Δεν αρκεί να θέλουμε αόριστα την ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Πρέπει να έχουμε στρατηγική πώς θα το επιτύχουμε. Επί παραδείγματι, υπάρχει τεράστια διάσταση απόψεων ως προς το τι συνιστά ελληνοτουρκική διαφορά. Εμείς αναφέρουμε ότι το μοναδικό θέμα αφορά την οριοθέτηση της μεταξύ μας υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία θέτει πλειάδα διαφορών, ευελπιστώντας ότι στο τέλος θα αποκομίσει περισσότερα απ’ όσα δικαιούται. Θα πάμε στο Δικαστήριο με κίνδυνο η Τουρκία να βγάζει από το σακούλι των διεκδικήσεών της κατά το δοκούν ό,τι επιθυμεί; Αυτό ήταν βασικό πρόβλημα της στρατηγικής του Ελσίνκι το 1999 (που οδήγησε στην εγκατάλειψη του σκέλους της δικαστικής επιλύσεως το 2004). Δεν πρέπει να επαναληφθεί.
Ούτε συνιστούν στρατηγική οι χαμηλοί τόνοι και η αποφυγή να προσδιορίσουμε τα όρια των δικαιωμάτων που μας δίνει το διεθνές δίκαιο. Καταλήγουμε να συρόμαστε πίσω από την Τουρκία που έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Οπως διαπιστώθηκε με επώδυνο τρόπο τις τελευταίες ημέρες, η μη κατάθεση συντεταγμένων για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν οδήγησε την άλλη πλευρά σε αυτοσυγκράτηση αλλά σε αποχαλίνωση. Τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να καταθέσουμε τις συντεταγμένες για να προστατεύσουμε το ελάχιστο, δηλαδή να προσδιορίσουμε τις περιοχές που θεωρούμε ότι αποτελούν τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Πρόκειται για τις περιοχές που δεν θα δεχθούμε παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από τουρκικά ερευνητικά σκάφη. Ας δεχθούμε επιτέλους ότι κάτι περισσότερο ήξεραν από εμάς Γαλλία, Ισπανία, Κροατία και Λίβανος (για να περιοριστούμε στη Μεσόγειο) που έχουν καταθέσει συντεταγμένες με τα εξωτερικά όρια των θαλασσίων ζωνών τους, ενώ δεν υπάρχει οριοθέτηση με γειτονικά κράτη. Ο δε Λίβανος έχει να αντιμετωπίσει το στρατιωτικά πανίσχυρο Ισραήλ…
Ως προς τη ζητούμενη στρατηγική, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι εάν η Τουρκία επιθυμεί έντιμη και καλόπιστη επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Επί του ερωτήματος υπάρχουν δύο σχολές σκέψεως. Η πρώτη ισχυρίζεται ότι η Τουρκία θέτει όλα αυτά τα ζητήματα στο πλαίσιο της διαπραγματευτικής της τακτικής και θα μπορούσαν να βρεθούν, μέσα από τον διάλογο, λύσεις με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Πρόκειται για τη σχολή που διατείνεται τις τελευταίες ημέρες ότι η υπογραφή της παράνομης (και αντίθετης προς τη γεωγραφία και λογική) συμφωνίας με τη Λιβύη οφειλόταν στην ενόχληση της Τουρκίας από τα τριμερή σχήματα συνεργασίας Ελλάδας – Κύπρου με Ισραήλ και Αίγυπτο. Αισθάνθηκε αποκλεισμένη και αντέδρασε με μία παράνομη ενέργεια (αλλά έτσι είναι η Τουρκία…).
Η δεύτερη σχολή διατείνεται ότι η Τουρκία είναι ένα επιθετικό κράτος, που θα συνεχίσει να επιδιώκει την ανατροπή του νομικού καθεστώτος ακόμη και εάν βρεθούν λύσεις σε κάποια σημεία. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να αυξηθεί η αποτρεπτική ικανότητα της Ελλάδος. Αυτό θα καταστήσει το κόστος για την Τουρκία σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας μεγαλύτερο από το όφελος. Μόνον έτσι η Τουρκία μπορεί να πεισθεί να προχωρήσει σε έναν έντιμο συμβιβασμό με την Ελλάδα. Ακούσαμε οπαδούς και αυτής της σχολής τις τελευταίες ημέρες. Ούτε όμως και οι δικές τους αντιλήψεις έχουν επαληθευθεί. Η αγορά πολλών οπλικών συστημάτων και η συντήρηση ενός πολυδάπανου στρατού δεν έχει πείσει την Τουρκία ότι τη συμφέρει ένας έντιμος και κυρίως λογικός συμβιβασμός. Η αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου μετά το 1974 οφείλεται και στην ελληνική αποτρεπτική ικανότητα αλλά και στην ελληνική υποχωρητικότητα.
Η απάντηση και προς τις δύο σχολές είναι η υιοθέτηση στρατηγικής που θα ωθήσει την Τουρκία να αποδεχθεί (α) την ειρηνική επίλυση (β) βάσει του διεθνούς δικαίου (κατά πάσα πιθανότητα ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου) (γ) της οριοθετήσεως των θαλασσίων ζωνών στις οποίες ασκούμε κυριαρχικά δικαιώματα σε Αιγαίο και πλέον ανατολική Μεσόγειο. (δ) Η άρνηση της Τουρκίας να προσφύγει στη διεθνή Δικαιοσύνη θα πρέπει να συνεπάγεται κόστος για αυτήν.
Οι δύο μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη μεταπολιτευτική περίοδο υπήρξαν η ένταξη της Ελλάδος στον ΕΟΚ το 1981 και της Κύπρου στην Ε.Ε. το 2004. Δεν μας προσφέρθηκαν στο πιάτο. Για τη δεύτερη επιτυχία ο τότε υπουργός Εξωτερικών Πάγκαλος είχε δηλώσει ότι «η πολιτική που οδήγησε την Κύπρο στον προθάλαμο της Ευρώπης δεν στηριζόταν στην επίδειξη καλών τρόπων και συμβιβαστικής προθυμίας». Κατ’ αντιστοιχίαν, η στρατηγική ειρηνικής επιλύσεως των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν μπορεί να βασίζεται στην αποχή μας από την άσκηση των δικαιωμάτων μας.
ΥΓ. Γράφονται διάφορα απαξιωτικά για την αποτρεπτική ικανότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1974 τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου ήσαν γυμνά και το Δ΄ Σώμα Στρατού στη Θράκη δεν υπήρχε. Μέσα σε 2 χρόνια τα νησιά και η Θράκη είχαν πλήρως οχυρωθεί. Δεν είμαστε στο 1974…
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι βουλευτής Α΄ Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία, αν. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο.