Τα πάνω κάτω έρχονται τα επόμενα χρόνια στη φορολογία για εκατομμύρια φορολογουμένους και επιχειρήσεις. Οι επιβαρύνσεις είναι δεδομένες, ενώ υπό αίρεση και συγκεκριμένους και αυστηρούς όρους είναι οι όποιες μειώσεις φόρων συμφώνησε η κυβέρνηση με τους δανειστές στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Μεγάλες θα είναι οι επιβαρύνσεις που έρχονται για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους από το ψαλίδισμα του αφορολόγητου ορίου, ενώ οι όποιες ελαφρύνσεις γίνουν –αν γίνουν– απλώς θα συγκρατήσουν οριακά την αύξηση του φορολογικού βάρους και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να την εξαλείψουν.
Στόχος των αλλαγών που θα γίνουν στη φορολογία είναι, σύμφωνα με όσα απαίτησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης με την πληρωμή φόρου από περισσότερους μισθωτούς και συνταξιούχους, καθώς, σύμφωνα με την ανάλυσή του, ένας στους δυο φορολογουμένους αυτής της κατηγορίας απαλλάσσεται από τον φόρο με αποτέλεσμα οι φορολογικοί συντελεστές για τους υπόλοιπους φορολογουμένους να είναι πολύ υψηλοί και αντιαναπτυξιακοί.
Στο διά ταύτα, όμως, η μείωση του αφορολόγητου ορίου θα τους επιβαρύνει περισσότερο ή λιγότερο όλους, καθιστώντας επί της ουσίας τις παρεμβάσεις εισπρακτικού χαρακτήρα προκειμένου να επιτευχθούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και να ξεκινήσει η απομείωση του ελληνικού χρέους.
Τι έρχεται με το αφορολόγητο
Η συμφωνία προβλέπει ότι από την 1η Ιανουαρίου 2020 (ή και από το 2019 αν κριθεί ότι από τη μείωση των συντάξεων δεν πιάνεται ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ) η έκπτωση φόρου που εμμέσως οδηγεί στο αφορολόγητο όριο θα μειωθεί από τα 1.900 έως 2.100 ευρώ που είναι σήμερα, στα 1.300 ευρώ ή και χαμηλότερα. Από αυτήν τη μείωση θα επέλθει επιβάρυνση ακόμη και 700 ευρώ για τους περισσότερους μισθωτούς και συνταξιούχους, ενώ για πρώτη φορά θα αρχίσουν να πληρώνουν φόρο εισοδήματος και μισθωτοί και συνταξιούχοι που έχουν μηνιαίο εισόδημα ακόμη και 400 ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα, σήμερα το αφορολόγητο όριο χορηγείται στους μισθωτούς και συνταξιούχους μέσω έκπτωσης φόρου που γίνεται στον φόρο που προκύπτει από την κλίμακα φορολόγησης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και αγροτικό εισόδημα. Η κλίμακα αυτή έχει για εισόδημα έως 20.000 ευρώ συντελεστή 22%, για εισόδημα από 20.001 έως 30.000 ο συντελεστής είναι 29%, από 30.001 έως 40.000 είναι 37% και για εισόδημα πάνω από 40.001 ο συντελεστής είναι 45%.
Στον φόρο που προκύπτει από την παραπάνω κλίμακα χορηγείται έκπτωση 1.900 ευρώ για τους μισθωτούς και συνταξιούχους χωρίς προστατευόμενα τέκνα (οδηγεί σε αφορολόγητο όριο 8.636 ευρώ), 1.950 ευρώ για τους μισθωτούς και συνταξιούχους που έχουν ένα προστατευόμενο τέκνο 2.000 ευρώ για όσους έχουν δύο παιδιά (αντιστοιχεί σε αφορολόγητο όριο 9.090 ευρώ) και 2.100 ευρώ για όσους έχουν τρία ή περισσότερα προστατευόμενα μέλη (αντιστοιχεί σε αφορολόγητο όριο 9.545 ευρώ). Το ποσό της έκπτωσης φόρου χορηγείται ολόκληρο για όσους έχουν εισόδημα έως 20.000, ενώ για κάθε 1.000 ευρώ επιπλέον εισοδήματος η έκπτωση μειώνεται κατά 10 ευρώ. Να σημειωθεί ότι η έκπτωση φόρου για τα ζευγάρια που έχουν παιδιά δίνεται και στους δυο συζύγους και όχι μόνο στον σύζυγο, όπως ίσχυε παλαιότερα.
