-Η ξενοδοχειακή επιχείρηση βίωσε απίστευτες περιπέτειες μετά την αγορά ακινήτου που συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που ενεπλάκησαν στο σκάνδαλο της υφαρπαγής δημοσίων ακινήτων -Παρότι καλόπιστα είχε αγοράσει το ακίνητο από αγρότη, που έχει ήδη αθωωθεί, βρέθηκε αντιμέτωπη με αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου, που οδήγησε την επένδυσή της σε περιπέτειες
-Τα ποσά που θα επιδικασθούν δεσμεύτηκε να διαθέσει εξ’ ολοκλήρου στους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς «Χαμόγελο του παιδιού», στην «Εταιρεία προστασίας σπαστικών» και στον «Σύλλογο Φίλων παιδιών με καρκίνο –Ελπίδα»
Αποζημίωση «μαμούθ» για ηθικές βλάβες και περιουσιακή ζημία που υπέστη με υπαιτιότητα του Ελληνικού Δημοσίου διεκδικεί, με αγωγή που υπέβαλε την Παρασκευή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, γνωστή ξενοδοχειακή εταιρεία της Ρόδου και οι δύο εταίροι της, που βίωσαν απίστευτες περιπέτειες μετά την αγορά ακινήτου που συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που ενεπλάκησαν στο σκάνδαλο της υφαρπαγής δημοσίων ακινήτων.
Με την αγωγή της διεκδικεί να αναγνωριστεί η κυριότητα της ξενοδοχειακής εταιρείας επί 4 ακινήτων και να καταδικαστεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην εταιρεία και στους δύο εταίρους της το ποσό των 20.000.000 € για χρηματική τους ικανοποίηση προς αποκατάσταση της προξενηθείσας απ’ αυτό ηθικής τους βλάβης, στη δε ξενοδοχειακή εταιρεία να καταδικασθεί επί πλέον να της καταβάλει και το ποσόν των 10.000.000 € προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που της προξένησε.
Τα ποσά που θα επιδικασθούν δεσμεύεται με το ίδιο δικόγραφο να διαθέσει εξ’ ολοκλήρου στους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς «Χαμόγελο του παιδιού», στην «Εταιρεία προστασίας σπαστικών» και στον «Σύλλογο Φίλων παιδιών με καρκίνο –Ελπίδα».
Οι ενάγοντες αναφέρονται εισαγωγικά στην αγωγή τους σε δεκάδες πράξεις του κτηματολογικού δικαστή για την μεταβίβαση στην ιδιοκτησία ιδιωτών ακινήτων από εκποιήσεις μείζονος ακινήτου ιδιοκτησίας του δημοσίου σε εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 719/1977. Επιπλέον απαριθμούν ανάλογο αριθμό συμβολαίων αγοραπωλησίας τους σε ιδιώτες, που ομοίως είχαν μεταγραφεί με διατάξεις του κτηματολογικού δικαστή στο κτηματολόγιο μέχρι να περιέλθουν στην πορεία με αγορά στην ιδιοκτησία της ξενοδοχειακής εταιρείας αλλά και να εγγραφεί απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για προσημείωση υποθήκης υπέρ της, από δάνεια ύψους 13 εκατ. ευρώ για τις ανάγκες ανέγερσης σύγχρονης και πρότυπης ξενοδοχειακής μονάδας.
Οι ενάγοντες εξηγούν ότι είχαν προβεί στην αγορά των επίδικων τμημάτων καλόπιστα και με βάση τα δεδομένα των κτηματικών εγγραφών τα οποία υπήρχαν πριν από την έγερση και καταχώριση της υπό κρίση αγωγής του Δημοσίου.
Επισημαίνουν παραπέρα ότι από την εγκληματική αδράνεια και αμέλεια των οργάνων του Δημοσίου, τα οποία είναι ταγμένα για την τήρηση των νόμων και την καθιέρωση μηχανισμών οι οποίοι να προλαμβάνουν όσους παρανομούν υφίστανται σήμερα παντελώς αναίτια, μια άνευ προηγουμένου ψυχική αλλά και περιουσιακή ζημία και ταλαιπωρία.
Το αντίδικο Δημόσιο, όπως εκθέτουν, υποστηρίζει ότι οι τίτλοι με τους οποίους εξαγοράστηκαν τμήματα από δικαιοπάροχο του Φ. Σ. σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 719/77 έπασχαν από ακυρότητα ή ήταν εξ αρχής άκυροι.
Διατείνονται όμως ότι αν λειτουργούσαν σωστά οι αρμόδιες υπηρεσίες της Νομαρχίας, της Κτηματικής Υπηρεσίας, του Δημοσίου και του Κτηματολογίου, δηλαδή οι καθ’ ύλην αρμόδιες Υπηρεσίες του Κράτους για την διαφύλαξη της αξιοπιστίας των δημοσίων πράξεων και των δημοσίων εγγραφών δεν θα συνέβαιναν τα όσα πράγματι τραγελαφικά έχουν συμβεί.
Αποτέλεσμα της ολιγωρίας και αδράνειας αυτής των ίδιων των οργάνων του Δημοσίου των ταγμένων για την τήρηση των νόμων και την ασφάλεια των συναλλαγών, είναι να ταλαιπωρούνται οι αγοραστές, οι οποίοι, ήλεγξαν τα κτηματολογικά βιβλία, διεπίστωσαν την ύπαρξη και μεταγραφή της απόφασης στα κτηματολογικά βιβλία και μετά ταύτα καλόπιστα προέβησαν στην αγορά, καταβάλλοντες πέραν του τιμήματος και τον αντίστοιχο φόρο μεταβίβασης στο Δημόσιο.
Παρά ταύτα σήμερα το Δημόσιο και παρά την υποχρέωσή του τηρήσεως των νόμων και της προστασίας των πολιτών με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς το οποίο διαθέτει ή θα έπρεπε να διαθέτει ως εκ της φύσεως, της εξουσίας και της αποστολής του, τους ζητά να είχαν εκείνοι διαπιστώσει το 2000 αυτό, που το Δημόσιο διαπίστωσε το 2007.
Τους ζητά, να είχαν διαπιστώσει το 2000, αυτό που το Δημόσιο με την πλειάδα των υπαλλήλων του, αυτό που η Κτηματική Υπηρεσία και κατ’ εξοχήν αρμόδια, αυτό που ο Νομάρχης Δωδ/σου κατ’ εξοχήν υπεύθυνος, αυτό που οι υπάλληλοι του Κτηματολογίου διοικητικοί και τεχνικοί, ο Διευθυντής του Κτηματολογίου , το θεσμικό όργανο ο Κτηματολογικός Δικαστής, όχι μόνο κατά την μεταγραφή της αρχικής πράξης το 2000 αλλά και επί τόσα χρόνια μετά δεν είχαν κατορθώσει να διαπιστώσουν, ότι δηλαδή ένα τμήμα του ακινήτου είχε μεταβιβαστεί σε έναν εκ των δικαιοπαρόχων τους παράνομα δυνάμει πλαστής απόφασης εκποίησης του.
Μάλιστα όχι μόνο αμφισβητεί αλλά περαιτέρω και διεκδικεί την κυριότητα των ως άνω ακινήτων και έχει ασκήσει και εναντίον τους την από 24 Ιανουαρίου 2012 αγωγή του ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου με την οποία διεκδικεί την κυριότητα του ακινήτου αλλά και την καταβολή διαφόρων ποσών ως θετική ζημία και διαφυγόντα κέρδη καθώς και αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, επικουρικά δε λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Το αντίδικο Δημόσιο αναφέρει στην αγωγή του ότι από την αρμόδια υπηρεσία του την Εφορία Δημοσίων Κτημάτων Ρόδου, εκδόθησαν δύο πράξεις η με αριθμό ΔΚ4481/78/13-04-87 απόφαση του Νομάρχη Δωδ/σου, με την οποίαν εκποιήθηκε προς τον Φ. Σ. τμήμα εμβαδού μ.τ 22.750 εκ του ακινήτου και η με αριθμό ΔΚ4481/29-11-78/21-05-85 απόφαση του Νομάρχη Δωδ/σου με την οποίαν εκποιήθηκε στον ίδιο τμήμα εμβαδού μ.τ 9.920 εκ του ίδιου ακινήτου.
Στη συνέχεια δε αναφέρει ότι η μεταγραφή της υπ’ αριθμ. ΔΚ4481/78/13-04-87 απόφασης του Νομάρχη Δωδ/σου, διά της υπ’ αριθμ.6105/6-8-96 διάταξης του επί του Κτηματολογίου Ρόδου, έχει παραποιηθεί ως προς το εμβαδόν της από 22750 σε 26750 τ.μ και ως εκ τούτου δεν αποτελεί τίτλο δεκτικό μεταγραφής καθόσον τυγχάνει πλαστή απόφαση.
Περαιτέρω αναφέρει ότι πρέπει να ακυρωθεί η μεταγραφή της ως άνω υπ’ αριθμ. ΔΚ4481/78/13-4-87 απόφασης του Νομάρχη Δωδ/σου, διαταχθείσα με την υπ’αριθμ.6435/21-8-96 διάταξη του επί του κτηματολογίου Ρόδου Δικαστή, με την οποίαν μεταβιβάσθησαν λόγω εξαγοράς στον δικαιοπάροχο τους Φ. Σ. δύο τμήματα ακινήτου εκ μ.τ 19.200 και 4.400, διότι η εν λόγω απόφαση είναι πλαστή και ανυπόστατη.
Σημειώνουν ότι η κάθε απόφαση εξαγοράς και μάλιστα τμήματος ακινήτου το οποίο αποσπάται από μεγαλύτερη έκταση ακινήτου, συνοδεύεται υποχρεωτικά από το αντίστοιχο τοπογραφικό διάγραμμα το οποίο πέραν του εμφανιζόμενου υπό κλίμακα σχεδιαγράμματος αναφέρει επακριβώς και την έκταση αριθμητικά και είναι θεωρημένο από την αρμόδια υπηρεσία και επί του προκειμένου από την Εφορία Δημοσίων Κτημάτων Ρόδου και αποτελεί αναπόσπαστο αυτής μέρος.
Θέτουν, λοιπόν, το απλό ερώτημα: αφού υπήρχε η απόκλιση αυτή, πως οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι τεχνικοί τοπογράφοι της Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων, οι μηχανικοί και τοπογράφοι της Νομαρχίας, δεν την αντελήφθησαν; Πώς οι τοπογράφοι μηχανικοί του Κτηματολογίου Ρόδου, εισηγήθηκαν την διάταξη καθώς και την μεταγραφή της από τον κτηματολογικό Δικαστή και πως στη συνέχεια οι τοπογράφοι μηχανικοί και ο Διευθυντής του Κτηματολογίου Ρόδου προέβησαν στην απόσπαση τμήματος 26.750 τ.μ. αντί του ορθού 22.750τ.μ.;
Αν αυτά τα βασικά και στοιχειώδη δεν διέγνωσαν οι αρμόδιοι προς τούτο υπάλληλοι, τριών Δημοσίων Υπηρεσιών, οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι τοπογράφοι μηχανικοί, ο διευθυντής του Κτηματολογίου και το θεσμικό Όργανο, ο επί του Κτηματολογίου Ρόδου Δικαστής, με ποιο τρόπο εκείνοι θα μπορούσαν να εξακριβώσουν ότι η ήδη μεταγραφείσα απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου είχε παραποιηθεί από 22.750 σε 26.750 τ.μ;
Τονίζουν μεταξύ άλλων ότι δεν υπήρχαν πρόδηλα περιστατικά τα οποία να τους οδηγήσουν σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση των τίτλων κτήσεως του δικαιοπαρόχου τους, όταν μάλιστα είχε μεταγραφεί η περί εξαγοράς απόφαση, από την οποίαν μεταγραφή παράγεται δημόσια πίστη των κτηματολογικών βιβλίων.
Υποστηρίζουν παραπέρα ότι το Δημόσιο με τους ισχυρισμούς του περί τέλεσης εκ μέρους τους αδικημάτων, κατά της περιουσίας του Δημοσίου, προσβάλλει την προσωπικότητά τους και ειδικότερα την τιμή και την υπόληψή τους, αφήνοντας σαφέστατους υπαινιγμούς για «συμπαιγνία» μεταξύ εκείνων ως αγοραστών και του πωλητή.
Προσθέτουν ότι οι αναφορές αυτές στην αγωγή του Δημοσίου έβλαψαν το κύρος, την αξιοπιστία, την φήμη και την πελατεία της εταιρείας, αφού η αγωγή έχει αναγνωσθεί από απεριόριστο αριθμό προσώπων.
Η αγωγή του Δημοσίου στρέφεται εκτός των ίδιων και κατά της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, η οποία χρηματοδότησε την επένδυσή τους, με προφανέστατο αποτέλεσμα να δημιουργείται έντονη επισφάλεια των μέχρι σήμερα χρηματοδοτήσεων προς την εταιρεία, η τράπεζα με την σειρά της έχει να αυξήσει τα περιθώρια των τόκων (spread) των δανείων προς την εταιρεία, λόγω αυτής της επισφάλειας που δημιουργήθηκε, καθώς επίσης να είναι απόλυτα φυσικό ότι τους στερεί την δυνατότητα να τύχουν νέων χρηματοδοτήσεων για νέες επενδύσεις.
Τους ενάγοντες εκπροσωπούν οι δικηγόροι κ.κ. Κώστας Σαρρής και Αχιλέας Κωνσταντινίδης.
Ειρήσθω εν παρόδω, ότι ο δικαιοπάροχος των εναγόντων Φ. Σ. κρίθηκε την 12η Οκτωβρίου 2014 από το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου αθώος, στο σκάνδαλο της υφαρπαγής δημοσίων ακινήτων.
Ο ίδιος κατέθεσε ότι δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση, επισημαίνοντας ότι έχει πέσει θύμα εκλιπόντος δικηγόρου, που φέρεται ως πρωταγωνιστής του σκανδάλου, μιας συμβολαιογράφου και ενός μεσίτη.