Στο λιβυκό λιμάνι της Ζουβάρα, δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες ξύλινες ψαρόβαρκες ακουμπούν μεταξύ τους στο φύσημα του αέρα. Αν η Ευρώπη θέλει να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία εναντίον των λαθροδιακινητών, αυτές τις βάρκες θα πρέπει να καταστρέψει.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση προσπαθεί να πείσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να δώσει άδεια για στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των στόλων των διακινητών. Ακόμη όμως και με το πράσινο φως του ΟΗΕ, μια τέτοια στρατηγική δεν είναι απλή. Οι διακινητές δεν ανήκουν σε μία οργάνωση, με σαφή ιεραρχία ή περιουσιακά στοιχεία. Δεν διαθέτουν στόλο που να μπορεί να διαχωριστεί από τον αλιευτικό και να γίνει εύκολα στόχος.
Συνήθως νοικιάζουν τα σκάφη από τους ντόπιους ψαράδες για μεμονωμένα ταξίδια, πληρώνοντας 140.000 δηνάρια (90.000 ευρώ) για μια βάρκα που μπορεί να μεταφέρει 300 πρόσφυγες και μετανάστες. Ακόμη και αφού αλλάξουν χέρια τα χρήματα, η συναλλαγή δεν θα είναι αντιληπτή παρά μόνο σε αυτούς που μετείχαν σε αυτή. Το σημερινό σκάφος των διακινητών χθες έριχνε δίχτυα.
Ενας Ευρωπαίος κατάσκοπος που παρακολουθεί τα λιμάνια με τη βοήθεια δορυφόρου δεν έχει πολλές ενδείξεις ότι κάποια συγκεκριμένη ψαρόβαρκα βγαίνει από το λιμάνι για λάθος λόγους. Ενα σημάδι είναι ότι οι βάρκες των διακινητών βγαίνουν στη θάλασσα όταν βραδιάσει, κάτι που δεν κάνουν συνήθως οι ψαράδες. Επίσης,αγκυροβολούν στα βαθιά περιμένοντας να φθάσουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες με φουσκωτά.
Κανείς όμως δεν μπορεί να είναι σίγουρος μέχρι να αρχίσουν να επιβιβάζονται στα αλιευτικά εκατοντάδες άνθρωποι – και τότε είναι αργά για αεροπορικές επιδρομές από ένα ναυτικό που τηρεί κάποιες ηθικές αρχές.
Εξάλλου, το να συλλάβει ή να σκοτώσει κανείς τους διακινητές είναι δύσκολο. Οι καπετάνιοι συνήθως είναι είτε οι ίδιοι πρόσφυγες και μετανάστες είτε ψαράδες που προσελήφθησαν για μεμονωμένα ταξίδια. Οι αρχηγοί μένουν στη στεριά, ενώ οποιεσδήποτε κινήσεις εναντίον τους δεν θα σταματήσουν τα πολυάριθμα άλλα δίκτυα διακινητών που μεταφέρουν χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες μέσω δεκάδων ενδιάμεσων σταθμών σε όλο το βόρειο τμήμα της Αφρικής.
Σε κάθε περίπτωση, οι ακτές της Λιβύης δεν διαφεντεύονται πλέον από μια χούφτα έμπειρους εγκληματίες. Η διακίνηση είναι σαν νεοφυής επιχείρηση, που τροφοδοτείται από όλο και περισσότερα ανεπίσημα δίκτυα που εμφανίζονται, σχηματίζονται και χάνονται βδομάδα με βδομάδα.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες γνωρίζουν πως ό,τι και να γίνει στον ΟΗΕ, μια στρατιωτική επιχείρηση χρειάζεται χρόνο, άρα πιθανώς να φθάσει το φθινόπωρο και η φετινή σεζόν να τελειώσει. Εξάλλου, ακόμη και αν η Λιβύη, που έχει τώρα δύο κυβερνήσεις, ενοποιηθεί, δύσκολα θα μπει τέλος σε μια δραστηριότητα που είναι καρπός όχι μόνο του τεράστιου κενού ασφαλείας, αλλά και της έλλειψης οικονομικών εναλλακτικών. Μία πολύ σημαντική παράμετρος που δεν λαμβάνουν υπόψη τους οι προτάσεις για εξάλειψη των διακινητών είναι οι ίδιοι οι πρόσφυγες και μετανάστες. Δεν θα πάψουν να έρχονται, απλά θα διαλέξουν άλλους δρόμους, παραδείγματος χάρη τη διαδρομή μέσω Ελλάδας.
Οπως είπε ένας Σύρος: «Ακόμη και αν οι κυβερνήσεις αποφάσιζαν να βουλιάξουν τα φορτωμένα σκάφη, θα υπήρχαν και πάλι άνθρωποι που θα πήγαιναν, γιατί θεωρούν τους εαυτούς τους ήδη νεκρούς. Ακόμη και αν βομβάρδιζαν τις βάρκες, δεν θα άλλαζε η απόφασή τους».
Καθημερινή