Σκληρά δοκιμάζονται οι σχέσεις της κυβέρνησης με το δικαστικό σώμα, με αφορμή τις επαναλαμβανόμενες, τις τελευταίες ημέρες, δημόσιες τοποθετήσεις και αναρτήσεις κυβερνητικών στελεχών, με επικρίσεις για δικαστικές αποφάσεις και ενέργειες. Οι κινήσεις αυτές έχουν προκαλέσει πυρ ομαδόν από όλες τις δικαστικές ενώσεις, οι οποίες με ανακοινώσεις τους σε υψηλούς τόνους, αντιδρούν και θέτουν πλέον ευθέως θέμα προστασίας της δημοκρατίας και των θεσμών.
Οι δικαστικές ενώσεις όλων των κλάδων της Δικαιοσύνης –διοικητικά, πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, ανώτατα δικαστήρια (ΣτΕ και Ελεγκτικό Συνέδριο) αλλά και η ένωση των εισαγγελέων– προχώρησαν στην έκδοση σκληρών ανακοινώσεων τις προηγούμενες ημέρες. Με αυτές επικρίνουν ευθέως τους υπουργούς που δημόσια τοποθετήθηκαν, καταγγέλλοντας παράλληλα προσπάθεια απαξίωσης της Δικαιοσύνης και των δικαστικών λειτουργών.
Το τεταμένο κλίμα ανάμεσα στην κυβέρνηση και στη Δικαιοσύνη έχει λάβει πλέον μεγάλες διαστάσεις, καθώς η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε την περασμένη εβδομάδα. Αρχικά, πυροδοτήθηκε από τις πρώτες –διότι ακολούθησαν πολλές άλλες– αναρτήσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη. Ο τελευταίος, σε έμμετρους στίχους, σχολίασε δηκτικά την απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ, που επαναλαμβάνοντας σειρά προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων, έκρινε ότι η παραγραφή για τις φορολογικές υποθέσεις γενικά –διότι υπάρχουν και εξαιρέσεις– δεν μπορεί να είναι παρά πενταετής. Η απόφαση επιφέρει συνέπειες σε σωρεία φορολογικών ελέγχων και δημιουργεί το πλαίσιο ώστε οι φορολογικοί έλεγχοι στο εξής να σχετίζονται κυρίως με το παρόν και όχι με το απώτερο παρελθόν.
Πυρ ομαδόν
Η ανάρτηση Πολάκη έλαβε σκληρή απάντηση από την Ενωση των Δικαστών του ΣτΕ, που επέκρινε αυστηρά τον υπουργό και την τοποθέτησή του ως «αστοιχείωτη». Ωστόσο, έδωσε την αφορμή στον ίδιο τον πρωθυπουργό να καλύψει τον υπουργό του, δηλώνοντας πως «εμείς οι αστοιχείωτοι ξεπερνούμε τα θεσμικά εμπόδια», δήλωση που άνοιξε νέο κύκλο στην αντιπαράθεση κυβέρνησης-δικαστών, αυξάνοντας τη θερμοκρασία του θέματος και καθιστώντας τις αντιδράσεις του δικαστικού σώματος καθολικές.
Την περασμένη εβδομάδα δεν υπήρξε ημέρα που δικαστική ένωση να μην εκδίδει ανακοίνωση κατά των δημόσιων τοποθετήσεων κυβερνητικών παραγόντων για τη Δικαιοσύνη, με αιχμή του δόρατος τις επικρίσεις κατά των υπουργών Παύλου Πολάκη και Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Ο τελευταίος στη Βουλή άφησε να εννοηθεί –χωρίς να κατονομάσει κανέναν– ότι εισαγγελείς και δικαστές δεν έκαναν τη δουλειά τους τα προηγούμενα χρόνια για την αντιμετώπιση υποθέσεων σκανδάλων και πολιτικής διαφθοράς.
Οι δικαστικές ενώσεις έθεσαν ευθέως θέματα προστασίας της ίδιας της δημοκρατίας και των θεσμών, καταγγέλλοντας προσπάθεια απαξίωσης της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της. Επίσης, υποστήριξαν, σε όλους τους τόνους πως δεν μπορεί σε μια δημοκρατική χώρα η κυβέρνηση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να επιτίθεται –και μάλιστα σε ολομέλειες ανωτάτων δικαστηρίων– για τις αποφάσεις που εκδίδουν, κηρύσσοντας νόμους ως αντισυνταγματικούς. Μάλιστα, ο πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων Χαράλαμπος Σεβαστίδης, με δήλωσή του επέρριψε πλήρως στην κυβέρνηση την ευθύνη των αντισυνταγματικών ρυθμίσεων, λέγοντας πως «νομοθετούν εκτός του πλαισίου του Συντάγματος» και ότι τα δικαστήρια είναι αναγκασμένα, εκ των πραγμάτων, να ακυρώσουν αυτές τις νομοθετικές επιλογές.
