Του Σπύρου Δημητρέλη
Μπροστά σε μια απίστευτη κατάσταση πρακτικών φοροδιαφυγής εκτός ορίων βρίσκονται καθημερινά οι ελεγκτές της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Επιβάλλουν καθημερινά δεκάδες λουκέτα για μη έκδοση αποδείξεων, αλλά αυτό δεν φαίνεται να συνετίζει την αγορά αφού η φορολογική παραβατικότητα βρίσκεται στα ύψη. Η δικαιολογία όσων πιάνονται να μην κόβουν αποδείξεις; “Με τη μη έκδοση αποδείξεων θα μας βάλουν λουκέτο για δυο ημέρες. Αν κόβουμε όλες τις αποδείξεις θα βάλουμε οριστικά λουκέτο μόνοι μας, αφού θα μπαίνουμε μέσα”.
Το παραπάνω το ακούν συνεχώς οι ελεγκτές που πηγαίνουν στις επιχειρήσεις, κυρίως της εστίασης, για έλεγχο έκδοσης αποδείξεων. Και αν αναλογιστεί κανείς ότι με βάση στοιχεία μελέτης του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών οι Έλληνες θα πρέπει από τους 12 μήνες κάθε χρόνου να δουλεύουν τους επτά για την εφορία και το κράτος, γίνεται κατανοητό ότι το παραπάνω επιχείρημα μάλλον δεν βρίσκεται εντελώς στη σφαίρα της φαντασίας.
Η λογική που περιγράφουν ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που επιλέγουν το σπορ της μη έκδοσης αποδείξεις είναι απλή. Σε κάθε 100 ευρώ καθαρών εσόδων μιας επιχείρησης ακόμη και 70% καταλήγει στα ταμεία του κράτους με αποτέλεσμα η επιχείρηση να καλείται να επιβιώσει με τα υπόλοιπα 30 ευρώ. Με αυτά θα πρέπει να πληρώσει προμηθευτές, λειτουργικά έξοδα, εργαζόμενους και βεβαίως να μπορέσει να αμειφθεί και ο ίδιος ο επιχειρηματίας για την επένδυση που έκανε.
Οι επιβαρύνσεις που περιλαμβάνονται σε καθαρό κέρδος 100 ευρώ μιας επιχείρησης είναι 24% ΦΠΑ, ασφαλιστικές εισφορές 27%, φόρος εισοδήματος 29%, καθώς και άλλες επιβαρύνσεις, όπως το τέλος επιτηδεύματος, που μεταφράζονται σε μονάδες φορολογικής επιβάρυνσης.
Αν και δεν το λένε δημόσια, ακόμη και επικεφαλής συνδικαλιστικών φορέων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, επιχειρηματολογούν με βεβαιότητα ότι αν κάποιος κόβει όλες τις αποδείξεις το λουκέτο είναι μαθηματικά βέβαιο. “Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους, παρά τη συνεχή δημοσιοποίηση λουκέτων για φοροδιαφυγή, πολλοί συνεχίζουν να αναλαμβάνουν το ρίσκο της μη έκδοσης απόδειξης”.
Ποια είναι η λύση; Η απάντηση είναι ίδια, όποιος και αν ερωτηθεί. Μείωση των φορολογικών συντελεστών προκειμένου να μη συμφέρει η φοροδιαφυγή. Αυτήν τη στιγμή το “κέρδος” για μια επιχείρηση που δεν εκδίδει απόδειξη είναι τόσο μεγάλο που έχει αρχίσει να δημιουργείται πλέον ένας άτυπος διπλός τιμοκατάλογος. Μια κανονική τιμή με έκδοση απόδειξης και άλλη μια μειωμένη χωρίς απόδειξη.
Στο υπουργείο Οικονομικών όταν ακούν αυτούς τους προβληματισμούς υποστηρίζουν ότι η διαδικασία πρέπει να πάει αντίστροφα. Ότι η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης θα φέρει τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και όχι το ανάποδο, το οποίο όποτε επιχειρήθηκε στο παρελθόν απλώς μείωσε τα φορολογικά έσοδα. Μάλιστα ποντάρουν πολλά στην εγκατάσταση συσκευών ηλεκτρονικών χρεώσεων POS που από τις 27 Ιουλίου θα είναι υποχρεωτική σε όλη την αγορά.
Το τι θα γίνει βέβαια θα φανεί τους επόμενους μήνες και βεβαίως τα επόμενα χρόνια. Η Ελλάδα καλείται να πετύχει κάτι που για πολλούς μοιάζει ακατόρθωτο. Υψηλά πλεονάσματα για πολλά χρόνια πάνω σε με μια εξαντλημένη, συρρικνωμένη και υπερφορολογημένη φορολογική βάση. Και όλα αυτά ενώ θα έρθουν και νέες μεγάλες περικοπές δαπανών και του αφορολόγητου ορίου. Το τι θα γίνει τελικά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι όσο το κράτος υπερφορολογεί χωρίς να είναι ουσιαστικά και ποιοτικά ανταποδοτικό, οι Έλληνες πάντα θα αναζητούν τρόπους για να του κρύψουν το εισόδημά τους…
capital.gr