Κάθε χρόνο η ίδια αίσθηση. Μια στυφή μελαγχολία σαν ξημερώνει 17 Νοεμβρίου. Δηλώσεις, στεφάνια, διαγωνισμοί των οργανώσεων για το πρώτο τραπεζάκι- πίστα, βιομηχανία γαρυφάλλων. Βιομηχανία «μνήμης»… Αφίσες, συνθήματα, πανό, μολότοφ, κρότου- λάμψης, δακρυγόνα, ματωμένα πρόσωπα, καμένοι κάδοι, ΜΑΤ, κατάληψη, συλλήψεις… Καπηλεία μνήμης, εξαργύρωση για ένα υπουργικό κοστούμι , δηλώσεις, εκκωφαντικά τίποτα. Που χάσαμε το νόημα, την ιδέα, το δρόμο που χάραξε εκείνος ο Νοέμβρης; Κατά που να κοιτάξουμε μήπως και εμφανιστεί από την «αυλή του φθινόπωρου» εκείνο το άγριο πνεύμα του ’73 και μας μεταλαμπαδεύσει κάτι από την πυρκαγιά κι από το θάμπος του; Να αισθανθούμε πως «τίποτε δεν πάει χαμένο στη χαμένη μας ζωή»; Όπως τότε που «Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές…» Πουθενά δεν υπάρχει. «Σιωπή», η σωστή λέξη αυτή τη μέρα. Με τα χρόνια, η ανατροπή των αξιών και η κυνική αξιοποίηση της κορυφαίας στιγμής του Αντιδικτατορικού αγώνα από ιδιοτελή συμφέροντα, με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η σιωπή δεν είναι μόνο ηθική στάση απέναντι σ’ όλο αυτό τι πανηγύρι που το λένε επέτειο, αλλά μία ηχηρή απάντηση απέναντι στο ευτελές, στο εύκολο, στο ανταλλάξιμο.