Η συγκυρία
Και ενώ οι αντιδράσεις των δικαστών είχαν κορυφωθεί, καθώς όλες οι δικαστικές ενώσεις εξέδωσαν ανακοινώσεις –ακόμα και η Ενωση Εισαγγελέων, η οποία ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν δεν είχε αντιδράσει– η απόφαση του πρωθυπουργού να ορίσει επικεφαλής στο νομικό του γραφείο τη Βασιλική Θάνου, λίγες μόλις ημέρες μετά την αποχώρησή της από την προεδρία του Αρείου Πάγου, πυροδότησε νέες και εντονότερες αντιδράσεις εντός και εκτός Δικαιοσύνης. Εντός Δικαιοσύνης η τοποθέτηση σχολιάστηκε δυσμενώς, ως κίνηση που πλήττει τη βασική αρχή των δημοκρατικών πολιτευμάτων για διάκριση των εξουσιών. Η αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, επέκρινε με σφοδρότητα την απόφαση του πρωθυπουργού, υπονοώντας, ακόμη, και προσπάθεια ελέγχου της Δικαιοσύνης.
Η τοποθέτηση Θάνου στο Μέγαρο Μαξίμου –ουδέποτε στο παρελθόν πρόεδρος ανωτάτου δικαστηρίου κατέλαβε ακραιφνώς κυβερνητική θέση μετά την αποχώρησή του από το δικαστικό σώμα– συνδυάστηκε από πολλούς με τη συγκυρία. Ως γνωστόν, οι δικαστικές αρχές βρίσκονται αντιμέτωπες να ερευνήσουν υποθέσεις με εμφανές πολιτικό πρόσημο και το αίτημα για σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την υπόθεση του «Noor 1» πρόκειται να απασχολήσει στα μέσα του μήνα τη Βουλή. Επίσης, πολλές άλλες υποθέσεις, με πολιτικό ενδιαφέρον, βρίσκονται σε εκκρεμότητα.
Οι επικείμενες ενέργειες των δικαστικών αρχών εκτιμάται ότι μπορεί να αποβούν σημαντικές παράμετροι που ενδεχομένως να προσδώσουν νέες διαστάσεις σε υποθέσεις που βρίσκονται στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος, και από τη μία ή την άλλη εξέλιξή τους, εκτιμάται ότι μπορεί να επηρεαστούν, ώς ένα βαθμό και οι πολιτικές εξελίξεις. Για τον λόγο αυτό η αντιπαράθεση κυβέρνησης και δικαστών προσλαμβάνει διαστάσεις, ενώ παραμένει άγνωστο πώς και με ποιους τρόπους θα εξελιχθεί.
Μια σύγκρουση που έχει ρίζες στο παρελθόν
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι σχέσεις της κυβέρνησης βρίσκονται στο «κόκκινο» με τους δικαστές, καθώς αρκετές φορές στο παρελθόν κυβερνητικά στελέχη με τις δημόσιες δηλώσεις τους προκάλεσαν την έντονη αντίδραση δικαστικών λειτουργών όλων των βαθμίδων της δικαστικής ιεραρχίας.
Κορωνίδα των αντιδράσεων ήταν η δήλωση της τότε κυβερνητικής εκπροσώπου, Ολγας Γεροβασίλη, λίγη ώρα μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που κήρυξε αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις της κυβέρνησης για τις τηλεοπτικές άδειες. Η σφοδρότητα της επίθεσης κατά του ανωτάτου δικαστηρίου για την απόφαση που έλαβε και οι σαφείς βολές κατά ανωτάτων δικαστικών από την πλευρά της κυβέρνησης, διά της κ. Γεροβασίλη, προκάλεσαν κύμα αντιδράσεων τόσο μέσα στο ανώτατο δικαστήριο όσο και γενικότερα στη Δικαιοσύνη. Αλλά και όσο καιρό το ΣτΕ βρισκόταν σε διάσκεψη για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, κυβερνητικές ενέργειες και δηλώσεις είχαν πυροδοτήσει κλίμα έντονης αντιπαράθεσης, με τις δικαστικές ενώσεις να καταγγέλλουν προσπάθειες χειραγώγησης της Δικαιοσύνης και απαξίωσης του θεσμού.
Ανάλογες εντάσεις δημιουργήθηκαν, κατά καιρούς, όταν κυρίως τα ανώτατα δικαστήρια (ΣτΕ και Ελεγκτικό Συνέδριο) εξέδωσαν αποφάσεις που ματαίωσαν κυβερνητικές εξαγγελίες ή επιλογές, όπως πρόσφατα οι αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους συμβασιούχους, αλλά και οι γνωμοδοτήσεις του για σειρά μέτρων, για μειώσεις συντάξεων και περικοπών ενόψει της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης.
Έντυπη