Ποιος ήταν ο πολιτικός μηχανικός που ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για την συμμετοχή του στην οργάνωση και πέθανε στα 80 του χρόνια – Τα καλοκαίρια στην Κάλυμνο, οι επαφές με τον «Κάρλος το Τσακάλι» στην Δαμασκό, ο φάκελος στα αρχεία της Στάζι
Ήταν μια συνηθισμένη μέρα στην δουλειά για τον Χρήστο Τσιγαρίδα που επέβλεπε ως πολιτικός μηχανικός τις εργασίες σε μια οικοδομή, όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω σε ένα εργάτη.
Τον ήξερε αυτόν τον εργάτη. Τον είχε συναντήσει πολλές φορές σε μια από εκείνες τις επιτροπές της επαναστατικής αριστεράς που «ψαχνόντουσαν» μετά το τέλος της επταετίας γύρω από τις κατευθύνσεις που θα ακολουθούσαν σε διάφορα ζητήματα.
Ήταν αρχές του 1976 όταν ο Τσιγαρίδας είδε τον Χρήστο Κασσίμη και λίγες ημέρες αργότερα στην ίδια οικοδομή έμαθε πόσο παθιασμένα μιλούσε ο τελευταίος στους εργάτες.
«Χάζευαν όταν τους μιλούσε» θα πει χρόνια μετά στην απολογία του ο άνθρωπος που ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τον ΕΛΑ, ο οποίος πέθανε την περασμένη Δευτέρα σε ηλικία ογδόντα ετών και η πολιτική κηδεία του τελέσθηκε τρεις μέρες μετά.
Μετά από εκείνη την πρώτη συνάντηση στην οικοδομή θα ζητήσει από τον Χρήστο Κασσίμη να βγούνε για να τα πούνε, μόνο που η πρώτη φορά έφερε την δεύτερη, η δεύτερη την τρίτη κ.ο.κ.
Μετά από ένα μήνα συνεχών εξόδων, ο Κασσίμης παραδίδει στον Τσιγαρίδα το ιδεολογικοπολιτικό κείμενο του ΕΛΑ, τα περίφημα «Εξαιρετικά Χημικά Λιπάσματα», το οποίο ο πολιτικός μηχανικός «ξετινάζει» για έξι ολόκληρους μήνες.
Μαζί με τον Κασσίμη θα περάσουν νύχτες ατέλειωτων αναλύσεων, μέχρι να συμφωνήσουν ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά για την νεοσύστατη οργάνωση.
Σύμφωνα με τις απόψεις του Χρήστου Τσιγαρίδα οι οποίες εκφράστηκαν και στην μετά από χρόνια απολογία του στο δικαστήριο, ο ΕΛΑ ήταν μια επαναστατική κουμουνιστική οργάνωση που έθεσε ως καθήκον του να συμβάλλει στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος για μια επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.
Ο πολιτικός μηχανικός λάτρεψε το ότι στον ΕΛΑ δεν υπήρχαν αρχηγοί ή καθοδηγητές όπως στην 17Ν, η οποία μάλιστα άσκησε κριτική στους «συντρόφους» του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα μέσα από προκύρηξη της.
Οι τελευταίοι την αγνόησαν και εξακολούθησαν να πορεύονται βασιζόμενοι στα δικά τους πιστεύω, με τον Τσιγαρίδα να είναι πάντα παρών ως η πολιτική φωνή του ΕΛΑ, χωρίς όμως ποτέ να εμπλακεί σε χτυπήματα.
Oι επαφές με τον Κάρλος
Αν έκανε κάτι τέτοιο θα ήταν ζήτημα χρόνου οι διωκτικές αρχές να καταλήξουν σε αυτόν.
Εν αντιθέσει με τον Κασσίμη ο ίδιος είχε μια προσωπική και επαγγελματική ζωή που θα έθετε σε κίνδυνο τον κανόνα της συνωμοτικότητας που πρέπει να έχουν τα μέλη μιας οργάνωσης που μπαίνει στο αντάρτικο των πόλεων.
Ήταν ένας πολιτικός μηχανικός που συναστρεφόταν καθημερινά με πολύ κόσμο, είχε παντρευτεί, είχε αποκτήσει παιδιά, είχε ευρείες κοινωνικές συναναστροφές και όλο αυτό τον άφηνε αυτόματα εκτός οποιασδήποτε ενέργειας με όπλα.
Ο Τσιγαρίδας φέρεται να ταξίδεψε κάποια περίοδο στο Βελιγράδι και την Δαμασκό της Συρίας.
Το έκανε για να συναντήσει από κοντά σύμφωνα με τα όσα έχουν γραφτεί κατά καιρούς, τον Ίλιτς Ραμίρεζ Σάντσες, ευρύτατα γνωστό ως «Κάρλος το Τσακάλι» και μέλη της ομάδας του.
Οι φίλοι του πάντως στην Κάλυμνο-το νησί από όπου κατάγεται η γυναίκα του- τον θυμούνται ως έναν άνθρωπο μα βαθιά πολιτική σκέψη που δεν απέφευγε τις πολιτικές συζητήσεις.
Τουναντίον εκφραζόταν με απέχθεια για τις εκάστοτε κυβερνήσεις και τους πολιτικούς.
Στο νησί απολάμβανε τις βουτιές στην θάλασσα, το φαγητό σε ταβερνάκια με την οικογένεια, τις παρτίδες στο σκάκι και την πρέφα στο καφενείο μαζί με φίλους, τα ήσυχα βράδια του Αυγούστου.
Ο σύνδεσμός του στον ΕΛΑ μέχρι να έρθει το μοιραίο βράδυ τον Οκτώβρη του 1977 είναι ο Κασσίμης, στον οποίο εξηγεί τις θέσεις του και τις τυχόν διαφωνίες του σε ότι αφορά την οργάνωση και τις δράσεις της.
Εκείνο το βράδυ το ημερολόγιο έγραφε 20 του μήνα όταν ο Κασσίμης με τον Τσουτσουβή επιχειρούν να τοποθετήσουν βόμβες στο εργοστάσιο της γερμανικής εταιρίας ΑΕG που λειτουργούσε στην περιοχή του Ρέντη κοντά στη λαχαναγορά.
Ήταν τα αντίποινα του ΕΛΑ για τον θάνατο των τριών μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης RAF ή Baader-Meinfoff κατ’ άλλους που είχαν γίνει γνωστοί λίγα 24ωρα πριν.
Το δίδυμο παρόλο που κινείται προσεχτικά γίνεται αντιληπτό από αστυνομικούς και στην συμπλοκή που ακολουθεί ο Κασσίμης τραυματίζεται βαριά στο κεφάλι, ο Τσουτσουβής διαφεύγει και δύο όργανα της τάξης τραυματίζονται.
Την επομένη ο Χρήστος Τσιγαρίδας μαθαίνει τον θάνατο του φίλου του και συγκλονίζεται όταν αντικρίζει την φωτογραφία που τον δείχνει βαριά τραυματισμένο ή νεκρό κατ’ άλλους στο νοσοκομείο.
Στις 23 Οκτωβρίου δίνει το παρών στην κηδεία του Κασσίμη, που λαμβάνει χώρα στο νεκροταφείο Χαλανδρίου.
Τα μάτια του τρέχουν και κάποιοι τον θυμούνται να σηκώνει το χέρι του και να ενώνει την φωνή του με τους άλλους στο σύνθημα «το αίμα κυλάει εκδίκηση ζητάει» ενώ την ίδια στιγμή χωροφύλακες βιντεοσκοπούν με κάμερες τους παριστάμενους.
Το πρόσωπό του αποτυπώνεται σε κάποιο από τα χιλιόμετρα του φιλμ που κατέγραφαν φάτσες γνωστές και άγνωστες στις διωκτικές αρχές, όμως εκείνη τη στιγμή από τα μάτια του τρέχουν συνεχώς δάκρυα.
Η αποχώρηση, η σύλληψη και η Στάζι
Στην απολογία του όταν δικάστηκε πριν από μια δεκαετία ο Χρήστος Τσιγαρίδας έμεινε στα απολύτως απαραίτητα, αρνούμενος να δώσει ονόματα «συντρόφων» του η πληροφορίες για την οργάνωση.
Περιορίστηκε στο να πει ότι μετά τον θάνατο του Κασσίμη την επικοινωνία του με τον ΕΛΑ ανέλαβε άλλος εναλλακτικός σύνδεσμος, μέχρι τα τέλη του 1989, όταν ο Τσιγαρίδας πήγε σε αυτό που έμελλε να είναι η τελευταία του επαφή με την οργάνωση.
Μέχρι το 1982 φρόντιζε για την έκδοση του περιοδικού «Αντιπληροφόρηση» το οποίο κατά τον ίδιο δεν ήταν το περιοδικό του ΕΛΑ, αλλά ένα μαζικό επαναστατικό έντυπο.
Εφτά χρόνια μετά, όταν ο σύνδεσμός του τον ενημερώνει ότι αποχωρεί από τον ΕΛΑ και ότι το επόμενο ραντεβού του θα γίνει με άλλον «σύντροφο» ο Χρήστος Τσιγαρίδας του λέει «Αν δεν εμφανιστώ στο επόμενο ραντεβού η οργάνωση να ξέρει ότι αποχωρώ κι εγώ για προσωπικούς λόγους».
Όταν έρχεται η μέρα ο σύνδεσμος πηγαίνει στο προκαθορισμένο σημείο αλλά ο Χρήστος Τσιγαρίδας δεν εμφανίζεται ποτέ, έχοντας πάρει την αποφαση να αφήσει τον ΕΛΑ πίσω του.
Μπορεί να μη φανταζόταν τότε ότι δεκατρία χρόνια μετά θα τον συλλάμβαναν με την κατηγορία της συμμετοχής του στην οργάνωση, ήξερε όμως μέσα του ότι ποτέ δεν θα έπρεπε να είναι εφησυχασμένος.
Η ζωή του επέστρεψε σε μια συνήθη καθημερινότητα, με δουλειά και συναντήσεις με φίλους, όμως φρόντισε κάποια στιγμή να ενημερώσει την σύζυγο και τα παιδιά του για το παρελθόν του στον ΕΛΑ.
Τους είπε ότι αν συλληφθεί θα αναλάβει την ευθύνη για το πολιτικό σκέλος της οργάνωσης και τους προετοίμασε για την ημέρα που η αστυνομία θα τον έπιανε.
Αυτή η μέρα ήταν η Τρίτη 4 φεβρουαρίου του 2003, όταν κλιμάκιο ανδρών της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, πέρασε την είσοδο της κατοικίας του πολιτικού μηχανικού στο Παλαιό Ψυχικό και τον συνέλαβε.
Μέσω του συνηγόρου του ο Χρήστος Τσιγαρίδας ενημέρωσε την ίδια μέρα ότι δεν σκόπευε να κάνει χρήση των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, προκειμένου να τύχει ευνοϊκής μεταχείρησης.
Το όνομά του υπήρχε ήδη στους περίφημους φακέλους της διαβόητης Στάζι, όπου ήταν καταχωρημένος με την κωδική ονομασία Άντριου και στο προφίλ του παρουσιαζόταν ως ο θεωρητικός της οργάνωσης.
Προφυλακίσθηκε και τον Μάιο του ίδιου έτους παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο και μεταφέρεται στον Ευαγγελισμό, όπου και νοσηλεύεται για μέρες.
Θα επιστρέψει ξανά στην φυλακή από όπου θα αποφυλακιστεί τον Ιανουάριο του 2005 με απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου για λόγους υγείας και με περιοσριστικούς όρους.
Στο τέλος της απολογίας του είπε μεταξύ άλλων: «Θα με ρωτήσετε ίσως αν έχω μετανιώσει για την κοινωνική και πολιτική πορεία που ακολούθησα όλα αυτά τα χρόνια, μισόν αιώνα σχεδόν. Θα σας απαντήσω ότι δεν μετανιώνω για τίποτα.
Η οργάνωση που συμμετείχα, ο ΕΛΑ, έχει κλείσει τον ιστορικό της κύκλο. Ουδείς όμως μπορεί να ισχυριστεί ότι η δράση του ΕΛΑ ανήκει στην αρμοδιότητα του ιστορικού του μέλλοντος.
Η δράση του ΕΛΑ αποτελεί κληρονομιά του κινήματος. Αυτού του μικρού, αλλά τόσο σημαντικού κινήματος της επαναστατικής ανατροπής, που επιμένει ακόμα και σήμερα να κρατάει ζωντανό το όραμα της κομμουνιστικής επανάστασης και άσβεστη την ελπίδα για την αλλαγή του κόσμου».