Η μείωση της έκπτωσης φόρου από το 2019 θα πρέπει να αποφέρει καθαρή αύξηση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Για τη μείωση του αφορολογήτου δεν προβλέπεται αλλαγή στην κλίμακα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος. Μειώνεται όμως δραστικά η έκπτωση φόρου που χορηγείται. Έτσι για τους μισθωτούς και συνταξιούχους χωρίς προστατευόμενα τέκνα, η έκπτωση φόρου μειώνεται από 1.900 σε 1.200 ευρώ που οδηγεί σε μείωση του αφορολόγητου ορίου από 8.636 σε 5.554 ευρώ, για όσους έχουν ένα παιδί μειώνεται από τα 1.950 σε 1.250 που αντιστοιχεί σε αφορολόγητο όριο 5.681 ευρώ, για όσους έχουν δύο παιδιά η έκπτωση φόρου μειώνεται από 2.000 σε 1.300 ευρώ που αντιστοιχεί σε αφορολόγητο όριο 5.909 ευρώ και σε όσους έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά η έκπτωση φόρου μειώνεται από 2.100 ευρώ σε 1.400 που αντιστοιχεί σε αφορολόγητο όριο 6.363 ευρώ.
Παραδείγματα επιβάρυνσης για μισθωτούς-συνταξιούχους
Άγαμος μισθωτός του ιδιωτικού τομέα έχει ετήσιο εισόδημα ύψους 7.000 ευρώ. Σήμερα δεν καταβάλλει φόρο εισοδήματος διότι το εισόδημά του είναι χαμηλότερο από το αφορολόγητο όριο. Με τη μείωση του αφορολογήτου θα κληθεί να πληρώσει ετήσιο φόρο εισοδήματος 340 ευρώ, δηλαδή θα του γίνει παρακράτηση φόρου ύψους 24,28 ευρώ μηνιαίως (για 14 μήνες).
Έγγαμος μισθωτός του ιδιωτικού τομέα με δύο παιδιά και ετήσιο εισόδημα 28.000 ευρώ πληρώνει σήμερα φόρο εισοδήματος ύψους 4.800 ευρώ. Με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου θα κληθεί να πληρώσει φόρο εισοδήματος 5.500 ευρώ, δηλαδή 700 ευρώ περισσότερα ή θα επιβαρυνθεί με 58 ευρώ τον μήνα.
Έγγαμος μισθωτός, με δύο παιδιά, του ιδιωτικού τομέα με ετήσιο εισόδημα 100.000 ευρώ. Με το σημερινό καθεστώς πληρώνει φόρο εισοδήματος 36.800 ευρώ. Με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου θα κληθεί να πληρώσει φόρο ύψους 37.500 ευρώ, δηλαδή 700 ευρώ περισσότερα.
Άγαμος αγρότης έχει ετήσιο εισόδημα σήμερα ύψους 12.000 ευρώ. Με τη σημερινή φορολογική κλίμακα επιβαρύνεται με ετήσιο φόρο εισοδήματος ύψους 740 ευρώ. Με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου θα κληθεί να πληρώσει φόρο 1.440 ευρώ, δηλαδή θα επιβαρυνθεί με 700 ευρώ τον χρόνο.
Η μείωση του πρώτου συντελεστή
Εκτός από το πακέτο της αύξησης του αφορολόγητου ορίου, η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει και ένα πακέτο αντίμετρων που θα τεθούν σε εφαρμογή αν και εφόσον υπάρξει υπέρβαση στον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα. Στο πακέτο των αντίμετρων περιλαμβάνεται η μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας των μισθωτών που επιβάλλεται στο εισόδημα έως 20.000 από το 22% που είναι σήμερα στο 20%.
Για να γίνει, όμως, αυτό που θα μετριάσει τις επιβαρύνσεις από τη μείωση του αφορολογήτου, θα πρέπει να υπερκαλυφθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή να υπάρξει υπέρβαση. Εφόσον γίνει αυτό, τότε στο πρώτο παράδειγμα ο φόρος μετά τη μείωση του αφορολογήτου θα διαμορφωθεί στα 200 ευρώ, δηλαδή η επιβάρυνση θα περιοριστεί σε αυτό το ποσό, στο δεύτερο παράδειγμα ο φόρος θα διαμορφωθεί στα 5.100 ευρώ και έτσι η επιβάρυνση θα περιοριστεί στα 300 ευρώ, ενώ θα υπάρξει μείωση της επιβάρυνσης κατά 400 ευρώ και στα άλλα δύο παραδείγματα.
