Απαραίτητη είναι η σύναψη µιας νέας συµφωνίας µε τους εταίρους προκειμένου, να αποσοβηθούν οι άµεσοι κίνδυνοι που υπάρχουν σήµερα για την οικονοµία, να περιοριστεί η αβεβαιότητα και να δοθεί µια διατηρήσιµη αναπτυξιακή προοπτική στη χώρα, υποστηρίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας,στην έκθεση της νομισματικής πολιτικής για το 20140-201
Σε αντίθετη περίπτωση «η αποτυχία στις διαπραγµατεύσεις θα είναι η αρχή µιας επώδυνης πορείας που θα οδηγήσει αρχικά σε πτώχευση και τελικά στην έξοδο της χώρας από τη ζώνη του ευρώ και ―πιθανότατα― από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια ελεγχόµενη κρίση χρέους, όπως αυτή που διαχειριζόµαστε σήµερα µε τη βοήθεια των εταίρων, θα µετατραπεί σε ανεξέλεγκτη κρίση, µε µεγάλους κινδύνους για το τραπεζικό σύστηµα και τη χρηµατοπιστωτική σταθερότητα. Η έξοδος από το ευρώ θα προσθέσει στο ήδη βεβαρηµένο περιβάλλον µια νέα οξύτατη συναλλαγµατική κρίση που θα εκτινάξει τον πληθωρισμό.
Όλα αυτά σηµαίνουν βαθιά ύφεση, δραµατική µείωση των εισοδηµάτων, πολλαπλασιασµό της ανεργίας και κατάρρευση όσων έχει πετύχει η ελληνική οικονοµία στα χρόνια της ένταξης στην ΕΕ και κυρίως την περίοδο του ευρώ».
«Η Ελλάδα, από ισότιµο µέλος στον πυρήνα των ευρωπαϊκών χωρών, θα µετατραπεί σε µια φτωχή χώρα της Νότιας Ευρώπης. Γι’ αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος υποστηρίζει ακράδαντα ότι η συµφωνία µε τους εταίρους είναι ιστορική επιταγή που δεν µπορούµε να αγνοήσουµε».
Χρεός
Από όλες τις διαθέσιµες ενδείξεις µέχρι σήµερα φαίνεται ότι υπάρχει σοβαρή προσέγγιση στους όρους και η απόσταση που αποµένει να διανυθεί για την ολοκλήρωση της συµφωνίας είναι σχετικά µικρή, υποστηρίζει ο Γ. Στουρνάρας.
Χαρακτηρισίζει σημαντική την απόφαση για μικρότερα πλεονάσματα και «εξίσου σηµαντική» την επαναβεβαίωση και εξειδίκευση της πρόθεσης των εταίρων για την αναδιάρθρωση του χρέους, όπως διατυπώθηκε αρχικά στη σύνοδο του Eurogroup της 27ης Νοεµβρίου 2012. «Χρειαζόµαστε σήµερα µια βιώσιµη συµφωνία που θα στηριχθεί σε βιώσιµο χρέος, απαλλάσσοντας τις επόµενες γενιές από τα βάρη που δεν δικαιούµαστε να τους κληροδοτήσουµε».
Κίνδυνος νέας φάσης ύφεσης
Στα τέλη του 2014 υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική οικονοµία, έχοντας υπερβεί την ύφεση, εισέρχεται σε φάση ανάπτυξης. Η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως και όλοι οι διεθνείς οργανισµοί, προέβλεπαν τότε άνοδο του ΑΕΠ το 2015 και επιτάχυνση της ανόδου το 2016. Σήµερα οι προβλέψεις αυτές έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω, καθώς τα πρόσφατα στοιχεία για το ΑΕΠ δείχνουν σηµαντική επιβράδυνση του ετήσιου ρυθµού ανάπτυξης και συρρίκνωση του ΑΕΠ σε τριµηνιαία βάση για δύο συνεχόµενα τρίµηνα. Η επιδείνωση των δεικτών οικονοµικού κλίµατος και των συνθηκών χρηµατοδότησης του ιδιωτικού τοµέα υποδηλώνουν ότι η επιβράδυνση του ρυθµού ανάπτυξης της οικονοµίας θα γίνει εντονότερη το β’ τρίµηνο του 2015, µε κίνδυνο η οικονοµία να µπει σε µια νέα φάση ύφεσης.
