του 16% να σημαίνει «κόκκινο συναγερμό» στην ελληνική κυβέρνηση αλλά και την Ε.Ε.
Μάλιστα, εντός του Φεβρουαρίου, η μελέτη θα πρέπει να περάσει από το Ageing Working Group – Ecofin (AWG) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η μελέτη καταγράφει την πορεία των συνταξιοδοτικών δαπανών από το 2015 έως το 2060. Τα πρώτα 5 χρόνια, έως το 2020, έτος που σύμφωνα και με τους μελετητές αναμένεται να ολοκληρωθεί το λεγόμενο «συνταξιοδοτικό baby boom», οι δαπάνες ξεκινούν από 15,7% του ΑΕΠ, ήτοι 29,6 δισ. ευρώ, μειώνονται ελάχιστα το 2016 (15,6% του ΑΕΠ ή 29,3 δισ. ευρώ), πέφτουν στο 15,3% το 2018 και καταλήγουν σε 15,5% ήτοι 31,4 δισ. ευρώ το 2020.
Κινούνται δηλαδή επικίνδυνα κοντά στην περιοχή του +2,5% από το 13,5% του ΑΕΠ που ήταν το 2009, χωρίς όμως να το αγγίζουν.
Το 2025, οι δαπάνες για κάθε είδους συντάξεις (βασικές και ανταποδοτικές) εκτιμώνται σε 34,6%, με ΑΕΠ της τάξης των 230 δισ. ευρώ, ήτοι 15% (+2% από το 2009). Αντίστοιχα, το 2035 οι δαπάνες εκτιμώνται σε 14,1% του ΑΕΠ, αγγίζοντας τα 45,6 δισ. ευρώ (με ΑΕΠ 324,1 δισ. ευρώ).
Τέλος, το μακρινό 2060, οι δαπάνες του κράτους προς τα ασφαλιστικά Ταμεία για την κάλυψη των συνταξιοδοτικών αναγκών, υπολογίζεται ότι θα αντιστοιχούν στο 14,3% του ΑΕΠ, ήτοι 101,4 δισ. ευρώ, όταν το ΑΕΠ θα ανέρχεται σε 709 δισ. ευρώ.