Εισφορά αλληλεγγύης
Το πακέτο των αντίμετρων που συμφώνησε η κυβέρνηση περιλαμβάνει τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης. Πιο συγκεκριμένα, η εισφορά παραμένει μηδενική για τα εισοδήματα ως 12.000 ευρώ, στην κλίμακα 12.001 ως 20.000, η εισφορά γίνεται μηδενική από 2,2% που είναι σήμερα, στο κλιμάκιο 20.001 ως 30.000 ευρώ εισόδημα, η εισφορά αλληλεγγύης μειώνεται κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες (στο 3% από 5%), για τους έχοντες εισοδήματα από 30.001 ως 40.000, η εισφορά από το 6,5% που είναι σήμερα πέφτει στο 5%, από 40.001 ως 65.000, πέφτει από το 7,5% στο 7% ενώ παραμένει ίδια για εισοδήματα από 65.001 ως 220.000 (στο 9,0%), όπως και για 220.000 και πάνω (στο 10%).
Παραδείγματα
Για έναν φορολογούμενο που έχει ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ από ενοίκια και άλλα 10.000 ευρώ από ελευθέριο επάγγελμα αναλογεί σήμερα εισφορά αλληλεγγύης ύψους 176 ευρώ. Εφόσον ενεργοποιηθεί το συγκεκριμένο αντίμετρο τότε θα απαλλαγεί από την εισφορά, καθώς ο συντελεστής θα μηδενιστεί για εισόδημα έως 20.000 ευρώ.
Άλλος φορολογούμενος έχει ετήσιο εισόδημα 25.000 ευρώ από μισθωτές υπηρεσίες, άλλα 15.000 ευρώ από ενοίκια και 2.000 ευρώ από τόκους. Δηλαδή το συνολικό του εισόδημα είναι 42.000 ευρώ. Καταβάλλει σήμερα εισφορά αλληλεγγύης ύψους 1.476 ευρώ. Με τη μείωση των συντελεστών της εισφοράς θα καταβάλλει το ποσό των 940 ευρώ, δηλαδή θα μειωθεί η εισφορά κατά 536 ευρώ.
Εταιρικός συντελεστής-ΕΝΦΙΑ
Στο πακέτο των αντίμετρων περιλαμβάνεται και η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 29% που είναι σήμερα σε 26%, δηλαδή να επιστρέψει εκεί που βρισκόταν μέχρι και τη χρήση 2014. Η μείωση αυτή θα ψαλιδίσει το φορολογικό βάρος των επιχειρήσεων με στόχο να γίνουν πιο ελκυστικές οι επενδύσεις.
Σε μια επιχείρηση που πραγματοποιεί ετήσια καθαρά κέρδη ύψους 300.000 ευρώ αναλογεί σήμερα φόρος εισοδήματος ύψους 87.000. Με τη μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή από το 29% στο 26% η συγκεκριμένη επιχείρηση θα κληθεί να καταβάλει φόρο εισοδήματος ύψους 78.000 ευρώ, δηλαδή το φορολογικό της βάση θα μειωθεί κατά 9.000 ευρώ. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συμφωνία δεν περιλαμβάνει μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων που σήμερα είναι 15% ανεβάζοντας τον συνολικό φορολογικό συντελεστή στο 39,65% που είναι μακράν ο υψηλότερος φορολογικός συντελεστής στην Ανατολική Ευρώπη, δηλαδή στην περιοχή που η Ελλάδα ανταγωνίζεται άλλες χώρες με χαμηλότερους συντελεστές για την προσέλκυση επενδύσεων.
ΕΝΦΙΑ
Στον ΕΝΦΙΑ η συμφωνία προβλέπει τη μείωση της συνολικής βεβαίωσης του φόρου κατά 0,1% από το 2020. Αυτό μεταφράζεται σε μείωση της συνολικής βεβαίωσης του φόρου από τα 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ που είναι σήμερα σε 3,3 δισεκατομμύρια. Η μείωση αυτή, σύμφωνα με τις προθέσεις του οικονομικού επιτελείου θα αφορά κατά κύριο λόγο μικροϊδιοκτήτες ακινήτων. Στόχος της κυβέρνησης είναι να απαλλαγούν πλήρως από τον φόρο όσοι σήμερα απαλλάσσονται κατά 50%. Πρόκειται για όσους έχουν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως 9.000 ευρώ και χαμηλή αξία ακίνητης περιουσίας.
Capital.gr