Τοπικές Ειδήσεις

Ο Αϊντίν, ο Διαμαντής, ο Ευάγγελος κι ο δρόμος που σε κάνει να ερωτεύεσαι

Είναι γνωστή ως η οδός των ζωγράφων, επρόκειτο μάλιστα να τοποθετηθεί και σχετική μαρμάρινη πινακίδα, όμως το κομμάτι αυτό του δρόμου είναι κάτι παραπάνω από μια απλή διαδρομή με έξι ζωγράφους στη σειρά, στη σκιά του κάστρου. Σ’ αυτά τα περίπου 100 μέτρα που συνδέουν την πύλη Ντ’ Αμπουάζ με την καμάρα για την οδό Ορφέως της Μεσαιωνικής Πόλης, κάθε μέρα συμβαίνει κάτι μαγικό. Μια σειρά ετερόκλητων καλλιτεχνών συναντιούνται εκεί, με μουσικές και έργα ξυπνούν τις αισθήσεις των περαστικών, τους κρατούν για λίγες στιγμές κοντά τους, τόσο όσο η μοίρα να επιλέξει δυο πρόσωπα κι ένας μικρός θεός ν’ αναλάβει δράση. Δεν είναι λίγα τα ζευγάρια εκείνα που ακριβώς στο μικρό αυτό κομμάτι τσιμέντου και παλαιωμένης ασφάλτου, στάθηκαν για λίγο, ν’ ακούσουν τους καλλιτέχνες, να δεχθούν ένα πορτραίτο και εκεί, στις λίγες στιγμές, να ερωτευτούν και στη συνέχεια να φτιάξουν οικογένειες ολόκληρες. Μάλιστα, ένα απ’ αυτά τα ζευγάρια, αυστριακής καταγωγής, θα έρθει στο νησί τον Αύγουστο, για να τιμήσει τα 25 χρόνια γνωριμίας, γάμου, τριών παιδιών, με αφετηρία εκείνο το σημείο.
Είναι καλοκαίρι, το θερινό ηλιοστάσιο βρίσκεται προ των πυλών και αυτό είναι ένα ρεπορτάζ για την οδό με τους καλλιτέχνες και την επίδραση που έχουν τα έργα τους στους περαστικούς.
Ο Αϊντίν με το σάζι
Είναι παλικάρι 27 χρονών, Κούρδος και έφτασε στη Ρόδο πριν λίγα χρόνια, σχεδόν διωγμένος από τη Σμύρνη εξαιτίας της καταγωγής του. Ήρθε και το μόνο που έφερε μαζί του ήταν ένα ηλεκτρικό σάζι, εφτάχορδο μουσικό όργανο που ‘χει για εξάδελφο το μπουζούκι. Ο ήχος του γλυκός, όπως κι ο Αϊντίν που κατακαλόκαιρο φορά μακριές μάλλινες, ροζ-κίτρινες κάλτσες.
«Η μουσική που παίζω είναι δική μου σύνθεση», περιγράφει στη «δημοκρατική» και οι νότες του κατακλύζουν την ατμόσφαιρα, οι περαστικοί σταματούν, ρίχνουν λίγα νομίσματα στη θήκη και συνεχίζουν. Μιλά με σπαστά ελληνικά… όσα έμαθε στα τέσσερα χρόνια που ξέμεινε στη Ρόδο. Τα αγγλικά του λίγα και η διάθεσή του λαμπερή.
«Με τον ήλιο όλοι χαμογελούν, υπάρχει αγάπη στην ατμόσφαιρα. Κάθομαι εδώ, με τη μουσική μου και παρακολουθώ στο απέναντι παγκάκι, κάθονται, γελούν, μερικές φορές κάποιοι κλαίνε, τα ζευγαράκια αγκαλιάζονται. Κάτι έχει η ατμόσφαιρα, ίσως το κάστρο, σίγουρα ο ήλιος ή τα βράδια το φεγγάρι και τα κίτρινα φώτα, κάτι τους επηρεάζει σ’ αυτό το δρόμο και όλοι αγαπιούνται».
Ο βιοπορισμός του έρχεται από το δρόμο. Το χειμώνα τον πέρασε παίζοντας σάζι έξω από το ΕΒΕΔ, με το όνειρο να μαζέψει λεφτά και να πάει στο Βερολίνο, να συναντήσει άλλους καλλιτέχνες και νέα ρεύματα. Μέσα του τα κατάφερε. Άλλωστε, έφυγε από την ανασφάλεια και ήρθε στην ασφάλεια του νησιού. Το λέει και ο ίδιος. «Εδώ νιώθω ασφαλής», και η ειρωνεία είναι πως ο κολλητός του φίλος στη Ρόδο είναι ένας Τούρκος καλλιτέχνης, πιθανότατα φλαουτίστας, καθώς όταν ήρθε κοντά μας κρεμόταν ένα ταγάρι από τον ώμο του και από μέσα ξεχώριζε ένα τέτοιου είδους πνευστό. Μπορεί και να κάνω λάθος. Το σίγουρο είναι πως Κούρδος και Τούρκος έκατσαν μαζί στο πωρολιθένιο πεζούλι της οδού των καλλιτεχνών και εγκάρδια γέλασαν.






Ο Διαμαντής
από το Τεπελένι
Είναι ζωγράφος και λειτουργεί την τέχνη του βυθισμένος στη σιωπή. Στη συνάντησή μας έφτιαχνε τον πίνακα μιας οικογένειας. Πατέρας, μάνα και τρία παιδιά. Είναι από τους παλιούς στο δρόμο των ζωγράφων και εξηγεί στη «δημοκρατική» εκείνα που βλέπει:
«Λείπουν τρία από τα παγκάκια στο δρόμο μας, κάποιοι μεθυσμένοι τα πέταξαν από το τείχος κάτω. Ίσως επειδή τα παγκάκια βρισκόντουσαν το ένα απέναντι από το άλλο και οι κοπέλες όταν κάθονται νιώθουν άβολα με εκείνους που κάθονται στην άλλη πλευρά. Επίσης λείπουν τρία πλατάνια και μένουν τα παρτέρια άδεια. Εμείς να τα φυτέψουμε, αλλά κάποιος πρέπει να μας δώσει νερό να τα ποτίζουμε, χωρίς νερό δε θα αντέξουν».
Μιλά και ζωγραφίζει. Είναι αφοσιωμένος στο έργο του, αλλά και στην ανάγκη να πει ότι ο δρόμος αυτός είναι πια καιρός να αποκτήσει την αξία που του πρέπει. «Χρειάζεται μια πινακίδα. Οδός ζωγράφων. Είναι κόσμος που έρχεται στη Ρόδο μόνο για να περπατήσει αυτή τη μικρή διαδρομή» λέει και δεν έχει άδικο. Η οδός των ζωγράφων ή οδός των καλλιτεχνών της μεσαιωνικής πόλης είναι τοπόσημο γεμάτο αναμνήσεις. Το κουβεντιάζουμε και στην αναφορά των αναμνήσεων ο Διαμαντής θυμάται τον παππού του να μιλά για το έπος του ’40. «Εγώ ήμουν παιδί, ζωγράφιζα και ο παππούς μιλούσε για τον πόλεμο. Είναι κομμάτι της ιστορίας μας και είναι μια ιστορία που μας ενώνει», είπε και επέστρεψε στη σιωπή του. Ό,τι μας ενώνει, πολλές φορές μας πληγώνει και καλό είναι εκείνες τις στιγμές τα λόγια να κρύβονται γιατί οι λέξεις έχουν αιχμές και εύκολα χαράζουν νέες πληγές.
Ο ναυτικός Ευάγγελος
με το μπουζούκι
«Πρώτη φορά έπιασα Ρόδο πριν σαράντα χρόνια. Η δουλειά μου ήταν στη μηχανή και θα δέναμε μόνο για λίγες ώρες, όσο να ξεφορτώσει το καράβι καύσιμα στις δεξαμενές εκεί κοντά στο Κορακόνερο. Ρίχνω, που λες, πετονιά και σχεδόν χωρίς δόλωμα έπιασα κάτι ψαρούκλες, νααα!, με το συμπάθιο. Γυρνώ και λέω στο φίλο μου, Νικόλα ‘ετούτος εδώ ο τόπος είναι ευλογημένος. Να τα φέρει η ζωή στη σύνταξη να ξεμπαρκάρουμε εδώ’. Πέρασαν τα χρόνια, γύρισε, γύρισε και εγώ ήρθα εδώ κι ο φίλος μου ο μαρκόνι (ασυρματιστής) ξεμπάρκαρε στην Κρήτη, εκεί γνώρισε μια γιαπωνέζα και μετακόμισε στη Γιοκοχάμα».
Ο Ευάγγελος κάθεται στο παγκάκι στην αρχή του δρόμου των καλλιτεχνών. Δεν θέλει να του φωτογραφίσω το πρόσωπο. Συμφωνούμε σε μια φωτογραφία πλάτη ή τα χέρια του όσο παίζει μπουζούκι κι εκείνος αρχίζει τις «αραπίνες» του Τσιτσάνη. Στη θήκη μπροστά του υπάρχουν λίγα νομίσματα, πολλά από αυτά κοκκινάκια, μιλά στη «δημοκρατική» για την αγάπη του.
«Είμαι σαλονικιός και ο πατέρας μου κάθε φορά που με έβλεπε σε κάποια παρέα με μπουζούκι, φώναζε, δεν το ήθελε. Όσο φώναζε εκείνος, άλλο τόσο εγώ το έψαχνα. Έτσι πάει. Μπάρκαρα στα καράβια, δουλειά στις μηχανές, μέχρι που δεν πήγαινε άλλο και βγήκα στη σύνταξη. Έπαιρνα λεφτά, ζούσα όχι με χαβιάρια, αλλά καλά, μέχρι που εκείνος ο κλέφτης μας έκοψε τις συντάξεις και έφτασα στο ένα τρίτο εκείνων που έπαιρνα. Πώς να τα βγάλεις πέρα; Δε γίνεται. Παίζω με το μπουζούκι μου εδώ, συμπλήρωμα, δε γίνεται αλλιώς, ξέρεις…».
Ο Ευάγγελος είναι 78 χρονών, η δουλειά στις μηχανές των καραβιών του άφησε παρακαταθήκη στην ακοή. Παίζει, ίσως χωρίς να ακούει. Όμως παίζει και με τη μουσική του δυναμώνει την ενέργεια στην ατμόσφαιρα. Όταν ακούγεται η μελωδία του Ευάγγελου, ο Αϊντίν από απέναντι σταματά να παίζει το ηλεκτρικό σάζι, δεν θέλει να τον επισκιάσει… τον σέβεται, άλλωστε μιλούν την ίδια γλώσσα· όλοι στο δρόμο των καλλιτεχνών, είτε είναι ζωγράφοι, είτε μουσικοί, είτε απλώς περαστικοί, όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου