Με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου έγιναν δεκτές οι εφέσεις δύο κατοίκων της Ρόδου, μάνα και γιού, για την ακύρωση βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου με το οποίο είχαν παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων κατηγορούμενοι για εκβίαση από κοινού.
Στους κατηγορούμενος αποδόθηκε ειδικότερα ότι εξανάγκασαν με απειλές έναν ηλικιωμένο να μην επαναφέρει αγωγή, που είχε ασκήσει, διεκδικώντας αποζημίωση από τη χρήση μισθίου.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που είχε σχηματιστεί, η πρώτη κατηγορούμενη την 26η Μαρτίου 1986 είχε συνάψει με τον εγκαλούντα ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, με το οποίο μίσθωσε από αυτόν ένα ισόγειο κατάστημα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κομμωτήριο.
Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 17.000 δρχ., η δε διάρκεια της μίσθωσης ήταν τριετής, αρξαμένη την 1η Απριλίου 1986 και λήξασα την 1η Απριλίου 1989.
Η πρώτη κατηγορούμενη παρέμεινε στην κατοχή του μισθίου και μετά την λήξη της συμβατικής διάρκειας, οπότε η μίσθωση, ως επαγγελματική, παρατάθηκε και κατέστη εκ του νόμου δωδεκαετής, πλην όμως μετά την 2α Απριλίου 1992, οπότε συμπληρώθηκε χρόνος έξι ετών της μίσθωσης αυτής και επειδή η μίσθωση πέραν της εξαετίας σε παραμεθόριο περιοχή υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 25 Ν.1982/1990, περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών και δεν ήρθη η απαγόρευσή της, με απόφαση της επιτροπής του άρθρου 26 του ίδιου Νόμου, κατέστη από 2 Απριλίου 1992 απολύτως άκυρη.
Η πρώτη κατηγορούμενη παραμένουσα στη χρήση του ακινήτου και εντεύθεν, όφειλε στον εγκαλούντα για κάθε μήνα που παρέμενε στη χρήση του ακινήτου αποζημίωση χρήσης ίση με το ποσό του συμφωνημένου μισθώματος, που περί τον Αύγουστο του 2007 ανερχόταν στο ποσό των 230 ευρώ μηνιαίως. Καθώς όμως από τον μήνα αυτόν και εντεύθεν δεν είχε καταβάλει στον εγκαλούντα την ανωτέρω αποζημίωση, αυτός είχε ασκήσει σε βάρος της τον Οκτώβριο του 2009 αγωγή, με την οποία ζητούσε να του καταβάλει το ποσό των 6.210 ευρώ ως αποζημίωση χρήσης για 27 μήνες, για τους οποίους παρέμενε στη χρήση του μισθίου με δική του ζημία και επιπλέον ζητούσε ποσό 7.500 ευρώ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Η κατηγορούμενη όμως, καθώς η συζήτηση της ανωτέρω αγωγής είχε ματαιωθεί, από κοινού με τον δεύτερο κατηγορούμενο εφέροντο εντός του έτους 2012 δύο φορές, για να μην συζητηθεί η ανωτέρω αγωγή, να εξανάγκασαν τον εγκαλούντα να μην επαναφέρει την αγωγή, εκμεταλλευόμενοι την ηλικία του και απειλώντας τον.
Το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του. Κρίθηκε συγκεκριμένα ότι με την ματαίωση της αγωγής δεν επήλθε αυτομάτως ζημία καθόσον δεν έγινε παραίτηση από το αξιούμενο δικαίωμα και είναι δυνατόν να επανέλθει η αγωγή οποτεδήποτε.