Με πολλή αγάπη, στην μνήμη του αγαπημένου αδερφικού μου φίλου, στο ξενάκι της καρδιάς μας, Μανώλη Κοντό.
Η Αστυπάλαια είναι νησί με πλούσια λαϊκή παράδοση, που οι κάτοικοι διατηρούν ζωντανή μέχρι τις ημέρες μας. Τα πανηγύρια του νησιού είναι από τα ζωηρότερα του νοτίου Αιγαίου, ενώ ξεχωριστά έθιμα συνοδεύουν όλες τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές. Άνθρωποι γνήσιοι και εγκάρδιοι, οι Αστροπαλίτες προσφέρουν εξαιρετική φιλοξενία και χαίρονται να σας μιλούν για τον τόπο τους. Το νησί είναι αναμφίβολα ιδανικός καλοκαιρινός προορισμός, καθώς συνδυάζει φυσικές ομορφιές, εναλλακτική φυσιογνωμία και αρκετή ζωντάνια.
ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ
Η Χώρα: Χτισμένη στα κυκλαδίτικα πρότυπα και απλωμένη πάνω σε ένα λόφο που εισχωρεί στη θάλασσα, η Χώρα της Αστυπάλαιας δεσπόζει στον ορίζοντα του νησιού και είναι θεατή από τα περισσότερα σημεία του. Περπατήστε στα πολυάριθμα λιθόστρωτα σοκάκια και απολαύστε βόλτες-εξερεύνησης που αποκαλύπτουν τις όμορφες γωνιές του οικισμού. Στον αυχένα του λόφου της Χώρας στέκουν αγέρωχοι οι οχτώ χαρακτηριστικοί πέτρινοι ανεμόμυλοι, πέντε εκ των οποίων είναι αναπαλαιωμένοι και λειτουργούν. Ο ένας από αυτούς στεγάζει και το γραφείο πληροφοριών του Δήμου του νησιού ενώ ένας άλλος χρησιμοποιείται για διάφορες εκδηλώσεις κατά την διάρκεια του φεστιβάλ της Αστυπάλαιας.
Το Κάστρο: Πάνω από τη Χώρα κυριαρχεί το Κάστρο των Quirini με τα οικόσημα και τους θυρεούς της βενετσιάνικης οικογένειας που κυριάρχησε στο νησί –με ένα διάλλειμα βυζαντινοκρατίας από το 1269 μέχρι το 1310- για πάνω από 300 χρόνια, αρχής γενομένης το 1207. Τότε ο Μάρκος Σανούδος, κυβερνήτης του δουκάτου της Νάξου, παραχώρησε την Αστυπάλαια στον φίλο του Ιωάννη Κουιρίνι, ο οποίος έχτισε το κάστρο από σκούρα ντόπια πέτρα. Αναμνηστικές πλάκες με τους διαδόχους Κουιρίνι υπάρχουν σε διάφορα μέρη του κάστρου, μαρτυρώντας το μεγαλείο και τη μακροημέρευση εκείνων των ηγεμόνων. Στο κάστρο απ’ όπου θα θαυμάσετε την υπέροχη θέα του Αιγαίου και της Χώρας, θα συναντήσετε δύο κατάλευκες εκκλησίες με περίτεχνα καμπαναριά, την Παναγιά του Κάστρου (Ευαγγελίστρια) και τον Άγιο Γεώργιο.
Η Παναγιά η Πορταΐτισσα: Η εκκλησία που βρίσκεται στη Χώρα ακριβώς δίπλα στην πόρτα του Κάστρου, είναι μία από τις πλέον γραφικές στα Δωδεκάνησα. Χτίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα και έχει ξυλόγλυπτο τέμπλο, ντυμένο με λεπτό φύλλο χρυσού, μοναδικό στο είδος του. Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα της Παναγιάς, είναι αντίγραφο της εικόνας της μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Η εκκλησία γιορτάζει με μεγάλο πανηγύρι στις 15 Αυγούστου.
Αρχαιολογικό Μουσείο: Μικρό αλλά ενδιαφέρον μουσείο όπου φιλοξενούνται ευρήματα από την προϊστορική εποχή ως τα μεσαιωνικά χρόνια, καταγράφοντας τη
μακραίωνη κατοίκηση του νησιού. Εξαιρετικά πήλινα αγγεία, κοσμήματα, αναθηματικές επιγραφές, εργαλεία αλλά και τα περίτεχνα οικόσημα των Κουίρινι, εντυπωσιάζουν με την τέχνη και τη λεπτομέρεια των απεικονίσεών τους. Το μουσείο λειτουργεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες Ιούλιο και Αύγουστο.
Ο Πέρα Γιαλός: Ακριβώς κάτω από τη Χώρα προς την ανατολική μεριά, θα συναντήσετε το παλιό λιμάνι του νησιού. Χαριτωμένος οικισμός με ταβερνάκια, καφέ και μαγαζιά με ωραία αναμνηστικά, συνίσταται για χαλαρωτικό καφέ και ποτό το απόγευμα. Εδώ θα κανονίσετε με τα καραβάκια την εκδρομή σας στις κοντινές νησίδες με τα μοναδικά νερά.
Οικισμοί & αρχαιολογικοί χώροι: Στην ανατολική άκρη του νησιού, η γραφική Μαλτεζάνα που πήρε το όνομά της από τους Μαλτέζους πειρατές, έχει τους δικούς της fan για την ήρεμη παραλία της και το ήπιο τοπίο. Μην παραλείψετε μια επίσκεψη στα Λουτρά του Ταλαρά στην Ανάληψη, για να θαυμάσετε υπέροχα ψηφιδωτά της ελληνιστικής εποχής, μοναδικά στον ελλαδικό χώρο, που απεικονίζουν τις εποχές του χρόνου και τα σύμβολα του ζωδιακού κύκλου. Αξίζει να πάτε στο γραφικό και απάνεμο Βαθύ, χτισμένο σε έναν πολύ κλειστό όρμο που μοιάζει με λιμνοθάλασσα. Στην είσοδο του όρμου υπάρχουν απομεινάρια μινωικού οικισμού.
Φεστιβάλ Αστυπάλαιας: Τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί το φεστιβάλ με τίτλο «Στην Αστυπάλαια για τις Τέχνες και τον Πολιτισμό», με σειρά από πολιτιστικές εκδηλώσεις, εκθέσεις φωτογραφίας και βιβλίου, θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες με στόχο την προώθηση και διάδοση του πολιτισμού και την αναβίωση εθίμων όπως ο αστυπαλίτικος γάμος.
Πανηγύρια: Πιο σημαντικό είναι το τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου στην Παναγιά την Πορταΐτισσα, με καλεσμένους όλους τους ντόπιους και επισκέπτες του νησιού, όπου προσφέρεται άφθονο κρασί και «λαμπριανό» (παραδοσιακό γεμιστό αρνί). Την επόμενη μέρα θα σας δοθεί η ευκαιρία να δείτε μια κεφάτη γιορτή που αναδεικνύει το πειρακτικό πνεύμα των νησιωτών, τα «Κουκάνια» με αγώνες κολύμβησης, «γιαουρτοτάισμα», όπου οι συμμετέχοντες προσπαθούν να ταΐσουν ο ένας τον άλλο γιαούρτι με δεμένα μάτια. Ακόμα θα διασκεδάσετε βλέποντας ή συμμετέχοντας στο έθιμο του «πετεινού» κατά το οποίο ένας ξύλινος πετεινός δένεται στην άκρη μιας κολώνας αλειμμένης με γράσο. Νικητής είναι αυτός που θα φτάσει πρώτος στον κόκορα περπατώντας πάνω στο γράσο. Στις 8 Σεπτεμβρίου γίνεται το πανηγύρι της Παναγιάς του Θωμά στο Βαθύ, με νησιώτικο γλέντι. Στις 2 Φεβρουαρίου το πανηγύρι της Παναγιάς της Φλεβαριώτισσας αποτελεί το χειμερινό ραντεβού των Αστυπαλαιωτών και ευκαιρία για γλέντι.
Λαογραφική-Λογοτεχνική Γωνιά
Λαϊκά Παραμύθια Αστυπάλαιας
Αποσπάσματα
Ο πονηρός γέρος
Μια φορά ήταν ένας γέρος και μια γριά και δεν είχανε παιδάκια. Ήτανε όμως νοικοκύρηδες. Είχανε τ’ αμπέλια τους, τα χωράφια τους, τα βόδια τους και δεν τους
έλειπε τίποτα. Σαν παραγέρασε πια ο γέρος και δεν μπορούσε να τα φέρει βόλτα, όλ’ αυτά που είχε, σκεφτήκανε να τα πουλήσουνε, να πάρουνε παράδες και να καλοπεράσουνε τα γηρατειά τους. Τα πούλησαν λοιπόν όλα κι άφησαν μόνο ένα όμορφο δαμαλάκι, που το ήθελε η γριά, για παρηγοριά, αφού δεν είχε άλλη συντροφιά.
Είχε λοιπόν, η καλή σου η γριά, το δαμαλάκι κάμποσο καιρό και το τάιζε και το πότιζε, σαν να ήτανε παιδί. Όταν όμως μεγάλωσε, το βαρέθηκε και λέει του γέρου:
«Γέρο μου, να βρεις κανένα να πουλήσουμε το δαμάλι, γιατί το βαρέθηκα».
«Και ποιόν να βρω;» της λέει ο γέρος. «Σαν θέλεις να το πουλήσεις, να το πάρεις την Κυριακή το πρωί, να το πας στο χωριό, που θα ’ναι μαζεμένοι οι αθρώποι, να το μοσχοπουλήσεις».
Καλά της το ’πεν ο γέρος, καλά το κάνει. Την Κυριακή το πρωί παίρνει το δαμάλι και το πάει στο χωριό. Εκεί που το πήγαινε τη βλέπουνε τρεις δεκατιστές*, που πηγαίνανε στην εκκλησία, κι αποφασίζουνε, μεταξύ τους, να γελάσουνε τη γριά και να της πάρουνε το δαμάλι για τράγο.
Παίρνει κι η γριά το δαμάλι, πάει έξω από την εκκλησία και περίμενε ν’ απολύσει, για να βγει ο κόσμος και να το πουλήσει.
Αφού απόλυσε η εκκλησία, βγαίνει ο ένας δεκατιστής, πάει κοντά στη γριά και τη ρωτάει: «Πόσο τον πουλάς, γριά, αυτόν τον τράγο;»
«Καλέ, τι λες; Δε βλέπεις πως είναι δαμάλι και τον λες τράγο; Μπας κι είναι τα μάτια σου ακόμα θαμπωμένα και δεν καλοβλέπεις;»
«Μωρή, γριά», της λέει πάλι αυτός, «έλα στο νου σου, μη λες τέτοια λόγια, να μη σε γελούν οι αθρώποι. Να σου δώσω τριάντα γρόσια* να μου δώσεις τον τράγο;»
«Άμε στο καλό σου, χριστιανέ μου, και μη με πειράζεις!»
Δεν πρόλαβε αυτός να πάει παρακεί, βγαίνει ο άλλος και της λέει:
«Τι ’ναι γριά; Μου πουλάς αυτόν τον τράγο;»
Η γριά, που ’λαφροζύγιαζε* κομματάκι, κοίταξε καλά καλά το δαμάλι, μπας κι ήτανε τράγος, κι ύστερα του λέει:
«Καλέ μου, άνθρωπε, αυτό είναι δαμάλι. Γιατί μου το λες τράγο;»
«Μπα, μπα!», της λέει ο δεκατιστής, «ξέρεις και χωρατά;»
«Και πόσα μου δίνεις;» λέει η γριά.
«Πόσο να σου δώσω; Να σου δώσω εικοσπέντε γρόσια, γιατί πια είναι και γέρικος ο τράγος».
«Μπα, αυτό δε γίνεται. Θα με σκοτώσει, την κακομοίρα, ο γέρος μου. Εκείνος, που κάθεται εκεί δα, μου ’δινε τριάντα και του λόγου σου μου δίνεις εικοσπέντε!»
«Άι, να χαίρεσαι το πράμα σου, γριά μου», της λέει και πάει κι αυτός και κάθεται μαζί με τον άλλο.
Ο παπουτσής και η βασιλοπούλα
Μια φορά ήταν ένας παπουτσής και κατάφερε με την τέχνη του να γίνει πολύ πλούσιος. Έχτισε σπίτια, μαγαζιά, είχε δούλους, δούλες και ζούσε μια χαρά.
Μα ύστερα έκαμε τρεις κόρες, κι εκείνες το ρίξανε στο λούσο. Έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, έφαγαν όλη την περιουσία του πατέρα τους, που την απόχτησε με κόπο και με ιδρώτα και τον έκαναν να περπατεί με μισό παπούτσι. Από πρωτομάστορας κατάντησε να γίνει μπαλωματής και να βγάζει μια δεκάρα, ίσα για να ζει το σπίτι του.
Μια μέρα πήγε ένας Εβραίος και του ζήτησε να του μπαλώσει το παπούτσι του και, σαν του το μπάλωσε, βγάζει και του δίνει ένα φλουρί. Μόλις είδε ο κακόμοιρος ο παπουτσής το φλουρί, του λέει: «Αφέντη μου, με υποχρέωσες. Ο κόπος μου κάνει μια δεκάρα και συ μου δίνεις ένα φλουρί!»
