Ειδήσεις

Αγνωστο πώς θα τιμολογείται το ρεύμα μετά τον Ιούνιο

Θολό παραμένει το τοπίο γύρω από τον τρόπο τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος ενάμιση μήνα πριν τη λήξη του νέου μοντέλου που καθιερώθηκε τον περασμένο Αύγουστο σε αντικατάσταση της ρήτρας αναπροσαρμογής. Το νέο μοντέλο της τιμολόγησης ανά μήνα και ανακοίνωσης των τιμολογίων 10 ημέρες νωρίτερα λήγει στις 2 Ιουλίου με το ΥΠΕΝ να έχει υποβάλει στην Κομισιόν αίτημα παράτασης έως το τέλος του 2023 και παράλληλα αίτημα παράτασης για το ίδιο διάστημα του μηχανισμού ανάκτησης υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών από τη χονδρεμπορική αγορά (πλαφόν) που εκπνέει στις 30 Ιουνίου.

Οι Βρυξέλλες από την εικόνα που διαμορφώνεται μέχρι στιγμής φέρονται να αντιμετωπίζουν θετικά το αίτημα για την παράταση του πλαφόν στην χονδρεμπορική αγορά , παρ ότι αξιολογούν ότι η αποκλιμάκωση των τιμών έχει επαναφέρει την αγορά σε μια τροχιά κανονικότητας. Eχουν δώσει εξάλλου ήδη το «πράσινο» φως για την παράταση του γνωστού ως «ιβηρικού» μοντέλου που ενέκρινε κατ εξαίρεση πέρυσι για τις αγορές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, κάτι που η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ αξιολογεί ως πρόκριμα και για τη στάση της απέναντι στο ελληνικό αίτημα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μηχανισμός του πλαφόν στην χονδρεμπορική αγορά αποτέλεσε τον βασικό αιμοδότη του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης για τη χρηματοδότηση των λογαριασμών ρεύματος. Από την 1η Ιουλίου πέρυσι που τέθηκε σε ισχύ μέχρι και τις πρώτες ημέρες του Μαΐου 2023 έχει ενισχύσει το ΤΕΜ με έσοδα της τάξης των 3,255 δισ. ευρώ.

Αντίθετα, οι αρμόδιες αρχές των Βρυξελλών με έντονο σκεπτικισμό αντιμετωπίζουν την παράταση ισχύος του μοντέλου τιμολόγησης στην λιανική αγορά. Αυτό έγινε σαφές, σύμφωνα με πληροφορίες, στις συναντήσεις που είχε στην Αθήνα η γενική διευθύντρια Ενέργειας της ΕΕ Ditte Juul-Jorgensen με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ καθώς και εκπροσώπους της αγοράς ηλεκτρισμού στο πλαίσιο της συμμετοχής της στο φόρουμ των Δελφών. Τόσο η πλευρά των παραγωγών όσο και κυρίως η πλευρά των προμηθευτών διά του συνδέσμου τους (ΕΣΠΕΝ) έθεσε με έμφαση στην κ. Juul-Jorgensen το ζήτημα της κατάργησης του νέου μοντέλου τιμολόγησης με το επιχείρημα ότι επηρέασε σημαντικά τον ανταγωνισμό, προσθέτοντας στρεβλώσεις.
Σε αντίθεση με τον μηχανισμό του πλαφόν στην χονδρεμπορική αγορά, το θετικό αποτύπωμα του οποίου δεν έχει αμφισβητηθεί, το νέο μοντέλο τιμολόγησης στη λιανική από τους πρώτους μήνες εφαρμογής του επιβεβαίωσε τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί για τις επιπτώσεις στις τιμές, στον ανταγωνισμό και στις ανεξόφλητες οφειλές από καταναλωτές που θα κάνουν κατάχρηση της δυνατότητας αλλαγής προμηθευτή ανά μήνα, τις οποίες και θα λάβει σοβαρά υπόψη της η Κομισιόν στην αξιολόγησή του αιτήματος παράτασης της εφαρμογής του.

