Σε επ’ αόριστον αναστολή εργασίας τέθηκαν έξι ανεμβολίαστοι εργαζόμενοι (όσοι δεν έχουν λάβει έστω και μία δόση του εμβολίου κατά της Covid-19) στις δομές του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας της ΠΝΑΙ στη Ρόδο.
Υπενθυμίζεται ότι από χθες, εφαρμόζεται το “τελεσίγραφο” που είχε θέσει η Κυβέρνηση για τους μη εμβολιασμένους εργαζόμενους στις δημόσιες και ιδιωτικές προνοιακές δομές και στα ιδρύματα και όσοι δεν προσκόμισαν το απαιτούμενο πιστοποιητικό, τέθηκαν αναγκαστικά σε καθεστώς αναστολής εργασίας, χωρίς να αμείβονται.
«Το κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας της Περιφέρειας Ν. Αιγαίου διαθέτει στη Ρόδο συνολικά 137 υπαλλήλους. Από αυτούς οι έξι αρνούνται να εμβολιαστούν. Στο μεταξύ, η 16η Αυγούστου ήταν η καταληκτική ημερομηνία για την προσκόμιση των πιστοποιητικών εμβολιασμού. Όσοι, λοιπόν, δεν εμβολιάστηκαν και δεν μας έχουν προσκομίσει το σχετικό πιστοποιητικό, τίθενται σε αναστολή εργασίας», δήλωσε η πρόεδρος του Κέντρου κυρία Μαρία Κορακάκη, σημειώνοντας ότι πρόκειται κυρίως για εργαζόμενους στα ιδρύματα Κολυμπίων και Αγίου Ανδρέα καθώς επίσης στο Χαραλάμπειο Γηροκομείο. Η κα Κορακάκη ανέφερε ότι αναμένεται η εγκύκλιος από το Υπουργείο Εσωτερικών ώστε να καλυφθούν οι θέσεις με fast track προσλήψεις, καθώς οι ανάγκες είναι μεγάλες σε νοσηλευτικό προσωπικό και σε εργαζόμενους στην κουζίνα.
Σημειώνεται ότι όλοι οι φιλοξενούμενοι στις προνοιακές δομές στη Ρόδο εμβολιάστηκαν ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, όπως επίσης αρκετοί από τους εργαζόμενους. Μέχρι τώρα κανένα απολύτως κρούσμα δεν παρουσιάστηκε σε καμία από τις δομές στη Ρόδο.
Κύριο μέλημα, όπως είπε η κα Κορακάκη, είναι η προστασία αυτών των ανθρώπων που ανήκουν σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες. Και ως εκ τούτου, η εφαρμογή και τήρηση των μέτρων ατομικής προστασίας αποτελεί βασική προτεραιότητα.
Τέλος, η πρόεδρος του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας της ΠΝΑι, αναφέρθηκε και στην επίσκεψη του ΓΓ του Υπουργείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Γ. Σταμάτη ο οποίος, όπως είπε, θα σταθεί αρωγός στην επίλυση των σημαντικών προβλημάτων των προνοιακών δομών. Ζητήθηκε μεταξύ άλλων η παράταση των συμβάσεων των 22 ατόμων που προσλήφθηκαν στα ιδρύματα της Ρόδου, στο πλαίσιο ενίσχυσης των δομών αυτών με προσωπικό λόγω της πανδημίας.
Η συντήρηση των κτηριακών εγκαταστάσεων αποτελεί για τη Διοίκηση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας βασική προτεραιότητα και για το λόγο αυτό, σύμφωνα πάντα με την κα Κορακάκη, έχει ξεκινήσει η διαδικασία μετεγγραφής των κτηρίων που ανήκουν στο Κέντρο ώστε να διεκδικηθούν πόροι από χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΕ.
Αναστολή εργασίας ανεμβολίαστων Υγειονομικών
Πιο δύσκολα αναμένεται να είναι τα πράγματα στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου από την 1η Σεπτεμβρίου, που θα ισχύσει το μέτρο της αναστολής εργασίας του ανεμβολίαστου υγειονομικού προσωπικού. Σε πρόσφατές του δηλώσεις ο πρόεδρος του ΓΝΡ, κ. Γρηγόρης Ρουμάνης είχε αναφέρει ότι ελάχιστοι γιατροί (2-3) είναι ανεμβολίαστοι, ενώ περίπου το 70% του νοσηλευτικού, παραϊατρικού και βοηθητικού προσωπικού έχει εμβολιαστεί. Την ανησυχία του εκφράζει για τη λειτουργία του Νοσοκομείου, όταν τεθεί σε ισχύ το μέτρο, ο πρώην πρόεδρος των γιατρών του Νοσοκομείου, κ. Βασίλης Κινούς, ο οποίος δήλωσε τα εξής: «Ο τρόπος διαχείρισης για να πεισθούν οι πολίτες και οι υγειονομικοί να εμβολιαστούν φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι ήταν λανθασμένος. Τα ποσοστά εμβολιασμένων παραμένουν χαμηλά ενώ η υποχρεωτικότητα στους υγειονομικούς το μόνο που κατάφερε μέχρι στιγμής, είναι να προκαλέσει μεγαλύτερη αντίδραση με αποτέλεσμα να πλησιάζουμε την καταληκτική ημερομηνία χωρίς ουσιαστική αλλαγή των αριθμών. Αυτό που μένει λοιπόν είναι να δούμε τι θα συμβεί μετά την πρώτη του Σεπτέμβρη. Είναι έτοιμο το σχέδιο για αντικατάσταση του προσωπικού, κυρίως σε τμήματα πρώτης γραμμής του Νοσοκομείου μας…
Από πρόσφατα παραδείγματα τμημάτων που έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει πολύ φοβόμαστε ότι το ίδιο θα συμβεί και με αυτά που θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα λειτουργίας, λόγω διαθεσιμότητας του προσωπικού. Κανείς δεν πρέπει να επαφίεται στην υπευθυνότητα αυτών που θα μείνουν ώστε να σηκώσουν όλο το βάρος των απωλειών στις πλάτες τους. Η αντίδραση λόγω αγανάκτησης θα είναι τεράστια και μεγαλύτερος θα είναι ο κίνδυνος μείωσης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες».