• Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου έκρινε αόριστη την αίτηση και απέρριψε το αίτημα για συντηρητική κατάσχεση περιουσίας • Δεν προέκυψε επικείμενος κίνδυνος, ούτε τεκμηριωμένες ενέργειες αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων
Με απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου απέρριψε χθες την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της εταιρείας «Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων ΚΤΕΛ Υπεραστικών και Αστικών Γραμμών Ρόδου Α.Ε.» κατά πρώην προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της, κρίνοντας την αίτηση ως αόριστη και νομικά ανεπαρκή για να στηρίξει το επείγον των μέτρων.
Η αιτία της διαφοράς
Η αιτούσα εταιρεία ισχυρίστηκε πως διατηρεί χρηματική απαίτηση ύψους 3.547.097,13 ευρώ κατά του πρώην προέδρου της, λόγω «παράνομης ιδιοποίησης χρημάτων» κατά την πολυετή θητεία του από το 2010 έως τις 20 Μαΐου 2022. Σύμφωνα με την αίτηση, τα ποσά αυτά φέρονται να ιδιοποιήθηκαν σταδιακά και να αφορούν ενέργειες που, κατά την εταιρεία, συνιστούν αδικοπραξία.
Πρόκειται για μία σοβαρή καταγγελία, καθώς συνοδεύεται ήδη από αγωγή που εκκρεμεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. Πριν την εκδίκασή της, η εταιρεία κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας να διαταχθεί συντηρητική κατάσχεση επί πάσης κινητής και ακίνητης περιουσίας του καθ’ ου, ώστε να διασφαλιστεί η μελλοντική ικανοποίηση της απαίτησής της, αν γίνει δεκτή.
Η επίμαχη μεταβίβαση
Κατά την αιτούσα, στοιχείο που επιβεβαιώνει τον «επικείμενο κίνδυνο» είναι η πράξη μεταβίβασης δύο λεωφορείων δημόσιας χρήσης (Δ.Χ.), τα οποία ενσωματώνουν 2.000 μετοχές της εταιρείας (ποσοστό 13,34% του μετοχικού κεφαλαίου), σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, που ο πρώην πρόεδρος ίδρυσε με συγγενικό του πρόσωπο.
Η εισφορά των οχημάτων στην εταιρεία αποφασίστηκε στις 8 Ιουλίου 2023, με πρακτικό γενικής συνέλευσης. Η αιτούσα ισχυρίστηκε ότι η πράξη αυτή καταδεικνύει πρόθεση αποξένωσης από τα περιουσιακά του στοιχεία, εγείροντας φόβους για τη δυνατότητα εκτέλεσης μελλοντικής απόφασης επί της κύριας αγωγής.
Προστέθηκε επίσης ότι η εταιρεία δεν είχε τη δυνατότητα να ερευνήσει για ενδεχόμενη ακίνητη περιουσία του καθ’ ου, λόγω περιορισμών στη λειτουργία του Κτηματολογίου Ρόδου, που δεν επιτρέπει αναζητήσεις με βάση ΑΦΜ ή όνομα φυσικού προσώπου.
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο, συνεδρίασε δημόσια στις 11 Φεβρουαρίου 2025 και μελέτησε την αίτηση υπό το πρίσμα των διατάξεων περί ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. ΚΠολΔ). Στην αιτιολόγηση, τονίζεται ότι για να γίνει δεκτό ένα ασφαλιστικό μέτρο, πρέπει να αποδεικνύεται είτε επικείμενος κίνδυνος είτε επείγουσα ανάγκη. Δεν αρκεί απλώς να προβάλλεται ότι υπάρχει πιθανότητα μελλοντικής μείωσης της περιουσίας του καθ’ ου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός της εισφοράς δύο λεωφορείων στην ΙΚΕ, που έγινε εννέα μήνες πριν την κατάθεση της αίτησης, δεν συνιστά επαρκές και πρόσφατο αποδεικτικό στοιχείο για πρόθεση αποξένωσης από περιουσιακά στοιχεία. Επίσης, επισημάνθηκε ότι η αιτούσα δεν επικαλέστηκε άλλες ενέργειες ή μεταβιβάσεις μετά τον Ιούλιο του 2023, ούτε παρέθεσε στοιχεία για τις υπόλοιπες μετοχές (666 συνολικά) που κατέχει ο καθ’ ου.
Το νομικό σκεπτικό
Η απόφαση βασίστηκε σε νομολογία που θέτει αυστηρές απαιτήσεις τεκμηρίωσης, καθώς τα ασφαλιστικά μέτρα είναι εξαιρετικά ένδικα βοηθήματα. Ελλείψει συγκεκριμένων περιστατικών που να στοιχειοθετούν επικείμενο κίνδυνο ματαίωσης της απαίτησης –όπως απόκρυψη, μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακών στοιχείων– η αίτηση κρίθηκε αόριστη και απορρίφθηκε.
Το δικαστήριο παρέπεμψε σε σχετική νομολογία (ΜΠρΑΘ 240/2021, ΜΠρΗρακλ 384/2019, ΕφΑΘ 1173/1999), υπογραμμίζοντας πως δεν είναι θεμιτό να λαμβάνονται ασφαλιστικά μέτρα μόνο με βάση υποθετική μελλοντική μεταβολή στην περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου. Το βάρος απόδειξης βαραίνει απολύτως την αιτούσα, η οποία δεν κατάφερε να παρουσιάσει αξιόπιστα και πρόσφατα γεγονότα που να ενισχύουν τους ισχυρισμούς της.
Το διατακτικό
Με βάση όλα τα παραπάνω, η αίτηση απορρίφθηκε στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Το Δικαστήριο καταδίκασε την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου, τα οποία όρισε στο ποσό των 250 ευρώ.
Το ΚΤΕΛ εκπροσωπήθηκε από την δικηγόρο κ. Βασιλική Ντουμάνη και ο καθ’ ού από τον δικηγόρο κ. Στέργο Λεβέντη.