Είναι κοινό το συμπέρασμα ότι το νέο μοντέλο τιμολόγησης οδήγησε στο επιθυμητό τελικό πολιτικό αποτέλεσμα, με επιπλέον όμως κόστος για το κράτος και τους καταναλωτές αλλά και σημαντικό ρίσκο για τους προμηθευτές. Ειδικοτερα:

Οι μηνιαίες τιμές που ανακοίνωσαν οι πάροχοι από τον Αύγουστο και μετά που εφαρμόστηκε το νέο μοντέλο τιμολόγησης ενσωματώνουν τις πιο ακραίες προβλέψεις για την εξέλιξη της χονδρεμπορικής τιμής, μεταφέροντας στα τιμολόγια το υψηλό ρίσκο πρόβλεψης της εξέλιξης της τιμής, εν μέσω έντονης μεταβλητότητας της αγοράς. Αυτό πολλαπλασίασε το κόστος που θα μετέφερε στους λογαριασμούς ρεύματος η ρήτρα αναπροσαρμογής, κάτι που βέβαια δεν έγινε αντιληπτό στους καταναλωτές αφού καλύφτηκε με γενναίες επιδοτήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η «K», τα οποία βασίζονται σε επίσημα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ, μόνο για το δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου, το συνολικό κόστος ρεύματος για τη χαμηλή τάση ήταν αυξημένο κατά 1,11 δισ. ευρώ παραπάνω απ’ ότι θα ήταν εάν είχε τιμολογηθεί με τη ρήτρα αναπροσαρμογής.
Οι υψηλές επιδοτήσεις για την κάλυψη των «φουσκωμένων» λογαριασμών αφενός δημιούργησαν υπερέσοδα για τους προμηθευτές και αφετέρου έστειλαν λάθος σήματα στους καταναλωτές σε σχέση με την εξοικονόμηση, ζήτημα που έχει επισημανθεί τόσο από τον ΟΟΣΑ στην τελευταία έκθεσή του, όσο και από τον ΙΕΑ με την επισήμανση ότι θα ήταν πιο αποτελεσματική η ενίσχυση των καταναλωτών μέσω άμεσων επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών.
Η αδιαμφισβήτητη παραγωγή υπερεσόδων στη λιανική αγορά υποχρέωσε τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα να ανακοινώσει για πρώτη φορά στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου και να νομοθετήσει στη συνέχεια την φορολόγησή τους, κάτι που ερμηνεύτηκε από πολλούς και ως δημόσια αποτυχία του νέου μοντέλου από τους πρώτους μήνες εφαρμογής του.
Το νέο μοντέλο τιμολόγησης συνδυάστηκε και με την δυνατότητα των καταναλωτών να αλλάζουν ανά μήνα πάροχο. Η ρύθμιση αυτή ενίσχυσε το φαινόμενο του «ενεργειακού τουρισμού» -της μετακίνησης δηλαδή καταναλωτών από πάροχο σε πάροχο αφήνοντας πίσω τους απλήρωτους λογαριασμούς- και σύμφωνα με τον ΕΣΠΕΝ έχει αυξήσει τις ανεξόφλητες οφειλές κατά 500 εκατ. ευρώ από τον περασμένο Αύγουστο έως και τον Μάιο του 2023. Ο υπουργός Κώστας Σκρέκας έχει αναγνωρίσει δημοσίως και αυτό το πρόβλημα, το οποίο όπως είπε εξετάζει σε συνεργασία με την ΡΑΕ και τους προμηθευτές.
Η κινητικότητα των καταναλωτών αυξήθηκε ελάχιστα και περιορίστηκε ουσιαστικά μεταξύ των ιδιωτών παρόχων,  αφού τον τόνο στο νέο μοντέλο τιμολόγησης δίνει η ΔΕΗ,  τα τιμολόγιο της οποίας αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό της μηνιαίας επιδότησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ το 2021 άλλαξαν προμηθευτή 555.000 καταναλωτές και 588.000 το 2022, δηλαδή μόλις 33.000 παραπάνω. Τα πλαίσιο οριζόντιας ρύθμισης των τιμολογίων, ακυρώνει στην πράξη τον ανταγωνισμό και «τιμωρεί» εν τέλει τους πιο ανταγωνιστικούς στην αγορά.

Πηγή kathimerini.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου