Την παραπομπή σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων ενός κατοίκου των Αθηνών, καταζητούμενου με ένταλμα σύλληψης, για το αδίκημα της εξακολουθητικής υπεξαίρεσης αντικειμένου άνω των 120.000 ευρώ αποφάσισε με βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Η υπόθεση κινήθηκε μετά από μήνυση γνωστής ομόρρυθμης εταιρείας της Ρόδου.
Η εταιρεία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στη Ρόδο από το έτος 1992, στον τομέα της εστίασης, λειτουργώντας εστιατόρια.
Στο πλαίσιο της εταιρικής της αναδιάρθρωσης το 2017 μεταβίβασε τα δύο από τα τρία της εστιατόρια στους ομορρύθμους εταίρους της και αποφάσισε να λειτουργήσει υπό την εταιρική επωνυμία, το μεγαλύτερο εστιατόριο της εταιρείας.
Το εν λόγω εστιατόριο έχει πολύ υψηλό κύκλο εργασιών, που κατά τους θερινούς μήνες προσεγγίζει τις 5.000 έως και 10.000 ευρώ ημερησίως, απασχολεί 30 άτομα προσωπικό και έχει τη δυνατότητα σίτισης 250 ατόμων.
Η διαχείριση του εστιατορίου ανατέθηκε στον Αθηναίο, ο οποίος θα ανελάμβανε την λειτουργική αλλά και την οικονομική του διαχείριση.
Υπεγράφη μεταξύ τους τον Απρίλιο του 2017 σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών με την οποία αυτός ανέλαβε την υποχρέωση, έναντι αμοιβής, διαχείρισης όλων των θεμάτων που ανάγονταν στην οργάνωση και λειτουργία του εστιατορίου, συμπεριλαμβανομένων και των εισπράξεων και πληρωμών, για τις οποίες είχε την υποχρέωση να αποδίδει λογοδοσία.
Στο τέλος του μήνα Οκτωβρίου, ο Αθηναίος φέρεται να ενημερώθηκε ότι ενόψει της λήξης της τουριστικής περιόδου και του συμβατικού χρόνου της εργασίας του, θα πρέπει να κλείσει και να παραδώσει τα ταμεία και να λογοδοτήσει.
Το ραντεβού, όπως υποστηρίζεται στην αίτηση, συνεχώς αναβαλλόταν με διάφορες προφάσεις. Φέρεται επίσης να τους απάντησε ότι αιφνιδίως ασθένησε ο πατέρας του στην Αθήνα και έπρεπε να αναχωρήσει εκτάκτως.
Φέρεται να ενημέρωσε στην πορεία ότι ο πατέρας του είχε αποβιώσει ενώ στην συνέχεια, όπως τονίζεται στην αίτηση, παραδέχθηκε ότι δεν πέθανε, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει στην Αθήνα λόγω ταμειακού ελλείμματος που είχε δημιουργήσει το οποίο και προσπαθούσε να καλύψει.
Ακολούθησε οικονομικός έλεγχος στα βιβλία του εστιατορίου και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι με τη χρήση διαφόρων μορφών απάτης και πλαστογραφίας είχε καταφέρει να υπεξαιρέσει χρηματικό ποσό, που μέχρι στιγμής ανέρχεται στο ποσό των 150.000 ευρώ.
Φέρεται συγκεκριμένα το διάστημα από 26 Μαΐου 2017 έως και 16 Οκτωβρίου 2017 και σε 23 μερικότερες περιστάσεις, να ανέλαβε χρήματα από τα ταμεία σε μετρητά για να τα καταθέσει σε λογαριασμό, πράγμα που δεν έκανε.
Όπως υποστηρίζεται, παρέλαβε 103.100 ευρώ με σκοπό να τα καταθέσει στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας και κατέθεσε μόνο το ποσό των 7.060 ευρώ.
Πέραν των ανωτέρω χρηματικών ποσών, που όπως υποστηρίζεται υπεξαίρεσε, φέρεται να επινόησε ένα ευφάνταστο τρόπο εξαπάτησης των ταμείων της επιχείρησης.
Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι ελάμβανε χρήματα από τους ταμίες του εστιατορίου, προκειμένου δήθεν να πραγματοποιήσει πληρωμές σε προμηθευτές της εταιρείας.
Στη συνέχεια, για να αποδείξει την πραγματοποίηση της συναλλαγής, προσκόμιζε στον ταμία εκτύπωση του δελτίου του προσωπικού του E- Banking, όπου φαινόταν η μεταφορά των χρημάτων στους προμηθευτές.
Όμως το δελτίο στον χρόνο διεξαγωγής της συναλλαγής όπου αναφέρεται «η συναλλαγή σας να εκτελεστεί» ανέγραφε «σε μελλοντική ημερομηνία». Με τον τρόπο αυτό εμφανίζοντας εικονικές πληρωμές προμηθευτών της εταιρείας, κατάφερε να αποσπάσει τα ποσά που δήθεν κατέβαλε σε αυτούς.
Οπως προέκυψε από την έρευνα φέρεται να υπεξαίρεσε 29.125,67 ευρώ που θα έπρεπε να αποδοθούν σε προμηθευτές.
Πέραν των ανωτέρω φέρεται να υπεξαίρεσε χρήματα που επρόκειτο να καταβάλει για οφειλές προς τη Δ.Ο.Υ και το ΙΚΑ και συγκεκριμένα 18.894 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά την σύντροφό του, από τον ίδιο έλεγχο φέρεται να προέκυψε ότι ποσό ύψους 9.000 ευρώ, μεταφέρθηκε παράνομα σε δικούς της λογαριασμούς από λογαριασμό της εταιρείας.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Δήμος Μουτάφης.