H απόφαση της κυβέρνησης να “διεθνοποιήσει” το πρόβλημα της ακρίβειας με τον πρωθυπουργό να στέλνει επιστολή στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να ζητά την ευρωπαϊκή παρέμβαση, επαναφέρει στο προσκήνιο ένα υπαρκτό πρόβλημα που παραμένει άλυτο επί 10ετίες.
Το γεγονός ότι οι Έλληνες καταναλωτές αγοράζουν ακριβότερα κάποια προϊόντα σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης δεν είναι καινούργιο. Γίνεται όμως τώρα εντονότερο εξαιτίας της πληθωριστικής κρίσης που έχει πλήξει το διαθέσιμο εισόδημα. Πόσο μάλλον όταν αυτή η πληθωριστική κρίση, βρίσκει τη χώρα στα πρώτα βήματα ανάκτησης του χαμένου εδάφους από την πολυετή κρίση που βύθισε το διαθέσιμο κατά κεφαλή εισόδημα στην προτελευταία θέση της Ευρώπης.
Γιατί οι πολυεθνικές οι οποίες μπαίνουν για μια ακόμη φορά στο στόχαστρο; (είχε προηγηθεί η υπόθεση του βρεφικού γάλακτος αλλά και η νομοθέτηση των μέτρων κατά της ακρίβειας που κυρίως στόχευε σε είδη που διακινούνται από ξένες εταιρείες). Ενώ από χθες στελέχη πολυεθνικών εταιρειών σπεύδουν να αποδώσουν πολιτικά κίνητρα στην κυβέρνηση (σ.σ. η ακρίβεια είναι μακράν το νούμερο ένα πρόβλημα των νοικοκυριών), γεγονός είναι ότι υπάρχουν μια σειρά από ζητήματα που χρονίζουν.
Το ίδιο προϊόν πωλείται ακριβότερα στην Ελλάδα επειδή έχει διαφορετική συσκευασία ή άλλη ονομασία. Το περιθώριο κέρδους της θυγατρικής στη χώρα δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί καθώς με το “φούσκωμα” των royalties (δικαίωμα χρήσης ονόματος κλπ) ή άλλων λογιστικών μεθόδων, οι θυγατρικές στην Ελλάδα εμφανίζονται να δραστηριοποιούνται με ζημιά παρά το γεγονός ότι ο καταναλωτής πληρώνει περισσότερο εδώ από ότι έξω για το ίδιο προϊόν. Μια κάψουλα πλυντηρίου ρούχων την οποία χωρίς την προσφορά στην Ελλάδα θα την αγοράσεις με 53 λεπτά, στην Ισπανία μπορεί να πωλείται 37 λεπτά και στη Γαλλία 30 λεπτά, ενώ στην Ιταλία πέφτει και στα 25 λεπτά. Το ίδιο αφρόλουτρο μπορεί να έχει κοντά στα 5 ευρώ στην Ελλάδα και τα μισά λεφτά στην Ευρώπη.
Η Ευρώπη έχει ήδη θεσπίσει ένα κανονιστικό πλαίσιο για να αποτρέψει την κατά βούληση μεταφορά κερδών από τη μητρική στις θυγατρικές και το ανάποδο (το λεγόμενο transfer pricing).
Όμως αυτό το πλαίσιο που αφορά κυρίως στην φοροαποφυγή, δεν προστατεύει τον καταναλωτή από τις υψηλές τιμές. Το αν μπορούν να υπάρξουν κάποιες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες που να αποδειχθούν αποτελεσματικές -οι εκπρόσωποι των πολυεθνικών είναι κατηγορηματικά αντίθετοι σε τέτοιου είδους πρακτικές εκτιμώντας ότι θα πλήξουν τον ανταγωνισμό και τις επενδύσεις) θα φανεί.
Ωστόσο, στην όλη συζήτηση θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι “ιδιαιτερότητες” της Ελλάδας ως αγορά που τελικώς επηρεάζουν τις τιμές: Είμαστε μια μικρή αγορά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Τα σημεία πώλησης λόγω του ανάγλυφου της χώρας είναι διάσπαρτα και αυτό αυξάνει το μεταφορικό κόστος. Παραγωγικές μονάδες στη χώρα δεν υπάρχουν όπως συμβαίνει αντίστοιχα στην κεντρική Ευρώπη, ενώ ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί σε πολλούς τομείς κάτι που αναδεικνύει συνεχώς και η Τράπεζα της Ελλάδας.
Μετά τη δημοσίευση της επιστολής του πρωθυπουργού προς την Ούρσουλα Φον ντερ Λαιεν, αναμένεται ότι θα υπάρξουν εξελίξεις. Δεν αποκλείεται να ξεκινήσει ένας κύκλος επαφών ανάμεσα στην κυβέρνηση (ακόμη και σε ανώτατο επίπεδο) αλλά και εκπροσώπους των μεγαλύτερων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Ανοικτό είναι και το ενδεχόμενο να υπάρξει μια “συμφωνία κυρίων” ώστε οι μειώσεις να φτάσουν στο ράφι χωρίς να υπάρξει κάποια θεσμική αλλαγή. Το βέβαιο είναι ότι “ταράχθηκαν” τα νερά και ότι θα υπάρξουν εξελίξεις.
Πηγή thetoc.gr