-Προέκυψαν αμφιβολίες και αντιφάσεις σε μαρτυρικές καταθέσεις.
Αθώοι λόγω αμφιβολιών και αντιφάσεων σε μαρτυρικές καταθέσεις κρίθηκαν δύο εφοριακοί από την Κρήτη που είχαν καταδικαστεί πρωτοδίκως για δωροληψία υπαλλήλων από κοινού και τους είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 3 ετών με τριετή αναστολή και χρηματική ποινή ύψους 2.000 ευρώ.
Το πρωτόδικο δικαστήριο τους έκρινε αθώους εκβίασης επιχείρησης από κοινού, τελεσθείσης όμως κατ’ επάγγελμα, διότι οι δράστες ενήργησαν βάσει σχεδιασμού και υποδομής, χρησιμοποιώντας την εξουσία που τους έδινε η υπαλληλική τους ιδιότητα και με σκοπό επανειλημμένης τέλεσης και μελλοντικού σταθερού βιοπορισμού, ψευδούς βεβαίωσης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση και παράβασης καθήκοντος από κοινού κατ’ εξακολούθηση.
Πρόκειται ειδικότερα για έναν 54χρονο κι έναν 40χρονο, υπαλλήλους της ΔΟΥ Κρήτης.
Χθες απολογούμενος ο δεύτερος αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ζήτησε και ότι έλαβε ανταλλάγματα προκειμένου όπως καταγγέλθηκε να «κάνει τα στραβά μάτια» σε έλεγχο του καταγγέλλοντος επιχειρηματία από την Ρόδο τονίζοντας ότι παγιδεύτηκε καθώς του έδωσε έναν χάρτη τουριστικό του καταστήματος του στον οποίο ούτε είδε ούτε και γνώριζε αν υπήρχαν χρήματα και τον οποίο πέταξε στο έδαφος μαζί με ένα σακίδιο και ένα αντιανεμικό όταν του ζητήθηκε από τους αστυνομικούς που τον ακινητοποίησαν ενώ βρισκόταν ως συνοδηγός σε δίκυκλο και ακολούθως διενήργησαν σωματική έρευνα και στους δύο.
Ο συγκατηγορούμενος του δήλωσε αθώος τονίζοντας ότι η υπόθεση αυτή που ομοίως θεωρεί ότι «στήθηκε» εις βάρος του τον έχει καταστρέψει με αποτέλεσμα να τελεί σε υποχρεωτική άδεια και να λαμβάνει μόνο το 20% του μισθού του. Είπε ότι βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση ενώ περαιτέρω οι αστυνομικοί τον υπέβαλαν σε έλεγχο ακόμη και στα απόκρυφα του χωρίς να έχει ποτέ διανοηθεί καν να ζητήσει ανταλλάγματα για να μην διενεργήσει έλεγχο.
Οι δύο εφοριακοί, όπως έγραψε η “δημοκρατική”, μετέβησαν την 26η Ιουνίου 2017 σε κατάστημα ενοικιάσεως αυτοκινήτων και γενικού τουρισμού, όπου βρήκαν την ιδιοκτήτρια του καταστήματος και τον πατέρα της.
Μετά το πέρας του ελέγχου που διενήργησαν ο ένας εφέρετο να ανακοίνωσε στον ιδιοκτήτη ότι θα προέβαινε σε δεύτερο έλεγχο και ζήτησε εκ νέου τα βιβλία της επιχείρησης, ο δε τελευταίος ανταποκρίθηκε στο αίτημά του.
Τότε εφέρετο να του ανακοίνωσε ότι ένας υπάλληλος της επιχείρησης εργαζόταν χωρίς να φαίνεται στα βιβλία υποδεικνύοντάς του ένα άτομο που βρισκόταν στον εξωτερικό χώρο του καταστήματος.
Δε δέχθηκε ως αξιόπιστες τις εξηγήσεις του ιδιοκτήτη και τον προέτρεψε να ασφαλίσει τον εργαζόμενο για να μην έχει προβλήματα στο μέλλον, υπενθυμίζοντάς του το υψηλό πρόστιμο των 10.500 ευρώ που επισύρει μία τέτοια παράβαση.
Τότε ο έτερος ελεγκτής, όπως είχε καταγγελθεί από τον επιχειρηματία, απευθύνθηκε σε εκείνον λέγοντάς του «ετοίμασε κανένα χαρτζιλικάκι» και του ζήτησε μία κάρτα του καταστήματος όπου θα ανέγραφε και τον αριθμό κινητού τηλεφώνου του.
Το ίδιο βράδυ ο ιδιοκτήτης, όπως είχε υποστηρίξει, δέχθηκε κλήση από έναν άγνωστο σε αυτόν τον αριθμό κινητού τηλεφώνου όπου ο δεύτερος κατηγορούμενος φέρεται συστηνόμενος ως ο «Γιάννης από την Κρήτη» να του ζήτησε να συναντηθούν άμεσα.
Ο ιδιοκτήτης του απήντησε ότι δεν μπορούσε να βρεθούν άμεσα και τότε ο κατηγορούμενος του ανακοίνωσε ότι θα περνούσαν από το κατάστημα το πρωί στις 08:15′.
Ο ιδιοκτήτης κατήγγειλε την 27η Ιουνίου 2017 και περί ώρα 08:00 το περιστατικό στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου. Ενόσω μάλιστα βρισκόταν στο Τμήμα Ασφαλείας, περί ώρα 08:35’ δέχθηκε κλήση στο κινητό του τηλέφωνο από την θυγατέρα του, που τον ενημέρωσε ότι οι δύο κατηγορούμενοι βρίσκονταν ήδη στο κατάστημα της επιχείρησης και τον ανέμεναν.
Τότε, ο ιδιοκτήτης, κατόπιν συνεννόησης με αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου, τους παρέδωσε τρία χαρτονομίσματα των 100 ευρώ έκαστο, τα οποία αφού οι αστυνομικοί προσημείωσαν του τα επέστρεψαν.
Εν συνεχεία, μετέβη στο κατάστημα όπου βρήκε τους δύο κατηγορουμένους που άρχισαν να συζητούν για κάτι ελέγχους και τότε, ο νεότερος φέρεται να του είπε επιτακτικά «ξύσου», χωρίς να ενθυμείται ακριβώς την έκφραση, καθώς μιλούσε στην κρητική διάλεκτο. Επειδή ο ιδιοκτήτης έδειξε να μην καταλαβαίνει τι του είχε πει ο έτερος, του ζήτησε να δώσει ό,τι καταλαβαίνει.
Τότε ο ιδιοκτήτης έβγαλε και άφησε στο γραφείο του τα προσημειωμένα τρία ως άνω χαρτονομίσματα τα οποία ο ένας κατηγορούμενος πήρε, ευχαριστώντας τον και ανακοινώνοντάς του παράλληλα ότι θα τα έλεγαν ξανά σε 15 ημέρες και εν συνεχεία αποχώρησαν από το κατάστημα.
Οι αστυνομικοί της Υ.Α. Ρόδου, που είχαν θέσει το κατάστημα υπό διακριτική παρακολούθηση, τους ακολούθησαν και τους προσέγγισαν δηλώνοντάς τους την ιδιότητά τους.
Ως συνήγοροι υπεράσπισής τους παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Άκης Δημητριάδης και Φώτης Ρωμαίος.