Μία νέα “εκ των προτέρων” αποτίμηση των δημοσιονομικών κενών που πιθανώς να υπάρχουν στο ελληνικό πρόγραμμα προγραμματίζουν οι θεσμοί κατά την 2η αξιολόγηση του Οκτωβρίου, με στόχο να διασφαλιστούν τα πρωτογενή πλεονάσματα έως και το 2018 (σ.σ. η αποτίμηση που τώρα ολοκληρώθηκε έφερε μέτρα 3% του ΑΕΠ ή 5,6 δισ. ευρώ…).
Η πρόθεση αυτής της νέας εκ των προτέρων αποτίμησης, σύμφωνα με πληροφορίες, αναγράφεται ρητά στα έγγραφα που συνοδεύουν το συμπληρωμένο μνημόνιο (MOU) και οδηγούν αύριο στην έγκριση από τον ESM της εκταμίευσης της δόσης. Και θα λάβει χώρα, παρά την θέσπιση του “κόφτη” δαπανών που θα εφαρμοσθεί από το 2017 αν υπάρχουν αποκλίσεις από τον στόχο.
Όσο για τις πιθανότητες η αποτίμηση των θεσμών να οδηγήσει σε “κενό” και σε νέα μέτρα, την απάντηση δίδει η έκθεση της ΤτΕ. Αναφέρει ότι τα φορολογικά έσοδα υπολείπονται του στόχου του 4μηνου και κάνει λόγο για εξάντληση φοροδοτικής ικανότητας, αλλά και αυξημένη τάση για εισφοροδιαφυγή.
Στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2015-2016 που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής από τον κεντρικό τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα αναφέρεται ότι “τα συνολικά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού εμφανίζουν μείωση έναντι της αντίστοιχης περυσινής περιόδου. Όσον αφορά τα φορολογικά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού, παρότι είναι αυξημένα έναντι του περυσινού τετραμήνου λόγω των φορολογικών μέτρων του νέου προγράμματος, υπολείπονται του στόχου τους για το τετράμηνο. Επιπλέον, η φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων παρουσιάζει σημάδια εξάντλησης, όπως υποδηλώνει η σημαντική αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο το α’ τρίμηνο του έτους”.
Επισημαίνεται επίσης ότι τα έσοδα από ΦΠΑ βαίνουν μειούμενα, “ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων της μεγάλης μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και της αναποτελεσματικότητας των εισπρακτικών μηχανισμών”. Πέραν της αύξησης του ΦΠΑ, αναφέρεται ότι “πλήγμα στην ήδη επιβαρυμένη επιχειρηματικότητα καταφέρουν και οι αυξήσεις στα καύσιμα που διογκώνουν το μεταφορικό και ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων, οι αυξημένοι συντελεστές του ΕΝΦΙΑ, καθώς και η αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τα κέρδη των προσωπικών εταιριών και η αλλαγή στη φορολόγηση των επενδύσεων. Επιπλέον, η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών εντείνει τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και οδηγεί μεσοπρόθεσμα σε μείωση του ΑΕΠ”.
Γίνεται λόγος για μέση φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα σε 39,3% το 2015 έναντι μέσου όρου 35,9% (στη 14η θέση ανάμεσα στις 34 χώρες του ΟΟΣΑ) η οποία με τις νέες ρυθμίσεις “αναμένεται να αυξηθεί, δημιουργώντας αντικίνητρα για εργασία και εντείνοντας τα κίνητρα για εισφοροδιαφυγή, παρεμποδίζοντας πολύπλευρα την οικονομική ανάκαμψη”.
Η ΤτΕ προτείνει η δημοσιονομική προσαρμογή να βασίζεται σε παρεμβάσεις που αφορούν εξορθολογισμό των μη παραγωγικών δαπανών του ∆ημοσίου, καθώς έχουν μικρότερη αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ από ό,τι οι παρεμβάσεις που αφορούν φορολογικές αυξήσεις. Στο σκέλος των δαπανών, “οι όποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τη συμβολή της δημοσιονομικής πολιτικής στην εξομάλυνση των συνεπειών του οικονομικού κύκλου. Έτσι, οι σχεδιαζόμενες περικοπές δαπανών δεν θα πρέπει να αφορούν το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων, αφού οι δημόσιες επενδύσεις συνεισφέρουν θετικά στην οικονομική μεγέθυνση” επισημαίνεται, ενώ θα πρέπει να εξαιρούνται και δημόσιες επενδύσεις στο χώρο της υγείας (νοσοκομεία και εξοπλισμό) και της παιδείας.
Αναφέρει η ΤτΕ ότι θα πρέπει πιθανές αποκλίσεις από τους στόχους να επανεξετάζονται με βάση μια πολιτική δαπανών και ταυτόχρονα να αξιολογείται και η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης. “Οι όποιες αναγκαίες περικοπές θα πρέπει να συνδέονται με την ιεράρχησή τους με βάση τις μικρότερες πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις που έχουν για το ΑΕΠ συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών”.
ΟΤΑ και φοροαπαλλαγές
Προτείνεται η αναδιοργάνωση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε ευέλικτα σχήματα εξειδικευμένου προσωπικού, π.χ. συμπράξεις με τοπικούς επαγγελματικούς και επιστημονικούς φορείς, που αναμένεται να γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον τις τοπικές ανάγκες και τις δυνατότητες. “Αυτό θα επιτρέψει στους ΟΤΑ να αξιοποιήσουν τις οικονομίες κλίμακας, ενισχύοντας την έρευνα και την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα στις περιοχές τους. Έτσι, θα μπορούσαν αφενός να συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη μείωση της τοπικής ανεργίας και αφετέρου να έχουν ίδια έσοδα ώστε να επιβαρύνουν λιγότερο τον Κρατικό Προϋπολογισμό”.
Γίνεται λόγος και για την “επανεξέταση του ειδικού καθεστώτος των φοροαπαλλαγών και η κατάργησή τους όταν δεν υπάρχει στόχευση” καθώς “θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πηγή θετικών επιδράσεων εσόδων αφού πέρα από το άμεσο αποτέλεσμα στα έσοδα απλοποιεί και τη φορολογική νομοθεσία”.
capital.gr