Ήταν καλοκαίρι του 2014. Ακόμα δεν είχε μεσολαβήσει η περήφανη διαπραγμάτευση, ένα μνημόνιο και η πρώτη φορά Αριστερά. Η κυβέρνηση Σαμαρά έδινε στη δημοσιότητα χάρτη στον οποίον περιλαμβάνονταν 20 θαλάσσια οικόπεδα στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης τα οποία ήταν υπό παραχώρηση για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Έμειναν στην ιστορία ως «οικόπεδα Μανιάτη». Τα θαλάσσια αυτά οικόπεδα βασίζονταν στην παράγραφο 1 του άρθρου 156 του νόμου Μανιάτη από το 2011, όπου περιγραφόταν η διαδικασία με την οποία έγινε η δημοσιοποίηση των εξωτερικών ορίων της υφαλοκρηπίδας.
Η Ελλάδα είχε στρατηγική πέντε αξόνων για ενεργειακή στρατηγική. Έρευνα και αξιοποίηση υδρογονανθράκων, αξιοποίηση των γεωπολιτικών συνεπειών που προκύπτουν από τη θέση της χώρας, ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, συνέργειες με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.
Σχεδόν 8 χρόνια μετά, πάλι μία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αυτή τη φορά αυτοδύναμη με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αποφάσισε την επιτάχυνση ερευνών για φυσικό αέριο σε έξι περιοχές. Η μια από τις περιοχές αυτές βρίσκεται στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην Περιφέρεια Ηπείρου και οι πέντε σε θαλάσσιες περιοχές: Δύο στο Ιόνιο, μια στον Κυπαρισσιακό και δύο δυτικά-νότια της Κρήτης.
Ένας κοινός νους θα αναρωτιόταν γιατί μεσολάβησαν 8 ολόκληρα χρόνια και η Ελλάδα βρίσκεται οριακά στο ίδιο σημείο. Η απάντηση βρίσκεται στις πολιτικές εξελίξεις. Ένα κενό από το 2015 μέχρι το 2019 έχει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ και του κυβερνητικού τους συνεταίρου των ΑΝΕΛ, που μπέρδευαν τους υδρογονάνθρακες με τους υδατάνθρακες και υπήρχαν άνθρωποι που τους χειροκροτούσαν. Επί 4,5 χρόνια δεν έγινε απολύτως τίποτα και η κατάσταση παρέμεινε στάσιμη. Προφανώς και είχε προτεραιότητα η Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι οι ίδιοι που βλέπουν τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης για τους υδρογονάνθρακες ως «άνθρακες» ειρωνευόμενοι ένα στρατηγικό πλεονέκτημα το οποίο διαθέτει η χώρα μας.
Για να είμαστε όμως ειλικρινείς μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η εμπορική εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων φυσικού αερίου συχνά δεν αποτελούσε μια οικονομικά ελκυστική ευκαιρία για νέες χώρες οι οποίες μπαίνουν σε αυτό το παιχνίδι, όπως η Ελλάδα, λόγω των πολύ χαμηλών τιμών του φυσικού αερίου. Η μείωση της εξάρτησής από το ρωσικό φυσικό αέριο και η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων για ορυκτά καύσιμα μετάβασης, όπως το φυσικό αέριο, που θα εγγυηθούν από τη μία επάρκεια ενεργειακής ισχύος κι από την άλλη σταθερές και καλύτερες τιμές ενέργειας, αποτελούν σήμερα μονόδρομο για όλους και για την Ελλάδα.
Θα μπορούσαμε όμως να βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό σημείο και σε μία πιο πλεονεκτική θέση αν όσοι κυβέρνησαν δεν υποτιμούσαν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα.