Η δίκη που έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο, με κατηγορούμενο έναν 68χρονο γυναικολόγο-μαιευτήρα, συνεχίστηκε χθες ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Ρόδου που διέκοψε μετά την ολοκλήρωση της αγορεύσεως της Εισαγγελέως της έδρας για την 20η Φεβρουαρίου 2025.
Ο γιατρός κατηγορείται για σεξουαλικά εγκλήματα εις βάρος 21 γυναικών, οι οποίες τον κατήγγειλαν για βιασμό κατά συρροή, κατάχρηση σε γενετήσια πράξη προσώπου ανίκανου για αντίσταση κατά συρροή, καθώς και προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας.
Η Εισαγγελέας εισηγήθηκε να κριθεί ένοχος όπως κατηγορείται για τα αδικήματα που του αποδίδονται εις βάρος 20 ετών και να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που του αποδίδονται για μια ακόμη, η οποία δεν παραστάθηκε στην δίκη και δεν κατέθεσε σχετικά.
Θυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της απολογίας του στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος γιατρός παρουσίασε με εκτενή τρόπο τη δική του εκδοχή για την υπόθεση που τον έφερε αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη. Με εμφανή συναισθηματική φόρτιση, αρνήθηκε κατηγορηματικά τις κατηγορίες για ανάρμοστη συμπεριφορά που του αποδίδονται, κάνοντας λόγο για μια υπόθεση που έχει πλήξει ανεπανόρθωτα την επαγγελματική, κοινωνική και οικογενειακή του ζωή.
Ο κατηγορούμενος ξεκίνησε την απολογία του τονίζοντας την πολυετή εμπειρία και την αφοσίωσή του στο επάγγελμά του. Περιέγραψε τον εαυτό του ως έναν γιατρό που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των ασθενών του, καθώς και την εκτίμηση των συναδέλφων του. Υποστήριξε ότι ποτέ κατά τη διάρκεια της καριέρας του δεν υπήρξαν ενδείξεις ή καταγγελίες για ανάρμοστη ή μη δεοντολογική συμπεριφορά.
Σύμφωνα με την απολογία του, οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει είναι αποτέλεσμα προσωπικών παρεξηγήσεων, οικονομικών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων. Ο ίδιος δήλωσε πως οι αρχικές καταγγελίες ξεκίνησαν από συγκεκριμένα πρόσωπα που φαίνεται να είχαν στόχο να βλάψουν τη φήμη του, ενώ η δημοσιότητα που έλαβε η υπόθεση επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση.
Ο κατηγορούμενος κατήγγειλε ότι βρέθηκε στο επίκεντρο μιας άδικης και βεβιασμένης κατακραυγής. Περιέγραψε τη στιγμή που το όνομά του εμφανίστηκε στα μέσα ενημέρωσης ως σοκ που τον στιγμάτισε ψυχολογικά και κοινωνικά. «Με χαρακτήρισαν ως τέρας, χωρίς καν να εξεταστούν τα στοιχεία. Μέσα σε λίγες ώρες, η φήμη μου καταστράφηκε», δήλωσε, σημειώνοντας πως η πίεση ήταν τόσο έντονη, που σκέφτηκε ακόμα και την αυτοκτονία.
Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε εκτενώς στις διαδικασίες που ακολουθούνταν στο νοσοκομείο, εξηγώντας ότι οι ασθενείς εξετάζονταν πάντα υπό διαφανείς και επαγγελματικές συνθήκες. Υποστήριξε ότι κατά τη διάρκεια της ιατρικής του πρακτικής τηρούσε όλους τους κανόνες υγιεινής και δεοντολογίας, επισημαίνοντας ότι «πάντα φορούσα γάντια και ακολουθούσα τα πρωτόκολλα. Οι κατηγορίες είναι αβάσιμες και προσβλητικές για την ακεραιότητά μου».
Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν στις καταγγελίες, υποστηρίζοντας ότι υπήρχαν προσωπικά κίνητρα πίσω από τις πράξεις τους. Περιέγραψε μια σειρά από γεγονότα που, κατά την άποψή του, αποδεικνύουν ότι οι καταγγελίες ήταν προϊόν παρεξηγήσεων ή εκδίκησης.
Μεταξύ άλλων, ανέφερε συγκεκριμένα περιστατικά όπου οι σχέσεις του με μάρτυρες κατηγορίας ήταν επαγγελματικές ή προσωπικές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε και παρεξήγηση των προθέσεών του. Αναγνώρισε ότι είχε συνάψει προσωπικές σχέσεις με κάποια από τα πρόσωπα που καταγγέλλουν, αλλά τόνισε ότι αυτές οι σχέσεις δεν συνδέονται με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. «Η σχέση μου με κάποιες από τις γυναίκες που αναφέρονται ήταν συναινετική και προσωπική. Δεν είχε καμία σχέση με την επαγγελματική μου δραστηριότητα», υποστήριξε.
Ο κατηγορούμενος περιέγραψε με δραματικό τρόπο τον αντίκτυπο της υπόθεσης στην οικογενειακή του ζωή. Εξήγησε ότι η έκθεση στα μέσα ενημέρωσης προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στον ίδιο και τους οικείους του. Ο γιος του, όπως ανέφερε, υπήρξε θύμα εκφοβισμού στο σχολείο, γεγονός που ανάγκασε την οικογένεια να αλλάξει περιβάλλον. «Η οικογένειά μου βίωσε μια κόλαση.
Οι φίλοι απομακρύνθηκαν, οι γνωστοί με απέφευγαν, και το παιδί μου αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο εξαιτίας του bullying», δήλωσε.
Ο ίδιος τόνισε ότι βρισκόταν υπό συνεχή πίεση, περιμένοντας τη στιγμή που οι αρχές θα προχωρούσαν στη σύλληψή του. «Κάθε μέρα ζούσα με τον φόβο ότι θα με συλλάβουν. Ήταν σαν να ζούσα σε ένα εφιάλτη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κατηγορούμενος σημείωσε ότι πολλές από τις μαρτυρίες που κατατέθηκαν εναντίον του περιέχουν αντιφάσεις. Υποστήριξε ότι αρκετές καταγγέλλουσες άλλαξαν τις καταθέσεις τους κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, γεγονός που, όπως είπε, αποδεικνύει την έλλειψη αξιοπιστίας των ισχυρισμών τους. Ανέφερε επίσης ότι η απουσία σαφών αποδεικτικών στοιχείων ενισχύει την άποψή του ότι οι κατηγορίες είναι κατασκευασμένες.
«Έχω εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη και είμαι βέβαιος ότι θα αποδειχθεί η αλήθεια. Θέλω να καθαρίσει το όνομά μου και να επιστρέψω στην κανονικότητα», τόνισε.
Ως συνήγοροι υποστήριξης της κατηγορίας παρίστανται οι κ.κ. Μύριαμ Τομαρά και Εύη Αρνιθενού και υπεράσπισης του ιατρού οι κ.κ. Μανώλης Κουτσούκος και Κώστας Αβδελλής.
Αναλυτικό ρεπορτάζ στην αυριανή έκδοση της “δημοκρατικής”