Την πρώτη της συνέντευξη μετά από το αποτέλεσμα της ευρω-κάλπης που έφερε τη Ν.Δ. νικήτρια με 9,5 μονάδες έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και δρομολόγησε μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις και εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, παραχώρησε στην «δ» η επανεκλεγείσα ευρωβουλευτής της Ν.Δ. κα Ελίζα Βόζεμπεργκ – Βρυωνίδη. Επίσης, αναφέρεται στις προκλήσεις στην Ευρώπη ενόψει της επόμενης Συνόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενώ μιλάει για την άνοδο ακραίων κομμάτων στις ευρωεκλογές, η οποία όμως δεν έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις.
Η συνέντευξη αναλυτικά:
• Κυρία Βόζεμπεργκ, ένα πρώτο σχόλιο για το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών. Δημιουργήθηκαν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο: πάμε σε εθνικές εκλογές, οι ΑΝΕΛ αποσύρονται, οι ακραίες φωνές περιορίστηκαν και έπονται κι άλλα. Η μεγάλη νίκη της Ν.Δ. είναι ωστόσο, αδιαμφισβήτητη. Τι σημαίνει τελικά η μεγάλη διαφορά των 9,5 μονάδων;
Στις ευρωεκλογές οι πολίτες εκφράστηκαν για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια στέλνοντας ένα πολύ ηχηρό μήνυμα αποδοκιμασίας στην κυβέρνηση.
Αποδοκίμασαν, μεταξύ πολλών άλλων, την φοροαφαίμαξη, τα ασύστολα ψεύδη, τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και την ανάλγητη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στις τραγωδίες στη Μάνδρα και το Μάτι.
Όμως η μεγάλη διαφορά των 9,5 μονάδων, δεν ήταν μόνο προϊόν αρνητικής ψήφου εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σαφής έκφραση εμπιστοσύνης προς τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Οι πολίτες εκτίμησαν ότι για πρώτη φορά ένα κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όχι μόνο δεν επιδόθηκε σε εύκολες υποσχέσεις και ακατάσχετη παροχολογία, αλλά αντιθέτως παρουσίασε ένα συγκροτημένο, ρεαλιστικό και πλήρως κοστολογημένο οικονομικό πρόγραμμα με έμφαση στις φοροελαφρύνσεις και στόχο νέες θέσεις εργασίας και επιστροφή στην ανάπτυξη.
Η διαφορά των 9,5 μονάδων σηματοδοτεί την ανάγκη για πολιτική αλλαγή και επιστροφή στην κανονικότητα και επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα επιτέλους γυρίζει σελίδα.
Μάλιστα αυτό φάνηκε και από τη θετική αντίδραση των αγορών, που αν και μέχρι πρόσφατα ήταν επιφυλακτικές απέναντι στη χώρα μας, υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό τη νίκη της ΝΔ και την προοπτική σχηματισμού μίας κυβέρνησης φιλικής απέναντι στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, με αποτέλεσμα από την επομένη των ευρωεκλογών το ελληνικό χρηματιστήριο από τις 730 να ανέβει στις 850 μονάδες και το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου της Ελλάδας να υποχωρεί στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 2,7%.
• Κατά την εκτίμησή σας, οι Έλληνες θα δώσουν το ίδιο δυνατό μήνυμα και στην κάλπη της 7ης Ιουλίου στην απερχόμενη κυβέρνηση του κ. Τσίπρα;
Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα συνειδητά και σκόπιμα κατ’ επανάληψη είπε ψέματα στον ελληνικό λαό, υποτίμησε τη νοημοσύνη του και προσέβαλε το φιλότιμό του, όμως τα περιθώρια περαιτέρω εξαπάτησης έχουν πλέον οριστικά εξαντληθεί.
Το ρεύμα που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία υπέρ της πολιτικής αλλαγής και εις βάρος της χειρότερης κυβέρνησης που γνώρισε ο τόπος από τη Μεταπολίτευση, είναι πολύ ισχυρό και μη αναστρέψιμο.
Οι πολίτες έχουν αντιληφθεί ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ φέρει ακέραια την ευθύνη για την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου με την έξαρση της εγκληματικότητας, την ανοχή στα φαινόμενα ανομίας και παραβατικότητας, την απαράδεκτη κατάσταση στα Πανεπιστήμια, τις σοβαρές ελλείψεις στα Νοσοκομεία, την έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς και την παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου.
Παράλληλα γνωρίζουν ότι η απερχόμενη κυβέρνηση τους επιβάρυνε με ένα τρίτο αχρείαστο μνημόνιο, με ζημιά 100 δις στην οικονομία, με μόνιμα μέτρα 10 δις ευρώ, με δέσμευση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια, με ανέφικτα πλεονάσματα έως το 2060 και με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, που οδηγούν σε μισθούς των 400 ευρώ.
Στις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές ο ελληνικός λαός έστειλε ένα πολύ ηχηρό μήνυμα αποδοκιμασίας προς την κυβέρνηση.
Αυτό όμως που επιδιώκουμε για την κάλπη της 7ης Ιουλίου είναι να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα επιδοκιμασίας και ψήφου εμπιστοσύνης προς τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη!
• Στην Ευρώπη, ωστόσο, οι ακραίες φωνές δεν περιορίστηκαν. Πώς διαμορφώνεται το τοπίο την ‘επόμενη μέρα’ της ευρω-κάλπης;
Τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών, που είχαν προηγηθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μας είχαν προετοιμάσει για την άνοδο ακραίων κομμάτων στις ευρωεκλογές, η οποία όμως δεν έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις.
Η αναμενόμενη πτώση των δυνάμεων του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλιστών, αντισταθμίστηκε σε σημαντικό βαθμό από την άνοδο των Φιλελευθέρων και των Πρασίνων αντίστοιχα.
Επίσης είναι σημαντικό ότι τα ακραία κόμματα αποτελούν ετερόκλιτους πολιτικούς σχηματισμούς, γεγονός που τους στερεί τη δυνατότητα να ενωθούν σε μία ενιαία πολιτική ομάδα και να διαδραματίσουν έναν πιο καθοριστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Με βάση το νέο συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων που διαμορφώθηκε μετά τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου, μπορεί μεν να μην αρκεί η συνεργασία δύο πολιτικών δυνάμεων και να χρειάζονται τουλάχιστον τρεις για να προκύψει πλειοψηφία, όμως δεν διακυβεύεται η δυνατότητα λήψης αποφάσεων από τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου.
• Τι πρέπει να περιμένει η Ελλάδα εφεξής από την ευρωπαϊκή οικογένεια; Θα υπάρξουν αλλαγές στα ευρωπαϊκά όργανα, αλλά θα είναι προς όφελος της χώρας μας;
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δημιουργούν τη βάσιμη προσδοκία ότι μπορούμε να βρούμε ευήκοα ώτα, παρά τις αλλαγές που θα γίνουν στα ευρωπαϊκά όργανα, οι οποίες όμως είναι αναμενόμενες στη λογική της κατανομής των θέσεων ευθύνης μεταξύ των πολιτικών ομάδων με βάση τις νέες κοινοβουλευτικές ισορροπίες
Το θετικό για την πατρίδα μας είναι ότι με το νέο συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να προσβλέπει σε μία Ευρώπη συνοχής, αλληλεγγύης και συνεργασίας, με προσήλωση στα δημοκρατικά ιδεώδη.
Στην αντίθετη περίπτωση, εάν είχαν επικρατήσει οι ακραίες φωνές που επιθυμούν τη διάλυση της Ενωμένης Ευρώπης, τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για μία χώρα πρώτης υποδοχής προσφύγων, με δύσκολους γείτονες, ανοιχτά κρίσιμα εθνικά ζητήματα και σε δυσχερή οικονομική κατάσταση.
Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι η ΝΔ, που θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, την ισχυρότερη πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αυξάνοντας μάλιστα από 5 σε 8 τις έδρες της, σε μία ιδιαίτερα δύσκολη πολιτική συγκυρία.
Μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που εδώ και καιρό αντιμετωπίζεται ως ο επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας, έχει ήδη κάνει επαφές στην Ευρώπη για να παρουσιάσει το πρόγραμμά του και έχει ήδη αποσπάσει δεσμεύσεις για επανεξέταση των υψηλών πλεονασμάτων, που τόσο αψήφιστα συμφώνησε η απερχόμενη κυβέρνηση.
Η Ελλάδα με μία σοβαρή και υπεύθυνη κυβέρνηση, φιλική στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, μπορεί να ωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από την ευρωπαϊκή οικογένεια, μέσα από συνεργασίες, αναπτυξιακά προγράμματα, ανταλλαγές καλών πρακτικών, χρηματοδότηση και ευκαιρίες, που μέχρι σήμερα παρέμεναν αναξιοποίητες εξαιτίας της ανικανότητας και της ιδεοληψίας της απερχόμενης κυβέρνησης.
• Ποια θα πρέπει να είναι τα πρώτα ζητήματα στην ατζέντα του νέου ευρωπαϊκού κοινοβουλίου για την επόμενη πενταετία;
Οι προκλήσεις για την επόμενη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι πολλές και μεγάλες και μάλιστα μέσα σε ένα δύσκολο διεθνές περιβάλλον.
Ανάμεσα στις βασικές προτεραιότητες θα πρέπει να είναι η καταπολέμηση της ανεργίας των νέων, μέσα από μία ισχυρή αναπτυξιακή πολιτική, που θα διασφαλίσει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η τόνωση των επενδύσεων, η αντιμετώπιση του κυβερνοεγκλήματος, η πάταξη της τρομοκρατίας και η ενίσχυση της ασφάλειας των εξωτερικών συνόρων.
Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αποτελεσματική διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος με αναθεώρηση των Συνθηκών του Δουβλίνου στην κατεύθυνση της δίκαιης και αναλογικής κατανομής προσφύγων σε όλη την Ε.Ε, ολοκλήρωση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, που θα ελαφρύνει τις χώρες πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα, επιβολή κυρώσεων στα κράτη μέλη που αρνούνται να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί, στήριξη των τοπικών κοινωνιών, που έχουν πληγεί περισσότερο από το προσφυγικό και έμπρακτο σεβασμό στις αρχές της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και συνεργασίας.
Όμως θα πρέπει να γίνουν αλλαγές και στη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών με έμφαση στην καλύτερη μεταξύ τους συνεργασία, την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και την επιτάχυνση των διαδικασιών, προκειμένου τα προβλήματα των ευρωπαίων πολιτών να φθάνουν πιο γρήγορα στον πυρήνα λήψης των αποφάσεων και να αντιμετωπίζονται πιο αποτελεσματικά.
Την παραπάνω ανάγκη επιβεβαιώνουν οι δυσλειτουργίες που παρατηρήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν κατά το χειρισμό φλεγόντων ζητημάτων, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα την οικονομική κρίση και το προσφυγικό.