Θέση με αφορμή την τελευταία απόφαση του Αρείου Πάγου για τους πλειστηριασμούς και την πολιτική αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει μετά τη διαρροή της στον Τύπο, παίρνει η Ένωση Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις.
Με ανακοίνωσή της δίνει απαντήσεις για σε μία σειρά από ερωτήματα για το θέμα:
1. Είναι αλήθεια ότι 700.000 σπίτια θα βγουν σε πλειστηριασμό;
Ο αριθμός είναι απολύτως ανακριβής. Τα πραγματικά στοιχεία έχουν ως εξής:
Α. Υπάρχουν 600.000 χιλιάδες ακίνητα που έχουν δοθεί ως εξασφάλιση σε προβληματικά δάνεια.
Β. Από τα ακίνητα που έχουν δοθεί ως εξασφάλιση για Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, μόνο το 50% αφορά οικιστικά ακίνητα. Το υπόλοιπο 50% αφορά άλλες κατηγορίες ακινήτων (βιομηχανικά ή άλλα επαγγελματικά ακίνητα, αποθήκες, πάρκινγκ κλπ).
Γ. Από τα ανωτέρω οικιστικά ακίνητα, η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών θα βρει συμβιβαστική λύση (σημειώνεται ότι με βάση ιστορικά στοιχεία 8 στα 10 δάνεια ρυθμίζονται συναινετικά).
Δ. Αν τελικώς πρέπει να γίνει πλειστηριασμός σε οικιστικό ακίνητο, το θεσμικό πλαίσιο διασφαλίζει ότι κανένα πραγματικά ευάλωτο νοικοκυριό δεν κινδυνεύει να βρεθεί εκτός της 1ης κατοικίας του. Οι ευάλωτοι δανειολήπτες μπορούν ήδη από τον Ιανουάριο του 2023 να μπαίνουν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΕΓΔΙΧ, να λαμβάνουν πιστοποιητικό ευάλωτου και να αξιοποιούν τις δυνατότητες που παρέχει το Ενδιάμεσο Πρόγραμμα του Ν. 4916/2022.
Εφόσον ο δανειολήπτης προσφύγει στο Ενδιάμεσο Πρόγραμμα, εξασφαλίζει αφενός την άμεση αναστολή του πλειστηριασμού, αφετέρου την καταβολή κρατικής επιδότησης για την πληρωμή της δόσης του δανείου. Παράλληλα με το Ενδιάμεσο Πρόγραμμα, ιδιαίτερα σημαντική είναι η προστασία που παρέχεται μέσω του (υπό σύσταση) Κρατικού Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης (Ν. 4738/2020).
Εφόσον αξιοποιήσουν τη λύση του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, οι ευάλωτοι οφειλέτες μπορούν να πετύχουν τη διατήρηση της 1ης κατοικίας για δώδεκα (12) έτη μέσω σύμβασης μακροχρόνιας μίσθωσης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα επαναγοράς του ακινήτου μετά τη λήξη της παραπάνω περιόδου.
2. Λέγεται ότι ο Άρειος Πάγος απελευθέρωσε τη διεξαγωγή πλειστηριασμών. Ισχύει;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Ο Άρειος Πάγος έλυσε ένα καθαρά νομικό-τεχνικό ζήτημα και, συγκεκριμένα, εάν οι Εταιρείες Διαχείρισης του Νόμου 4354/2015 (Servicers) έχουν τη δυνατότητα να προχωρούν σε δικαστικές ενέργειες για απαιτήσεις που έχουν τιτλοποιηθεί και έχουν μεταβιβαστεί σε Εταιρείες Ειδικού Σκοπού (Funds).
Συνεπώς, το νομικό ζήτημα που έφτασε στον Άρειο Πάγο δεν είχε να κάνει με το αν μπορούν να γίνουν πλειστηριασμοί. Το ερώτημα ήταν ποιο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα (ή, στη νομική ορολογία, τη «νομιμοποίηση») να κάνει πλειστηριασμό, όταν το δάνειο έχει μεταβιβαστεί σε Fund στο πλαίσιο τιτλοποίησης με τον Νόμο 3156/2003.
Μέχρι το 2022 τα δικαστήρια δέχονταν πάγια ότι οι Servicers έχουν νομιμοποίηση να προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες τόσο για δάνεια που έχουν πωληθεί με τον νεότερο Νόμο 4354/2015, όσο και για δάνεια που έχουν τιτλοποιηθεί με τον παλαιότερο Νόμο 3156/2003. Το 2022 υπήρξαν αντίθετες δικαστικές αποφάσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έλυσε αυτή τη διχογνωμία, κρίνοντας ότι οι Servicers έχουν τη νομιμοποίηση να προχωρούν σε πλειστηριασμούς ή άλλες δικαστικές ενέργειες και για τα δάνεια που έχουν μεταβιβαστεί στο πλαίσιο τιτλοποίησης με τον Ν. 3156/2003.
Πρακτικά, με την απόφαση του Αρείου Πάγου δεν αλλάζει κάτι για τους δανειολήπτες σε σχέση με τους προγραμματισμένους ή μελλοντικούς πλειστηριασμούς, εκτός ίσως από το χρόνο πραγματοποίησης ενός αριθμού από αυτούς.
3. Αν ο Άρειος Πάγος είχε αποφασίσει διαφορετικά, θα μπορούσαν να γίνουν πλειστηριασμοί;
Ναι, χωρίς καμία διαφοροποίηση στον αριθμό των υποθέσεων. Ακόμα και αν ο Άρειος Πάγος είχε λάβει διαφορετική απόφαση για το παραπάνω ζήτημα, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δανειολήπτες δεν θα χρωστούν το δάνειό τους ή ότι δεν θα μπορούν να γίνουν πλειστηριασμοί.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, πλειστηριασμός μπορεί να γίνει σε κάθε περίπτωση, όταν υπάρχει μια οφειλή που δεν πληρώνεται. Στην περίπτωση που ο Άρειος Πάγος είχε λάβει διαφορετική απόφαση, o πλειστηριασμός θα μπορούσε να γίνει απευθείας από το Fund που έχει αποκτήσει το δάνειο (και όχι από τον Servicer). Σε αυτή την περίπτωση, ο δανειολήπτης θα είχε εν τω μεταξύ επιβαρυνθεί επιπλέον με κάποιες χιλιάδες ευρώ σε τόκους.
4. Για ποιο λόγο η Νομοθεσία αναθέτει τη διαδικασία είσπραξης των απαιτήσεων στους Servicers;
Οι Servicers:
· εδρεύουν υποχρεωτικά στην Ελλάδα
· αδειοδοτούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος
· υπάγονται σε αυστηρό πλαίσιο ίδρυσης
· η δραστηριότητά τους ελέγχεται διαρκώς και με αυστηρότητα επίσης από την Τράπεζα της Ελλάδος
· υποχρεούνται να εφαρμόζουν συγκεκριμένες πολιτικές και διαδικασίες για τη δίκαιη μεταχείριση των δανειοληπτών
· υποχρεούνται να εφαρμόζουν το σύνολο της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών.
Με αυτό το δεδομένο, η εμπλοκή ενός αδειοδοτημένου και εποπτευόμενου Servicer για τη διαχείριση των δανείων που έχουν πωληθεί αποτελεί δικλείδα ασφαλείας για την προστασία των συμφερόντων των δανειοληπτών.
5. Αναφέρεται ότι τα Funds ή οι Servicers γλίτωσαν φόρους 58 δις. ευρώ επιλέγοντας να μεταβιβάσουν τα δάνεια με τον παλαιότερο Νόμο του 2003 και όχι με τον νεότερο Νόμο του 2015. Ισχύει;
Όχι. Πρώτα από όλα, η αναφορά τέτοιων αριθμών προσκρούει στην κοινή λογική. Το συνολικό ονομαστικό ύψος των τιτλοποιημένων
προβληματικών δανείων που έχουν πωληθεί με τον Ν. 3156/2003 είναι περίπου 55 δισ. ευρώ (διευκρινίζεται ότι 87 δισ. ευρώ είναι τα δάνεια που έχουν μεταβιβαστεί συνολικά από τις Τράπεζες και όχι αυτά που έχουν τιτλοποιηθεί με τον παραπάνω Νόμο του 2003).
Δεν μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι για τη μεταβίβαση δανείων ύψους 55 δισ. ευρώ, θα έπρεπε τελικώς να καταβληθούν
φόροι ύψους 58 δισ. ευρώ (δηλ. ποσό που υπερβαίνει ακόμα και την ονομαστική αξία των δανείων, τα οποία – σημειωτέον – είναι μειωμένης πραγματικής αξίας, αφού τα περισσότερα δεν εξυπηρετούνται).
Αλλά και από τεχνική άποψη, οι παραπάνω ισχυρισμοί είναι εξίσου ανυπόστατοι. Η επιλογή μεταξύ των δύο Νόμων δεν οδηγεί σε διαφορετική φορολόγηση, καθώς οι μεταξύ τους διαφορές είναι ελάχιστες.
Και τα δύο νομοθετήματα (δηλ. τόσο ο Ν. 3156/2003, όσο και ο Ν. 4354/2015) περιλαμβάνουν συγκεκριμένες φορολογικές ρυθμίσεις που διευκολύνουν τη μεταβίβαση των χαρτοφυλακίων απαιτήσεων. Στο Ν. 3156/2003 οι φορολογικές ρυθμίσεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 14 του εν λόγω Νόμου.
Στο Ν. 4354/2015 οι φορολογικές ρυθμίσεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 3Α, το οποίο δεν υπήρχε στην αρχική μορφή του νομοθετήματος, αλλά προστέθηκε το 2016 (με τον Ν. 4389/2016).
Η απλή ανάγνωση των δυο Νόμων δείχνει ότι οι φορολογικές ρυθμίσεις τους είναι όμοιες σε αρκετά σημεία, ενώ σε άλλα σημεία είναι παρεμφερείς, καταλήγοντας στο ίδιο αποτέλεσμα. Και οι δύο Νόμοι προβλέπουν φορολογικές απαλλαγές ως προς τα τέλη χαρτοσήμου και τα τέλη καταχώρισης στα δημόσια βιβλία, ενώ φορολογούν με τον ίδιο τρόπο το εισόδημα από τη διαχείριση των δανείων.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την έδρα των Funds σε χώρες του εξωτερικού, σημειώνεται ότι αυτό αποτελεί πάγια πρακτική στην Ευρώπη για όλες τις αντίστοιχες συναλλαγές. Μάλιστα, ο νεότερος Νόμος 4354/2015 προβλέπει ρητά ότι τα Funds που αγοράζουν δάνεια μπορούν να εδρεύουν σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα, είτε εντός, είτε εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. άρθρο 1 περ. β΄). Με αυτά τα δεδομένα, είναι ανυπόστατο να λέγεται ότι επιλέχθηκε ο Νόμος 3156/2003 για να μην πληρωθούν φόροι.
6. Ο οφειλέτης χάνει τη δυνατότητα να ρυθμίσει το δάνειό του, αν επιλεγεί για τη μεταβίβαση του δανείου ο παλαιότερος Νόμος 3156/2003, αντί του νεότερου Νόμου 4354/2015;
Σε καμία περίπτωση. Η κλήση του οφειλέτη προς ρύθμιση διασφαλίζεται πάντοτε στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδας για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών οφειλών, αλλά στο πλαίσιο των πολιτικών που οφείλουν να εφαρμόζουν οι Εταιρείες Διαχείρισης. Οι ανωτέρω διαδικασίες και πολιτικές αποτελούν αντικείμενο ελέγχου από την ΤτΕ, η οποία εποπτεύει τη δραστηριότητα των Εταιρειών Διαχείρισης στα συγκεκριμένα ζητήματα.
Ο νεότερος Νόμος 4354/2015 περιγράφει μια διαδικασία κλήσης του οφειλέτη σε ρύθμιση, την οποία ήδη τηρούν οι Εταιρείες Διαχείρισης και για απαιτήσεις που έχουν τιτλοποιηθεί στο πλαίσιο του Ν. 3156/2003. Ανεξάρτητα όμως από την παραπάνω διαδικασία, στην πράξη οι Εταιρείες Διαχείρισης παρέχουν πολυάριθμες δυνατότητες ρύθμισης σε οποιοδήποτε οφειλέτη επιθυμεί να ρυθμίσει με βιώσιμους όρους την οφειλή του.
Η προσήλωση των Servicers σε μεθόδους συμβιβαστικής διευθέτησης οφειλών αποδεικνύεται έμπρακτα από το γεγονός ότι έχουν ήδη προχωρήσει σε ρυθμίσεις δανείων ύψους 35 δισ. € ως τα τέλη του 2022. Επομένως, ανεξάρτητα από το αν εφαρμόζεται ο Ν. 3156/2003 ή ο Ν. 4354/2015, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην πράξη δεν ξεκινά καμία διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης, εάν ο δανειολήπτης δεν έχει κληθεί προηγουμένως να ρυθμίσει συμβιβαστικά τις οφειλές του (και μάλιστα επανειλημμένα).
7. Γιατί έγιναν μεταβιβάσεις Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων με το Νόμο του 2003 για τις τιτλοποιήσεις και όχι με το Νόμο του 2015;
Η τιτλοποίηση απαιτήσεων αποτελεί χρηματοοικονομικό θεσμό που θεσπίστηκε στην Ελλάδα το 2003. Στην ουσία πρόκειται για πώληση απαιτήσεων σε μια Εταιρεία Ειδικού Σκοπού, σε συνδυασμό με την έκδοση ομολογιών που διατίθενται σε επενδυτές. Παράλληλα με την τιτλοποίηση, το 2015 θεσπίστηκε νομοθετικό πλαίσιο για την πώληση απαιτήσεων από Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (Ν. 4354/2015).
Ωστόσο, στην αρχική του μορφή, ο Ν. 4354/2015 δεν περιείχε πρόβλεψη για τη δυνατότητα διάθεσης ομολογιών σε επενδυτές. Για το λόγο αυτό, ο νεότερος Νόμος του 2015 τροποποιήθηκε δύο (2) φορές, ώστε να προβλεφθεί ότι μπορεί να αξιοποιείται παράλληλα και ο παλαιότερος Νόμος του 2003. Συγκεκριμένα:
· Το 2016 ο Ν. 4354/2015 τροποποιήθηκε (με τον Ν. 4389/2016), ώστε να προβλέπεται ρητά ότι για την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου τους οι τράπεζες μπορούν να επιλέξουν είτε το Ν. 3156/2003, είτε το Ν. 4354/2015.
· Το 2018 ο Ν. 4354/2015 τροποποιήθηκε εκ νέου (με τον Ν. 4549/2018), για να προβλεφθεί ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης (Servicers) αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα που μπορούν να αναλαμβάνουν τη διαχείριση απαιτήσεων που έχουν τιτλοποιηθεί με το Ν. 3156/2003.
Επομένως, οι τιτλοποιήσεις δανείων του Ν. 3156/2003 δεν διαφέρουν στην ουσία από τις πωλήσεις δανείων του Ν. 4354/2015. Μάλιστα, στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4389/2016 (σελ. 23) αναφέρεται ρητά ότι για τη μεταβίβαση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων μπορεί να αξιοποιείται ελεύθερα και χωρίς κανένα περιορισμό είτε ο Ν. 3156/2003, είτε ο Ν. 4354/2015.
8. Κάνουν κούρεμα χρεών οι Servicers και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι ρυθμίσεις που προτείνονται στους συνεργάσιμους οφειλέτες περιλαμβάνουν και άφεση χρέους. Οι προϋποθέσεις συνδέονται με την πραγματική ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και την αξία των περιουσιακών του στοιχείων.
Ενδεικτικά, στα στεγαστικά δάνεια, οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν σε πολλές περιπτώσεις άφεση χρέους που κυμαίνεται μεταξύ 35% – 40%, στα καταναλωτικά 50% – 65%, στα δάνεια μικρών επιχειρήσεων (SB) 55% και στα μεγάλα εταιρικά δάνεια (Wholesale) περίπου 40%.
Αλλά τα ποσοστά αυτά αφορούν μέσους όρους και σε καμία περίπτωση δεν ανάγονται σε κάθε μεμονωμένο δάνειο, αφού οι οικονομικές δυνατότητες και η περιουσιακή κατάσταση των οφειλετών διαφέρουν και εκτιμώνται κατά περίπτωση.
9. Δίνουν πράγματι έμφαση οι Servicers στους πλειστηριασμούς ακινήτων;
Οι πλειστηριασμοί αποτελούν πάντα το έσχατο μέσο σε μια διαδικασία είσπραξης. Δεν αποτελούν ποτέ το εργαλείο πρώτης επιλογής για τους Servicers, διότι είναι μια διαδικασία κοστοβόρα και χρονοβόρα.
Συγκεκριμένα, για να ολοκληρωθεί μια διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης, από την έκδοση διαταγής πληρωμής μέχρι τον πλειστηριασμό, απαιτούνται συνήθως 2-3 χρόνια. Επίσης, αν ληφθεί ως παράδειγμα ένα δάνειο ύψους 100.000 ευρώ, τα έξοδα αναγκαστικής είσπραξης ανέρχονται περίπου σε 15.000 ευρώ.
Για να επιτευχθούν εξοικονομήσεις χρόνου και κόστους, η πρώτη επιλογή και η πλέον συμφέρουσα τόσο για τον πιστωτή όσο και για τον οφειλέτη είναι πάντα η συμβιβαστική διευθέτηση της οφειλής.
Για να γίνει κατανοητή η προτεραιότητα που δίνεται στις συναινετικές ρυθμίσεις έναντι των πλειστηριασμών, αρκεί μόνο να σημειωθεί ότι κατά τα έτη 2020 – 2022, το 83% των ανακτήσεων από Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια προήλθε από συναινετικές λύσεις διευθέτησης, ενώ μόνο το 17% των ανακτήσεων προήλθε από πλειστηριασμούς.
10. Οι Εταιρείες Διαχείρισης επιθυμούν λύσεις μέσω του Εξωδικαστικού Μηχανισμού;
Ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός είναι ένα από τα βασικά εργαλεία που αξιοποιείται από τις Εταιρείες Διαχείρισης για τη διευθέτηση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων. Υπενθυμίζεται ότι η ηλεκτρονική πλατφόρμα Εξωδικαστικού Μηχανισμού κατέστη πλήρως λειτουργική περίπου τον Ιανουάριο του 2022.
Στο ένα έτος που έχει μεσολαβήσει, έχουν ήδη επιτευχθεί ρυθμίσεις σε δάνεια ύψους ενός (1) δισ. ευρώ. Εντατικοποιώντας τις ρυθμίσεις μέσω του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών, η εγκρισιμότητα των αιτήσεων από τις Εταιρείες Διαχείρισης βρίσκεται κατά μέσο όρο στο 70%, με αυξητική τάση. Ειδικότερα, σε υποθέσεις οφειλών κάτω κάτω των 200.000 ευρώ, που αφορούν πρωτίστως ιδιώτες, η εγκρισιμότητα στο πλαίσιο του Εξωδικαστικού Μηχανισμού είναι άνω του 75%.
Σημειώνεται ότι οι ρυθμίσεις του Εξωδικαστικού Μηχανισμού επιτυγχάνουν καθολική ρύθμιση των χρεών του δανειολήπτη τόσο προς χρηματοδοτικούς φορείς (Τράπεζες, Servicers), όσο και προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Η διαδικασία του Εξωδικαστικού Μηχανισμού είναι δεσμευτική για όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές, εφόσον έχει συμφωνήσει με τη ρύθμιση μια ελάχιστη πλειοψηφία των πιστωτών (συγκεκριμένα το 60%).
11. Γιατί είναι σημαντικό για την κουλτούρα πληρωμών το θέμα των πλειστηριασμών;
Επειδή η εμπιστοσύνη είναι η βάση της τραπεζικής πίστης. Αν δεν υπάρχει ένα λειτουργικό πλαίσιο αναγκαστικής είσπραξης των οφειλών, κανένας οφειλέτης δεν θα είχε κανένα κίνητρο να ρυθμίσει τις οφειλές του. Και σε μια τέτοια περίπτωση, κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν θα μπορούσε να δανείσει τα χρήματα των καταθετών του με την προοπτική να μην επιστραφούν ποτέ.
Πηγή ΟΤ