«Βρε αδελφέ», του λέει ο Εβραίος, «εγώ ήθελα και στο ’δωσα. Τι σε μέλλει εσένα;»
«Ας σου το δώσει λοιπόν ο Θεός απ’ αλλού, να ζήσω κι εγώ τα παιδάκια μου», του λέει ο παπουτσής.
«Έχεις παιδιά;»
«Αμέ! Έχω τρεις κόρες»
«Και, πώς ζείτε;»
«Ε, τι να κάνουμε; φτωχικά. Μεροκάματο, μεροφάγωτο».
«Βρε, καημένε»,του λέει τότε ο Εβραίος, «δεν αφήνεις το σπίτι σου, νά ’ρθεις μαζί μου, να σου δώσω χίλια φλουριά; Όμως, θα κάνουμε μια συμφωνία: Όταν με δεις ν’ ανοίξω ένα χαρτί και διαβάζω, ό,τι κι αν δεις, δε θα μιλήσεις».
Μόλις άκουσε ο παπουτσής χίλια φλουριά, του λέει: «Μπράβο, έρχομαι».
Του μετράει λοιπόν, ο καλός σου ο Εβραίος, τα φλουριά, τα παίρνει αυτός, τα πάει της γυναίκας του, και της λέει πως βρέθηκε ένας άνθρωπος και του έδωσε αυτά τα φλουριά, μα θα τον πάρει κάμποσες μέρες μαζί του, για συντροφιά, και κείνη να ’χει το νου της στο σπίτι, ώσπου να γυρίσει. Παίρνει από το σπίτι του ό,τι του χρειαζότανε, και πάει και βρίσκει τον Εβραίο κι αρχίζουνε τη στράτα τους. Πηγαίνανε, πηγαίνανε με κουβέντες, με γέλια, ώσπου φτάσανε σ’ ένα ψηλό βουνό. Εκεί, έβγαλε ο Εβραίος ένα χαρτί κι άρχισε να διαβάζει. Σώπασε ο καλός σου ο παπουτσής και, ξαφνικά, σκίζεται το βουνό και μπαίνουν μέσα. Προχωρούν προς τα κάτω και βρίσκουν έναν πύργο. Χτυπάει ο Εβραίος κι ανοίγει η πόρτα και βλέπουν μια κόρη μέσα, σαν το κρύο νερό, και λέει του Εβραίου, που ακόμα διάβαζε: «Βρε, αδερφέ, ακόμα δε βαρέθηκες να με τυραννάς;» Μετά, βγάζει το μαντίλι της και του το δίνει και, όσο διάβαζε ο Εβραίος, έβγαζε ένα-ένα ρούχο και του το έδινε. Ο παπουτσής έβλεπε, με δε μιλούσε. Περίμενε να δει τι θ’
απογίνει. Μα ύστερα πια, σαν είδε την κόρη κι έμεινε μόνο με το πουκάμισο, στενοχωρήθηκε και λέει του Εβραίου: «Μα εσύ δεν υποφέρεσαι. Θα γδύσεις το κορίτσι!» Και μόλις είπε αυτά τα λόγια, χάθηκαν από μπροστά του κι ο Εβραίος κι η κόρη.
Το χρυσό κουτάκι
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχανε ένα μοναχογιό.
Μια μέρα του λέει ο πατέρας του: «Βλέπεις, παιδάκι μου, πως άλλο παιδί δεν έχω κι έτσι όλη μου η περιουσία είναι δικιά σου. Γι’ αυτό θέλω να σε παντρέψω, να κάμεις παιδάκια, να τα βλέπω κι εγώ, ο καημένος, να χαίρομαι στα γηρατειά μου, γιατί εσύ είσαι η μόνη μου ελπίδα». Μα το βασιλόπουλο με κανένα τρόπο δε θέλει να παντρευτεί, κι όσα του λέει ο μπαμπάς του από το ένα αυτί τα βάζει κι από τ’ άλλο τα βγάζει.
Σε καμιά βδομάδα, του το λέει πάλι ο μπαμπάς του, μπας κι άλλαξε γνώμη.
«Παιδί μου, διάλεξες καμιά; Όποια σ’ αρέσει, εκείνη θα σου δώσω».
Αν μιλεί η πέτρα, μιλεί και το βασιλόπουλο! Τα μυαλά του έτσι εύκολα δε γυρίζουν.
Τι να κάμει ο βασιλιάς; Βάζει μεσίτρες, του μιλούν, του ξαναμιλούν, μα τίποτα δεν καταφέρνουν.
Ακουγότανε όμως πως σ’ έναν τόπο ήτανε μια πάρα πολύ όμορφη κι έβαλε ένα στοίχημα: «Όποιος καταφέρει να την κάνει να του μιλήσει, τρεις φορές, θα τον πάρει άντρα της, αλλιώς, όποιος κι ήταν, θα τον σκοτώνανε». Του ήρθε λοιπόν κι αυτουνού η όρεξη να πάει να στοιχηματίσει για κείνη την κόρη.
Μια μέρα λοιπόν, που του ξανάλεγε ο μπαμπάς του να παντρευτεί, του λέει:
«Ε, σαν θες, πατέρα μου, να με παντρέψεις, να μου δώσεις εκείνη την όμορφη».
«Έλα, παναγιά μου, έλα στο νου σου, παιδάκι μου, και μακάρι να μου περνούσε και με τις χαρές σου. Μα δεν ακούς πως εκείνη στοιχηματίζει κι έχει τόσα παλικάρια σκοτωμένα; Θέλεις να σου φάει και το δικό σου κεφάλι; Έχει δα τόσες άλλες βασιλοπούλες και βεζιροπούλες, που είναι σαν τα κρύα νερά, και καμιά δε σ’ αρέσει;»
«Αυτά, που μου λες, είναι παραμύθια, και ζητάς να μου σβήσεις τη φωτιά. Εγώ, μπαμπά μου, δεν παντρεύομαι άλλη. Θα φύγω και θα πάω για κείνη, κι ας χάσω και τη ζωή μου για το χατίρι της».
«Αχ, παιδάκι μου, πώς μου καις την καρδιά με τ’ άσχημά σου λόγια! Δε λυπάσαι εμένα, δε λυπάσαι τη μάνα σου, που υπέφερε, η καημένη, τόσα και τόσα ώσπου να σε κάμει κοτζάμ παλικάρι. Αυτά είναι τα καλά που περιμέναμε από σένα, να μας ποτίσεις χολές και φαρμάκια τώρα στα γεράματά μας; Αχ, και τι να σου πούμε, σαν δεν ακούς καθόλου τους μεγαλύτερούς σου, και θα πας κακήν κακώς! Όχι, όχι, να μη σε βρει κακό, παιδί μου! αστοχιά στα λόγια μου».
«Τίποτα, τίποτα μη μου λες, πατέρα. Τα μυαλά μου δε γυρίζουν».
Ε, τότε πια μαύρισε το μάτι του βασιλιά να κλαίει μπροστά του, σα μωρό παιδί, να πολεμά για το καλό του, κι εκείνος στο γινάτι του γινάτι.
Η τίμια γυναίκα
Μια φορά ήταν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος κι είχε μια γυναίκα που δεν έκανε παιδιά. Πήρε λοιπόν μια ψυχοκόρη και την ανέθρεψε και της έγραψε όλη του την περιουσία. Κι ήτανε, στ’ αλήθεια, μια πολύ όμορφη και καλή κόρη.
Κάποτε, ο άντρας κι η γυναίκα πέθαναν κι η κόρη κληρονόμησε όλα τους τα πλούτη.
Κάθε σκόλη μαζεύονταν στο σπίτι της κι άλλα κορίτσια και της κρατούσανε συντροφιά.
Μια μέρα, που κάθονταν στο μπαλκόνι κι έπαιζαν χαρτιά, πέρασε από κάτω ένα παλικάρι και καθώς είδε την κόρη, τριγύριζε από κάτω και δεν έλεγε να φύγει. Όταν έφυγαν τ’ άλλα κορίτσια, να πάει το καθ’ ένα στο σπίτι του, κι έμεινε ολομόναχη η κόρη, σκύβει και ρωτάει το παλικάρι:
«Τι έχεις, παλικάρι μου, και δεν πας στη δουλειά σου;»
«Άχου, μάτια μου», της λέει, «και πώς μπορώ να φύγω από δω να και ν’ αφήσω εσένα;»
Την άλλη μέρα το παλικάρι πάλι από κάτω από το σπίτι της κόρης. Τότε κι αυτή, που της άρεσε το παλικάρι, γιατί ήτανε και λιγάκι λεβέντης, του φωνάζει ν’ ανεβεί απάνω. Ανεβαίνει αυτός, με πολλή χαρά, και τον ρωτάει: «Τι σκοπό έχεις;».
«Αν δε σε παντρευτώ, ψυχή μου, θα πέσω να θανατωθώ!»
«Όχι», του λέει, «γιατί να σκοτωθείς, που είσαι νέος; Εγώ είμαι λεύτερη, έχω κάμποσα πραματάκια, που μ’ άφησαν οι γονείς μου, και θέλω κι εγώ να βρω ένα παλικάρι, που να μπορεί να με ζήσει. Ας είσαι λοιπόν, του λόγου σου».
Φωνάζουν τότε τους παπάδες και τους παντρεύουν.
Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, κι είδε η κόρη πως ο άντρας της δεν ήθελε να πιάσει καμιά δουλειά, κι ούτε να βγει έξω από το σπίτι και, κόντευαν κιόλας να φάνε κι όλη της την προίκα, του λέει μια μέρα:
«Για πες μου, άντρα μου, τι σκοπό έχεις; Μέχρι πότε θα κάθεσαι έτσι δα, χωρίς να κάνεις τίποτα; Βλέπεις πως σιγά-σιγά δε θα ’χουμε ούτε ψωμί να φάμε;»
Εκείνος, στο γουδί το γουδοχέρι! Τον έβλεπε η κόρη και πικραινότανε. Αφού πια είδε κι αποείδε, πως δεν έχει όρεξη για τίποτα, βγαίνει αυτή, ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, του βρίσκει μια δουλειά, να μπαρκάρει μ’ ένα καράβι.
Γύρισε λοιπόν στο σπίτι και του είπε τα νέα.
Τότε εκείνος της λέει: «Ξέρεις, γυναίκα μου, γιατί δε θέλω να πάω σε καμιά δουλειά; Γιατί, θαρρώ, πως άμα φύγω από κοντά σου, θα σε πάρει κανένας άλλος και θα μείνω ’γω στα κρύα του λουτρού».
«Έννοια σου, άντρα μου, μην έχεις καμιά υποψία πως εγώ θα σου κάμω τέτοιο πράμα. Και για να ’σαι σίγουρος, πάρε μαζί σου αυτή τη φορεσιά τα ρούχα, που ’ναι άσπρα σαν το κρίνο, και σαν τα δεις να λερωθούν, τότε να πεις πως σ’ απάτησα, αλλιώς θα μείνω πάντα πιστή σε σένα».
Το χρυσό άλογο
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλέας κι ένας παπάς, κι είχανε τόσες αγάπες που θαρρούσες πως ήταν αδέλφια. Μαζί τρώγανε, μαζί πίνανε, μαζί ξεκακίζανε*, και μια στιγμή ν’ αποχωριστούνε δεν μπορούσανε.
Όλα τα καλά είχανε μα τι τα θέλεις, που οι γυναίκες τους ήτανε στείρες και, πάντα τους, ήτανε πικραμένοι που δεν είχανε κληρονόμους.
Μια μέρα, εκεί δα που κουβεντιάζανε οι δυο τους, λέει ο βασιλιάς:
«Ε, ψυχή μου, παπά, τι καλό που θα ’τανε για μας να γκαστρωνότανε οι γυναίκες μας,
και να κάμουνε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι να μην ξεχωρίσουμε καθόλου…»
«Καλό θα ήτανε, βασιλιά μου», λέει ο παπάς, «μα δεν είναι στο χέρι μας κι εμείς δεν μπορούμε να τα βάζουμε με το Θεό, δόξα στ’ όνομά Του!»
Μα έλα, που και οι δυο ήτανε καλοί άνθρωποι, γιατί κανένα δεν αδικήσανε, ελεημοσύνες κάνανε, κι ο Θεός τους αγαπούσε κι άκουσε το λόγο τους και γκαστρωθήκανε οι γυναίκες τους.
Μήνας έμπαινε, μήνας έβγαινε και τα κοιλιδάκια της βασίλισσας και της παπαδιάς φουσκώνανε, κι ο βασιλιάς κι ο παπάς ήτανε να τρελαθούνε, όσο τα βλέπανε, πράμα που δεν το ελπίζανε.
«Τώρα στα γεράματα, να μάθ’ ο γέρος γράμματα;» μα βλέπεις, πως κανένας δεν πρέπει ν’ απελπίζεται άμα πιστεύει στο Θεό!
Τι τα θέλεις; Ήρθε κι η ώρα τους να γεννήσουν και γεννούν κι οι δυο αγόρια, κι όχι όπως τα περιμένανε. Μα και γι’ αυτό πάλι δεν πικραθήκανε, για να μη τους βαρεθεί κι ο Θεός, μόνο κάμανε δοξολογιές μεγάλες και χαρές και ξεφάντωσες. Και λέει κι ο βασιλιάς του παπά, να μη στενοχωριέται καθόλου γιατί και τα δυο θα τα φροντίζει αυτός το ίδιο, για μεγαλώσουνε δηλαδή βασιλικά.
Τα παιδιά μεγαλώνανε σαν τα βλασταράκια, κι ο καθένας χαιρότανε να τα βλέπει. Και σαν μεγαλώσανε κάμποσο, ο βασιλιάς έχτισε, με δικά του έξοδα, ένα μεγάλο πύργο, πολύ όμορφο, κι εκεί έβαλε και τα δυο παιδιά, να αναθρέφονται μαζί και ν’ αγαπιούνται από μικρά.
Κάθε πρωί λοιπόν ήθελαν να σηκωθούνε, να νιφτούνε, να πάρουνε τα καφεδάκια τους και ν’ αγκαλιαστούνε να πηγαίνουνε στο σχολειό τους, σα δυο αγγελόπουλα μ’ όλες τις χάρες και τις ομορφιές. Κι ο κόσμος χαιρότανε να τα βλέπει.
Μόνο που, πότε πότε, τα μάλωνε ο δάσκαλος, γιατί αργούσανε να πηγαίνουν στο σχολειό. Γιατί, σαν παιδιά που ήτανε, σαν τελειώνανε το διάβασμά τους αποβραδίς, αρχίζανε το παιχνίδι κι έτσι, περνούσε πολλή νύχτα ώσπου να κοιμηθούνε, και το πρωί δε νιώθανε να σηκωθούνε.
Αφού λοιπόν τα μάλωσε και μια και δυο ο δάσκαλος, λέει το παπαδόπουλο, που ήτανε πιο έξυπνο και πιο δυνατόκαρδο, να κανονίσουνε να μην κοιμούνται κι οι δυο μαζί αλλά, τη μισή νύχτα να κοιμάται ο ένας και την άλλη μισή ο άλλος.
Η παπαδοπούλα
Μια φορά κι έναν καιρόν ήταν ένας βασιλιάς και είχε μια μοναχοκόρη, που της είχε χτισμένο ένα πύργο ψηλό και θεόρατο, στην εξοχή, δίχως πόρτα κι αλτάνα, δίχως σκάλα, μόνο μ’ ένα παράθυρο, πολύ ψηλά. Εκεί μέσα είχε την κόρη του με τη δασκάλα της, που της μάθαινε γράμματα και κεντήματα, μαζί με μια φιλενάδα της, παπαδοπούλα.
Η παπαδοπούλα αυτή, ήταν πάρα πολύ έμπιστη κι αγαπημένη της βασιλοπούλας, από μικρή, και γι’ αυτό την είχε πάντα κοντά της. Ήταν μια κοπελούδα, πάρα πολύ όμορφη, έξυπνη και με πολλές χάρες κι ο βασιλιάς δεν την ξεχώριζε από την κόρη του.
Κάθε μέρα, έβλεπε η παπαδοπούλα, απέναντι από τον πύργο τους μια φωτιά, που φαινότανε πολύ μακριά, σ’ έναν έρημο τόπο, και σκεφτόταν να πάει να δει τι ήταν εκεί.
Ύστερα από κάμποσες μέρες λοιπόν, λέει της βασιλοπούλας:
«Αντίπερα, εκεί μακριά στα γυμνά βουνά, τα άγρια, φαίνεται κάθε μέρα μια μεγάλη φωτιά, και θέλω να πάω να δω τι είναι».
«Α, κακό που έπαθα!» λέει η βασιλοπούλα, «κάτσε εδώ που κάθεσαι και μη σε τρώει η μύτη σου».
«Με τρώει η δεξιά μου φούχτα και θά βρω εκεί βιος να πάρω», λέει η παπαδοπούλα.
«Μα τι λες; Κι αν είναι κακοί άνθρωποι;»
«Πειρατές να είναι ή δράκοντες είμαι άξια να πάρω το βιος τους και νά’ρθω».
«Δεν είναι σωστό να κάνεις τέτοια κακή πράξη», της λέει πάλι η βασιλοπούλα, που δεν ήθελε, με κανένα τρόπο, να την αφήσει να πάει.
Αλλά η παπαδοπούλα βρίσκει ένα χοντρό σκοινί, δένει κόμπους, κι ένα πρωί έγινε άφαντη από τον πύργο.
Με το κομπάτο σκοινί εκείνο κατεβαίνει από το παραθύρι, το κρύβει, παίρνει δρόμο και κάποτε φτάνει στον τόπο εκείνο, που ήταν η φωτιά. Κοιτάζει καλά καλά και βλέπει μια σπηλιά κι ένα δράκοντα στην πόρτα της. Ο δράκοντας μυρίζεται την ανθρωπινή
μυρωδιά και τουρλώνει τ’ αυτιά του. Η παπαδοπούλα, τον κατάλαβε και προλαβαίνει και τον γλυκοκαλημερίζει με τσακίσματα μαγευτικά κι ο δράκοντας αποχάζεψε να κοιτάζει την ομορφιά της. Τότε εκείνη, σα μάγισσα καμωματού, του γλυκοφωνάζει:
«Καλέ μου Κουδούμεντα*, εγώ για σένα και την αγάπη σου, κατάσπασα τα ποδάρια μου κι ήρθα, κι η αγάπη σου δε μ’ άφησε ούτε να σκεφτώ, αν έκαμα καλά που ήρθα».
Ο αγαθούλης πίστεψε στα λόγια της και την κάλεσε να πάει πιο κοντά. Και τότε του λέει πάλι εκείνη:
«Άχου, καλέ μου, Κουδούμεντα, δεν ξέρω αν έχεις και συντρόφους άλλους εδώ αλλά εγώ, μάτια μου, μόνο εσένα θέλω και μόνο για σένα ήρθα».
Ο κουταγαθούλης μαγεύτηκε από τα λόγια της και της απάντησε χαρούμενος:
«Όχι, πουλί μου, έχω κι άλλους μα είναι στο κυνήγι».
Διάσημη Τοπική Συνταγή
Λαμπρόπιτα
Υλικά:
Για τη ζύμη:
» 1 κιλό αλεύρι σκληρό
» 1 φακελλάκι μαγιά
» 1 φακελλάκι μπέϊκιν πάουντερ
» 1 κουταλάκι αλάτι
» 250 gr. βούτυρο (ΒΙΤΑΜ)
» 2 κούπες γάλα χλιαρό (ή όσο πάρει)
» 1 κουταλιά γλυκάνισο
» μισό κουταλάκι μαστίχα κοπανισμένη
» 1 κουταλιά κοφτή ζάχαρη
Για τη γέμιση τυριού:
» 1/2 – 3/4 χλωρή (περίπου μισό κιλό και κάτι παραπάνω)
» 1 κοφτό κουταλάκι μοσχοκάρυδο
» 1 κοφτό κουταλάκι μπαχάρι
» αλάτι (αν είναι πολύ ανάλατη η χλωρή, πρώτα τη δοκιμάζουμε)
» 1/2 κουταλάκι πιπέρι
» μισό δράμι ζαφορά
» 2 αυγά χτυπημένα
» 3 κουταλιές γάλα
» 1 αυγό χτυπημένο με λίγο γάλα για το άλειμμα
» άσπρο-μαύρο σουσάμι για το πασπάλισμα
Εκτέλεση
Ζυμώνουμε όλα τα υλικά μαζί έως ότου γίνει μία ζύμη μαλακή αλλά να μην κολλάει στα χέρια.
Την αφήνουμε να φουσκώσει (περίπου 1/2 ώρα).Στη συνέχεια λιώνουμε το τυρί με ένα πιρούνι μαζί με τις 3 κουταλιές γάλα, προσθέτουμε τα χτυπημένα αυγά, τα μπαχαρικά, αλάτι, πιπέρι και τη ζαφορά (αφού την έχουμε βάλει σε ένα τηγανάκι στη φωτιά για να μαραθεί και την έχουμε τρίψει με το χέρι μας να γίνει σκόνη).
Κάνουμε μια ομοιογενή μάζα και την αφήνουμε στο ψυγείο για 1/2 ώρα.
Όταν φουσκώσει η ζύμη ανοίγουμε μικρά μπαλάκια σε στρογγυλούς δίσκους, απλώνουμε το τυρί και κλείνουμε στα τέσσερα,
γίνεται, δηλαδή, τετράγωνη η λαμπρόπιτα.
Αφήνουμε τις λαμπρόπιτες να φουσκώσουν στη λαμαρίνα και στο τέλος τις αλείφουμε με το αυγό και το γάλα και πασπαλίζουμε
με το λευκό-μαύρο σουσάμι.
Ψήνουμε στους 180 βαθμούς μέχρι να ροδίσουν (ανάλογα με το μέγεθός και το πάχος τους από 20-35 λεπτά).
Οι άνθρωποι και οι χαλαροί ρυθμοί δημιουργούν μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα που σε κερδίζει από την πρώτη κιόλας επίσκεψη. Ο καθένας θα βρει και κάτι ξεχωριστό να αγαπήσει και να επιστρέφει διαρκώς σε αυτό το νησί.
Αξίζει να το ζήσεις!
Ευσταθιάδου Ιωάννα Μαρία