Ολοκληρώθηκε και για φέτος, 13η χρονιά, η αρχαιολογική ανασκαφή στην Νεκρόπολη της περιοχής “Κυμισάλα”.
Με βάση τα ευρήματα των τελευταίων ετών προκύπτει πως είναι σχεδόν έτοιμη η περιοχή για να καταστεί επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος. Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, ήδη έχει ανατεθεί η εργασία για την ολοκλήρωση της μελέτης προς αυτή την κατεύθυνση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τις ανασκαφικές δραστηριότητες στην περιοχή Κυμισάλα, από την αρχαιολογική ομάδα του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών, του Πανεπιστημίου Αιγαίου, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει, για το έτος 2018 και για πρώτη φορά, το υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, με το ποσό των 10.000€.
Η Κυμισάλα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους όχι μόνο στην περιοχή της Ρόδου αλλά πανελλαδικώς, με ευρήματα να έρχονται συνεχώς στο φως που χρονολογούνται από τους Μυκηναϊκούς χρόνους έως και την Ύστερη Αρχαιότητα.
Βρίσκεται περίπου 70 χιλιόμετρα νότια από τη Ρόδο, σε μια πυκνά δασωμένη και ημιορεινή περιοχή όπου κείτονται τα κατάλοιπα ενός ελάχιστα γνωστού μέχρι σήμερα αρχαίου Δήμου της Ρόδου. Ο Δήμος των Κυμισαλέων, βρισκόταν στη νότια εσχατιά της Καμιρίδος Χώρας και υπαγόταν διοικητικά στην άλλοτε κραταιή Κάμιρο.
Η περιοχή σήμερα, αποκομμένη από το υπόλοιπο νησί από τον επιμήκη και επιβλητικό όγκο του Ακραμίτη, εμπίπτει στα διοικητικά όρια της Δημοτικής Ενότητας Αταβύρου, με τις αρχαιολογικές θέσεις να μοιράζονται στις αγροτικές περιοχές των δημοτικών διαμερισμάτων Σιαννών και Μονολίθου.
Η διατήρηση του τοπωνυμίου Κυμισάλα αποτελεί τρανταχτή απόδειξη της συνέχειας που υπήρξε στην περιοχή από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι σήμερα και η εντοπιότητά του επιβεβαιώνεται από τις επιτύμβιες στήλες επιφανών ανδρών που τάφηκαν στη νεκρόπολη και τα ονόματά τους συνοδεύονταν από το εθνικό επίθετο “Κυμισαλεύς”.
Ο Δήμος των Κυμισαλέων φαίνεται πως κατοικείτο τουλάχιστον από τον 7ο αι. π.Χ., όπως μαρτυρούν τα ευρήματα από την εκτεταμένη νεκρόπολη, μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα (4ος-6ος αι. μ.Χ.), όπως μαρτυρούν τα κατά καιρούς αρχαιολογικά ευρήματα
Η έκταση που καταλαμβάνουν οι αρχαιότητες ξεπερνά τα 10.000 στρέμματα (Χάρτης), πράγμα που δεν είναι καθόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς πως ο Δήμος είχε τη δική του ακρόπολη, απαρτιζόταν από τουλάχιστον τρεις οικισμούς (η λεγόμενη κατοίκηση “κωμηδόν”) και είχε μια κεντρική, μεγάλη νεκρόπολη και τουλάχιστον άλλες τρεις μικρότερες περιφερειακές νεκροπόλεις. Ο λόφος του Αγίου Φωκά, ο οποίος δεσπόζει στην περιοχή φιλοξενεί στην κορυφή του την ακρόπολη των Κυμισαλέων, όπου σήμερα σώζονται εντυπωσιακά τμήματα των τειχών που την περιτρέχουν, καθώς και η θεμελίωση και η πρώτη σειρά δόμων ενός μικρού ελληνιστικού ναού.
Από τον λόφο του Αγίου Φωκά ελέγχονται τουλάχιστον 3 οικισμοί που πρέπει να ανήκαν στο Δήμο των Κυμισαλέων: ο οικισμός των Βασιλικών, που βρίσκεται στην άκρη του λεκανοπεδίου του Βασιλικού, ο οικισμός στη θέση Καμπάνες, στην άκρη του λεκανοπεδίου της Κυμισάλας και ο οικισμός στη Γλυφάδα-Μονοσύρια, πιθανότατα το αρχαίο Μνασήριον που αναφέρει ο Στράβωνας, επίνειο των Κυμισαλέων.
Ο οικισμός στα Βασιλικά είναι και ο πλέον ενδιαφέρων, καθώς σώζονται κατακρημνισμένα πολλά οικοδομήματά του, διατηρούνται στη θέση τους μεγάλοι αναλλημματικοί τοίχοι, ενώ μπορεί κανείς να διακρίνει υποτυπωδώς και το σχέδιο του οικισμού.
Ο οικισμός στις Καμπάνες, ισομεγέθης του οικισμού των Βασιλικών, είναι δυστυχώς χαμένος μέσα στην πυκνή βλάστηση του δάσους, που κάνει την πρόσβαση προς αυτόν αλλά και οποιαδήποτε προσπάθεια έρευνας εξαιρετικά δυσχερή.
Το μέγεθος του Μνασυρίου δεν μας είναι γνωστό, φαίνεται όμως πως ο οικισμός εκεί άνθησε κατά τους ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους εις βάρος του ημιορεινού τμήματος του Δήμου, ως λιμάνι των Κυμισαλέων, πιθανότατα στενά συνδεδεμένο με τον παλαιοχριστιανικό λιμένα της απέναντι νησίδας Αλιμνιάς.
Δίπλα στους οικισμούς αναπτύσσονται νεκροπόλεις με σημαντικότερη τη νεκρόπολη που καταλαμβάνει τους δυτικούς πρόποδες του Αγίου Φωκά και ολόκληρη την ανατολική και βόρεια πλαγιά του λόφου Κυμισάλα.
Οι τάφοι είναι κατά κύριο λόγο λαξευμένοι στον βράχο, έχουν ένα προθάλαμο ή δρόμο με σκαλοπάτια, και έναν ή δύο ταφικούς θαλάμους, ενώ δε λείπουν και τα υπέργεια ταφικά μνημεία και οι επιγραφές. Οι μέχρι σήμερα έρευνες στην κεντρική νεκρόπολη της Κυμισάλας έχουν πετύχει να προσδιορίσουν τη χρήση της από τους αρχαϊκούς (7ος αι π.Χ.) μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους (3ος-2ος αι. π.Χ.), Ελληνιστικές νεκροπόλεις έχουν εντοπιστεί σε άλλα δύο σημεία της περιοχής, ενώ στα Μονοσύρια, υπάρχει νεκρόπολη παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Η έντονη δυστυχώς αρχαιοκαπηλική αλλά και τυχοδιωκτική αρχαιολογική δραστηριότητα στον χώρο της κεντρικής νεκρόπολης, από τα μέσα κυρίως του 19ου αι. μέχρι και τα τελευταία χρόνια, μάς έχει στερήσει τεράστιες ποσότητες αντικειμένων και έχει καταστρέψει πολλές εκατοντάδες τάφων, στερώντας μας σημαντική γνώση για τον πολιτισμό και την ιστορία του σημαντικού αυτού δήμου της Ροδιακής υπαίθρου.
Από το 2006 στην περιοχή διεξάγεται συστηματική αρχαιολογική έρευνα από το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και την ΚΒ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με σκοπό τον καθαρισμό των υπέργειων μνημείων, τον εντοπισμό περισσότερων αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων, την ανασκαφή των σημαντικότερων από αυτά και, μεσοπρόθεσμα, την ανάδειξη του χώρου.
Η περιοχή βέβαια δεν έχει μόνο τεράστιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Βρίσκεται στην καρδιά της περιοχής Ατάβυρος-Ακραμίτης-Αρμενιστής, που έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα Νatura 2000, ως Μνημείο της Φύσης, καθώς, πέραν της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας, του φυσικού κάλλους και του πυκνού δάσους, συγκεντρώνει μοναδικά οικοσυστήματα κοινού κοινοτικού ενδιαφέροντος.
Αυτό το προτέρημα της περιοχής, σε συνδυασμό με την ανάδειξη των αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων, θα μπορούσε να οδηγήσει σύντομα στη δημιουργία ενός μοναδικού αρχαιολογικού-οικολογικού πάρκου, το οποίο θα διασφάλιζε τη φυσιογνωμία της περιοχής και θα οδηγούσε σε μια αειφορική και βιώσιμη ανάπτυξη την ημειορεινή περιοχή Ατάβυρος-Ακραμίτης-Αρμενιστής.