Σε σχετική ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, κύκλοι του κ. Καραμανλή σημειώνουν ότι «η ομιλία της κας Μπακογιάννη αποτυπώνει με ακρίβεια το πλαίσιο της πολιτικής της τότε κυβέρνησης για το θέμα των Σκοπίων, με κατάληξη το Βουκουρέστι, όπως και τις ουσιώδεις διαφορές της από την πολιτική και την τακτική της σημερινής κυβέρνησης».
Σημειώνεται ότι στη χθεσινή της ομιλία, η Ντόρα Μπακογιάννη έκανε λόγο για μία κακή συμφωνία που είναι προϊόν παραχωρήσεων της ελληνικής πλευράς. Ειδικά για το ζήτημα της ιθαγένειας η κυρία Μπακογιάννη ανέφερε ότι η πάγια ελληνική θέση ήταν ότι αυτή έπρεπε να περιγραφεί ως «πολίτες της τάδε χώρας», ενώ για το ζήτημα της γλώσσας, ο χαρακτηρισμός της θα έπρεπε να συνδέεται με τη νέα ονομασία του κράτους.
Ολόκληρη η σχετική αναφορά της Ντόρας Μπακογιάννη ήταν η εξής:
«Το 2008 ήταν σφοδρή η επιθυμία του διεθνούς παράγοντα να ενταχθούν άμεσα τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, για την ελληνικη κυβέρνηση ήταν σαφές ότι άπαξ και τα Σκόπια έμπαιναν στο ΝΑΤΟ και ξεκινούσε η διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε., το αμέσως επόμενο βήμα θα ήταν να ζητήσουν από τον ΟΗΕ αναγνώριση με το συνταγματικό τους όνομα και όχι με το «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να πάρει μια μεγάλη απόφαση: να λειτουργήσει με τη λογική της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, να κάνει μια τεράστια προσπάθεια για να πετύχει αμοιβαίως επωφελή συμφωνία ή να καταδείξει την αδιαλλαξία των Σκοπίων; Δεν ειχα την παραμικρή αμφιβολία ότι για να πετύχει εκείνη η προσπάθεια, έπρεπε πρωτίστως να υπάρξουν δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, να μη γίνει το Σκοπιανό θέμα εσωτερικής αντιπαράθεσης. Γι’ αυτό ενημέρωσα όλους του πολιτικούς αρχηγούς, πριν ξεκινήσουμε τη διεθνή εκστρατεία εν όψει του Βουκουρεστίου.
Γι’ αυτό παρουσιάσαμε την πρότασή μας στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Γι’ αυτό καταθέσαμε το σχέδιό μας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, με πρόεδρο, μάλιστα, κατά ιστορική ειρωνία, τον κ. Καμμένο. Εκεί εξασφαλίσαμε τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων, εκτός βεβαίως του ακραίου ΛΑΟΣ. Επρόκειτο, άλλωστε, για θέμα μέγιστης συναισθηματικής φόρτισης που εύκολα θα μπορούσε να διχάσει τον ελληνικό λαό. Δεύτερον, η δημιουργία ενός εθνικού μετώπου και η απόλυτη ταύτιση της κυβέρνησης και, δη, του Πρωθυπουργού με τον Υπουργο Εξωτερικών και τον Υπουργό Αμύνης.
Η χώρα έπρεπε να διαπραγματευθεί ισχυρή και ενωμένη. Δεν είχα, άλλωστε, καμία αμφιβολία για τις πιέσεις που θα αντιμετωπίζαμε και για το κόστος που θα είχε η πολιτική μας. Κάναμε μια ειλικρινή προσπάθεια αναζήτησης συμφωνίας. Όμως μιας συμφωνίας βιώσιμης. Έντιμης, Ρεαλιστικής και Εφαρμόσιμης. Στόχος μας ήταν και είναι μια συμφωνία που θα απαντούσε οριστικά στη λογική του Στάλιν και του Τίτο που αποτυπωνόταν στη θεωρία του Μακεδονισμού στα Βαλκάνια, που πηγάζει από τα γεγονότα του Ίλιντεν. Αλλά και μια συμφωνία που θα απαντούσε στις ήδη απαξιωμένες διεθνώς γραφικότητες με την καπηλεία της αρχαίας κληρονομιάς και των αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος στην περιοχή; Η λογική της Μεγάλης Μακεδονίας, δηλαδή, της εξόδου στο Αιγαίο. Όχι μόνο για το σήμερα. Αλλά για το αύριο και το μεθαύριο. Ποσο μαλλον οταν αναθεωρητικες δυνάμεις στην περιοχή αναζητούσαν ευκαιρίες να εργαλειοποιήσουν τα Σκόπια σε βάρος μας. Για να πολεμήσουμε αυτή τη λογική, έπρεπε να πολεμήσουμε τον επιφαινόμενο αλυτρωτισμό. Έναν αλυτρωτισμό που καλλιεργήθηκε συστηματικά στη συνείδηση των πολιτών της γειτονικής χώρας για δεκαετίες. Βρήκαμε λυσσώδη αντίδραση από τον κ. Γκρουέφσκι. Έχω εδώ το δημοσίευμα που ο ίδιος υποστήριζε ότι «οι Έλληνες θέλουν να μας πάρουν την ταυτότητα και τη γλώσσα μας». Ήξερε τι έλεγε ο κ. Γκρουέφσκι. Εκείνος δεν κρυβόταν. Όμως, εμμείναμε σ’ αυτά. Όχι μόνο διότι χωρίς την επίλυσή τους, η όποια συμφωνία θα ήταν κενό γράμμα. Αλλά διότι έχουν τεράστια συμβολική αξία.
Προφανώς ουδέποτε αμφισβήτησα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Προφανώς ουδέποτε αμφισβήτησα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Άλλωστε, δεν θα ήταν πειστικό. Στηνιθαγένεια, όμως, η πάγια ελληνική θέση, τουλάχιστον μέχρι πριν λίγες μέρες, ήταν ότι έπρεπε να περιγραφεί ως «πολίτες της τάδε χώρας», με το ισχυρό επιχείρημα ότι πρόκειται για πολυπολιτισμική χώρα και η ιθαγένεια οφείλει να εκφράζει όλες τις εθνοτικές ομάδες. Και στη γλώσσα ήμασταν ξεκάθαροι: χαρακτηρισμός που θα συνδέεται με τη νέα ονομασία του κράτους.
Η αλήθεια είναι μία. Αυτή την μάχη δεν την δίναμε για λόγους εντυπωσιασμού αλλά για λόγους ουσίας. Αυτή είναι η καρδιά του προβλήματος. Κι εσείς τη χαρίσατε έχοντας αποδεχτεί ακόμα και την ονομασία Ίλιντεν. Και όλα αυτά στην καλύτερη δυνατή συγκυρία. Πανηγυρίζετε για μια κακή συμφωνία. Παρουσιάζετε τα εύκολα για δύσκολα. Ας μην γελιόμαστε. Αν εμείς είχαμε κάνει αυτές τις παραχωρήσεις, αυτές τις εκπτώσεις, θα είχαμε φτάσει σε συμφωνία πριν δέκα χρόνια. Και τζάμπα. Χωρίς να διχάσουμε τους Έλληνες, όπως κάνατε εσείς».