«Οι προβλέψεις για την πορεία της οικονοµίας παραµένουν ιδιαίτερα επισφαλείς. Με δεδοµένο ότι τα µεγαλύτερα προβλήµατα που αντιµετωπίζει σήµερα η ελληνική οικονοµία οφείλονται στην αβεβαιότητα και την απώλεια εµπιστοσύνης, είναι βάσιµο να προβλεφθεί ότι, αν βελτιωθεί το κλίµα, η οικονοµία µπορεί να επανέλθει σχετικά σύντοµα σε ανοδική τροχιά. Βασική, απόλυτα καθοριστική προϋπόθεση για να συµβεί αυτό είναι να αποκλειστεί το ενδεχόµενο πιστωτικού γεγονότος και να διασφαλιστεί η παραµονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Και αυτό µπορεί να γίνει µόνο εάν, σε πρώτη φάση, επιτευχθεί σύντοµα ρεαλιστική συµφωνία και, στη συνέχεια, εάν εφαρµοστούν µε συνέπεια και χωρίς καθυστερήσεις οι όροι της µέσα σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας.
Μία συμφωνία θα δημιουργούσε θετικές προοπτικές και θα μπορούσε να καλύψει το έδαφος που χάθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015. Ειδικότερα, μια συμφωνία με τους εταίρους:
– αποτρέπει πολύ δυσμενείς εξελίξεις και διασφαλίζει ότι οι έως τώρα θυσίες των Ελλήνων πολιτών δεν θα πάνε χαμένες
– αποκαθιστά την εμπιστοσύνη μεταξύ των ελληνικών αρχών και των εταίρων,
– εξασφαλίζει, μέσω της συνδρομής των εταίρων μας και του ∆ΝΤ, τη χρηματοδοτική στήριξη της ελληνικής οικονομίας,
– δηλώνει έμπρακτα τη βούληση για τη συνέχιση και επέκταση των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη διασφάλιση των δημοσιονομικών επιτευγμάτων,
– παρέχει τη δυνατότητα μιας ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία βασίζεται σε χαμηλότερους και πιο ρεαλιστικούς στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης, ενισχύοντας παράλληλα τις αναπτυξιακές προοπτικές,
– δημιουργεί τις συνθήκες για τη μετάβαση προς μια νέα μεσομακροπρόθεσμη συμφωνία με τους εταίρους, η οποία θα έχει ως στόχο την ομαλή έξοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές και θα συνοδεύεται από την υλοποίηση της δέσμευσης του Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου 2012 για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να εξέλθει οριστικά από την κρίση καινα διασφαλιστεί η διατηρήσιμη ανάπτυξη,
– επιπλέον, η επίτευξη συμφωνίας θα επιτρέψει στην Ελλάδα να εκμεταλλευθεί το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και να ωφεληθεί από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Η επόμενη μέρα
Με την άρση της αβεβαιότητας πρέπει να ξεκινήσει αμέσως η συζήτηση για τη διαμόρφωση της αναπτυξιακής πολιτικής που θα διασφαλίζει οριστική έξοδο από την κρίση και στροφή της οικονομίας προς ένα νέο εξωστρεφές και βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο.
Μια τέτοια πολιτική απαιτεί:
– Συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών καθώς διευκολύνουν την είσοδο νέων επιχειρήσεων, ενισχύουν τον ανταγωνισμό και ενθαρρύνουν την καινοτομία.
– Ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών στην αγορά εργασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το υψηλό ποσοστό ανεργίας.
– ∆ιαμόρφωση και εφαρμογή ενός συνεκτικού και στοχευμένου δικτύου κοινωνικής προστασίας, που θα εξασφαλίζει μόνιμη και όχι αποσπασματική βοήθεια σε όσους έχουν πραγματικά ανάγκη.
– Εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους, βελτίωση του θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου, υιοθέτηση ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου και γενικότερα ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
– ∆ιασφάλιση της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας και επίτευξη πρωτογενών πλεονασµάτων µέσα από παρεµβάσεις κυρίως διαρθρωτικού και λιγότερο φοροεισπρακτικού χαρακτήρα. Έµφαση θα πρέπει να δοθεί στη διασφάλιση της βιωσιµότητας των ασφαλιστικών ταµείων, µέσω περιορισµού των ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις. Επανεξέταση των διαφόρων εξαιρέσεων που υπάρχουν στους άµεσους και έµµεσους φόρους και διατήρηση µόνο αυτών που δικαιολογούνται από αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια.
– Αντιµετώπιση των προκλήσεων της διαχείρισης των δανείων σε καθυστέρηση προκειµένου να ενδυναµωθεί η δυνατότητα του τραπεζικού συστήµατος να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια ανάκαµψης της ελληνικής οικονοµίας. Παράλληλα απαιτούνται αλλαγές στο θεσµικό πλαίσιο, όπως για παράδειγµα στο (προ)πτωχευτικό δίκαιο, τον Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας και τον εξωδικαστικό συµβιβασµό, προκειµένου να υποβοηθηθεί η προσπάθεια των τραπεζών για την καλύτερη διαχείριση των δανείων σε καθυστέρηση.