Απέραντη θλίψη στην Ιταλία αλλά και στη γενέτειρά του τη Ρόδο, σκόρπισε χθες η είδη για την απώλεια του σεβαστού μητροπολίτη Ιταλίας και Μάλτας Γεννάδιου, ο οποίος γεννήθηκε στην Κρεμαστή το 1937, την οποία επισκεπτόταν τακτικά.
O μακαριστός μητροπολίτης και έξαρχος Νοτίου Ευρώπης, αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας και η κατάστασή του παρουσίασε επιδείνωση τις τελευταίες ημέρες ώσπου εκοιμήθη εν ειρήνη την Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020.
Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί στην Ιταλία, με εντολή του Οικ. Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου. Την ημέρα της κηδείας του, θα τελεστεί επιμνημόσυνη δέηση και στον Ι.Ναό Παναγίας Καθολικής Κρεμαστής, χοροστατούντος του μητροπολίτου Ρόδου κ. κ. Κυρίλλου.
O μακαριστός μητροπολίτης εκπλήρωσε την υποχρεωτική εκπαίδευση στο Δημοτικό Σχολείο της κωμόπολης της Κρεμαστής και ακολούθως συνέχισε τις σπουδές του στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή, όπου παρακολούθησε την Ιερή Επιστήμη και ακολούθως φοίτησε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Χειροτονήθηκε Διάκονος το 1960 από τον Μητροπολίτη Ρόδου κυρό Σπυρίδωνα. Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, τον έστειλε στην Νάπολη. Υπηρέτησε την ιστορική Εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου, της Ελληνικής Αδελφότητας Νάπολης, ως Διάκονος ακολούθως Πρεσβύτερος και τέλος ως Επίσκοπος ως το 1996. Για περίπου 10 χρόνια δίδασκε Πατερική Θεολογία στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο του Αγίου Νικολάου Μπάρι.
Παράλληλα με την υπηρεσία του στην Ελληνική Αδελφότητα Νάπολης, συνέχισε τις σπουδές του στα γνωστικά αντικείμενα της Κοινωνιολογίας και της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νάπολης. Το 1970 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας της Ποντιφικής Θεολογικής Σχολής Νότιας Ιταλίας, με θέμα της Διδακτορικής Διατριβής του: «Ἡ προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν».
Το 1970 εξελέγη παμψηφεί Επίσκοπος της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Κρατείας, ως Βοηθός Επίσκοπος του Μητροπολίτη Αυστρίας και Έξαρχο Ιταλίας κυρό Χρυσόστομο. Με την εκλογή του, μετά από 275 χρόνια είναι ο πρώτος Ορθόδοξος Επίσκοπος στην Ιταλία, όπου και χειροτονήθηκε.
Στις 26 Αυγούστου 1996 εξελέγη παμψηφεί από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, Μητροπολίτης Ιταλίας και Μελίτης. Ενθρονίστηκε στον ιστορικό Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας στις 27 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Κατά τη μακρά ποιμαντορία του, έχει ιδρύσει 50 και πλέον Ενορίες, 5 νέες Ιερές Μονές, προέβη στην επανίδρυση της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου των εν Βενετία Ελληνίδων Ευγενών Μοναχών. Κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την Συμφωνία μεταξύ του Ιταλικού Κράτους και της Ορθοδόξου Ιεράς Μητροπόλεως Ιταλίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ακόμα, το 1999 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με θέμα της Διδακτορικής Διατριβής του: «Οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι τῆς Καμπανίας ἀπό τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῆς ἑνώσεως τῆς Ἰταλίας καί τοῦ Γκαριμπάλδη».
Τον Μάιο του 2004, το κράτος της Ιταλίας παρέδωσε στην Ορθόδοξο Εκκλησία της Ιταλίας τον ιστορικό Ιερό Ναό Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, στο ιστορικό κέντρο της Ρώμης.
Με τη συμπλήρωση 50 ετών διακονίας στην Ιταλία, τιμήθηκε από την Δημοκρατία της Ιταλίας με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχου και από τον Δήμο της Ρόδου με το Χρυσό Μετάλλιο της πόλεως της Ρόδου. Επιπλέον έχει τιμηθεί ο Χρυσός Σταυρός του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης.