Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας εντός του έτους, αποτελεί η άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το μήνυμα αυτό απηύθυνε το βράδι της Τετάρτης, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, απευθυνόμενος προς το Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος. Έχοντας ήδη επισημάνει ότι λόγω καθυστέρησης της αξιολόγησης, οι δείκτες εμπιστοσύνης άρχισαν να υποχωρούν τους πρώτους μήνες του 2017, κατέστησε εμφανές, με ιδιαίτερη έμφαση, το πόσο αναγκαίο είναι να κλείσει η αξιολόγηση άμεσα.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ″η αβεβαιότητα όμως συνεχίζεται, και εξηγεί την υποχώρηση των δεικτών εμπιστοσύνης τους πρώτους μήνες του 2017. Η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, μέσω ενός συμβιβασμού για την άμβλυνση των διαφορών μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών και η αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης, αποτελούν πλέον μονόδρομο για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας″.
Ο διοικητής της ΤτΕ υπενθύμισε ότι, η εμπειρία των προηγούμενων ετών δείχνει ότι παρατεταμένες περίοδοι διαπραγμάτευσης, επιδρούν αρνητικά στην οικονομία. Αντιθέτως, η θετική εξέλιξη των διαπραγματεύσεων αποτυπώνεται με ταχείς ρυθμούς στο οικονομικό κλίμα και στα οικονομικά μεγέθη. Συνεπώς, κατέληξε ότι, ″βασική προϋπόθεση, πλέον, για την ανάκαμψη της οικονομίας το 2017 είναι η άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η οποία θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα″.
Στο τελευταίο στάδιο που διανύουμε, πρόσθεσε, αυτά που πρέπει να γίνουν είναι λίγα σε σχέση με τον μεγάλο όγκο των αλλαγών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από το 2010 μέχρι σήμερα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η διαδικασία της οικονομικής προσαρμογής πήρε πολύ χρόνο, αλλά έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, όπως αυτό αντανακλάται και στα τελευταία διαθέσιμα οικονομικά μεγέθη.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή από το 2009 μέχρι σήμερα, έχει επιτευχθεί σχεδόν το 90% της απαιτούμενης μέχρι το 2018 προσαρμογής: από πρωτογενές έλλειμμα 10% του ΑΕΠ το 2009, το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε γύρω στο 2% του ΑΕΠ, έναντι τελικού στόχου 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που έχουν ήδη γίνει, συνέβαλαν καθοριστικά, αφενός στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και, αφετέρου, στο να περάσουμε σε ένα στάδιο ανάκαμψης που χαρακτηρίζεται από υψηλή ελαστικότητα μεταξύ αύξησης του ΑΕΠ και αύξησης της απασχόλησης. Μάλιστα, ακόμα και το 2015, όταν οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης ήταν αρνητικοί, παρατηρήθηκε θετικός ρυθμός αύξησης της απασχόλησης.
Αποτέλεσμα όλων των αλλαγών που προαναφέρθηκαν είναι η διαφαινόμενη αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς, αναπτυξιακού προτύπου, με έμφαση στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Το μέγεθος του τομέα των εμπορεύσιμων, σε σχέση με των μη εμπορεύσιμων, αυξάνεται από το 2010 – είτε μετρηθεί σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, είτε απασχόλησης, είτε όγκου προϊόντος. Ο λόγος των τιμών των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών προς των μη εμπορεύσιμων έχει επίσης αυξηθεί, ενθαρρύνοντας τους πόρους της οικονομίας να μετακινηθούν προς τα εμπορεύσιμα. Αυτή η αλλαγή προσανατολισμού αντανακλάται και στη σημαντική αύξηση της εξωστρέφειας της οικονομίας. Οι εξαγωγές αγαθών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχουν περίπου διπλασιαστεί από το 2009 μέχρι σήμερα. Η σχετικά χαμηλή επίδοση των εξαγωγών υπηρεσιών σχετίζεται με τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Ο τουρισμός σημείωσε χαμηλές επιδόσεις το 2011-2012 λόγω της αβεβαιότητας, αλλά έκτοτε παρουσιάζει μεγάλη άνοδο. Η ναυτιλία έχει καταγράψει χαμηλές επιδόσεις, κυρίως λόγω παγκοσμίων παραγόντων και, τελευταία, λόγω της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε στη συνέχεια ότι “η πορεία αυτή μπορεί όχι μόνο να συνεχιστεί αλλά και να ενισχυθεί, στηριζόμενη στα διαθέσιμα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, τα οποία, μετά από μια μακρά περίοδο αδράνειας και απραξίας, είναι έτοιμα να ενεργοποιηθούν, όταν διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Η ελληνική οικονομία, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, κατέβαλε επίπονη προσπάθεια και πέτυχε την εξάλειψη σωρευμένων σημαντικών διαρθρωτικών ατελειών και ανισορροπιών, επιδεικνύοντας ισχυρές αντοχές. Τα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, και ιδιαιτέρως του ανθρώπινου κεφαλαίου που διαθέτει, είναι αξιόλογα και έτοιμα, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να ενεργοποιηθούν και να ωθήσουν την οικονομία σε έναν ενάρετο αναπτυξιακό κύκλο. Αναπτυξιακό κύκλο που δεν θα είναι εσωστρεφής και δεν θα στηρίζεται στο δανεισμό, αλλά εξωστρεφής, με βασικό πυλώνα τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.”