Επιστολή προς τον Πρωθυπουργό της Ενωσης Λογιστών Φοροτεχνικών Ελευθέρων Επαγγελματιών Ρόδου:
Αξιότιμε Κύριε Πρωθυπουργέ,
Μετά τη δημοσίευση του σχεδίου νόμου που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τη θέσπιση ενός «δίκαιου συστήματος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων», σας καταθέτουμε τους προβληματισμούς μας από τους οποίους απορρέει η πεποίθηση ότι το Επιχειρείν θα βρεθεί για πολλοστή φορά απέναντι σε μία κακής ποιότητας ρύθμιση, η οποία μετά βεβαιότητας θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιχειρεί να λύσει και, σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται να επιφέρει φορολογική, με την αμιγή έννοια του όρου, δικαιοσύνη.
Η επαναφορά τεκμαρτού προσδιορισμού καθαρού εισοδήματος ατομικών επιχειρήσεων, ως ρύθμιση, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με σχεδόν όλες τις Αρχές Καλής Νομοθέτησης που θέσπισε η παρούσα Κυβέρνηση (Κεφ.Γ’, άρθρα 57-64, Ν.4622/2019), όπως αυτές αποτυπώνονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 58, ήτοι με τις (κατά σειρά αναφοράς):
– α) Αναλογικότητα (καταλληλότητα, αναγκαιότητα, εύλογη σχέση μέσου και σκοπού): Όταν η τεχνολογία, ως αμερόληπτο μέσο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στον βαθμό μάλιστα που εξελίχθηκε και εξελίσσεται, παραγκωνίζεται και αντικαθίσταται από «τεκμαρτές πεποιθήσεις», τότε είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι η αναλογικότητα, ως Αρχή, πληροί τους όρους της δομικής της σύνθεσης.
– β) Απλότητα και σαφήνεια του περιεχομένου των ρυθμίσεων: Από το περιεχόμενο της ρύθμισης, όπως αυτό αποτυπώθηκε στο σχέδιο νόμου που δόθηκε στη δημοσιότητα, είναι βέβαιο πως μία τέτοια ρύθμιση δεν θα ξεφύγει της διαχρονικής πεπατημένης, της έκδοσης δηλαδή νέων αποφάσεων που θα απαλλάσσουν, επιβάλλουν, συμπληρώνουν, τροποποιούν και στο τέλος θα καταργούν την εν λόγω ρύθμιση ως αναχρονιστική, ανεφάρμοστη και μη αποτελεσματική.
– γ) Αποφυγή αντιφατικών ρυθμίσεων που αποκλίνουν από τη γενική πολιτική: Η εν λόγω επιχειρούμενη ρύθμιση έρχεται, δυστυχώς ξανά, σε πλήρη αντίθεση και αντίφαση τόσο με την επιστημονική τεκμηρίωση του φορολογικού μας συστήματος, δηλαδή με τον λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος, όσο και με τη φοροδοτική ικανότητα του επιχειρηματία πολίτη (ως Συνταγματική επιταγή περιωπής).
– δ) Αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της ρύθμισης: Μεταξύ άλλων, η φορολόγηση ανύπαρκτου εισοδήματος και η μη αναγνώριση ζημιών των ατομικών επιχειρήσεων, είναι αυτονόητο ότι θα προκαλέσουν τον επανασχεδιασμό επιχειρηματικής δράσης από όσους θίγονται, με δυσμενείς για τα δημόσια έσοδα συνέπειες και αποτέλεσμα τη μη επίτευξη των στόχων της ρύθμισης.
– ζ) Ασφάλεια δικαίου: Η θέσπιση δυσμενούς ρύθμισης με αναδρομική ισχύ και, κυρίως, η άδικη επιβολή της σε μεγάλη μερίδα ατομικών επιχειρήσεων, συνιστούν σοβαρό πλήγμα στην περί δικαίου ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται ο κάθε πολίτης της χώρας μας.
– θ) Δημοκρατική νομιμοποίηση: Είναι βέβαιο ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν χαίρει ευρείας συναίνεσης από τη μερίδα των διοικούμενων στην οποία επιχειρείται να επιβληθεί.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η εν λόγω ρύθμιση, όχι μόνο καταστρατηγεί τις Αρχές Καλής Νομοθέτησης, αλλά, επιπλέον, πλήττει σοβαρά και τον νομικό μας πολιτισμό, αφαιρώντας το τεκμήριο της αξιοπιστίας και εύκολης ανταπόδειξης από σχεδόν όλες τις ατομικές επιχειρήσεις.
Κύριε Πρωθυπουργέ,
Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι υπαρκτό και οι επιπτώσεις της διαπιστωμένες. Ωστόσο, μία τέτοια ρύθμιση δεν επιφέρει φορολογική δικαιοσύνη, όσο κι αν αυτή η άποψη ενδύεται επικοινωνιακά τον μανδύα του «αδύνατο να δηλώνει μία ατομική επιχείρηση ζημιές ή κέρδη μικρότερα από τον κατώτατο μισθό». Αυτό που κάνει είναι να αναζητά κοινωνική δικαιοσύνη από τις συνέπειες της φοροδιαφυγής, κάτι που εκ προοιμίου την καθιστά κοινωνικά άδικη και δυνητικά ατελέσφορη.
Η μονοδιάστατη στόχευση των ατομικών επιχειρήσεων, για την επίλυση ενός προβλήματος που σημειωτέον εκτείνεται και εκτός Επιχειρείν, σηματοδοτεί μεταξύ άλλων τη μαζική παύση εργασιών ατομικών επιχειρήσεων, με ορατούς τους εξής κινδύνους:
-Τη μεσοπρόθεσμη απώλεια, αντί αύξηση, εσόδων του Δημοσίου από φόρους (παύσεις εργασιών επιχειρήσεων, ειδικά εκείνων με πάνω από 6 έτη από την έναρξη),
-Την απώλεια ασφαλιστικών εισφορών (από συρρίκνωση της ασφαλιστικής βάσης του ΕΦΚΑ Μη Μισθωτών και πιθανές απολύσεις ή αύξηση μερικής απασχόλησης σε βάρος της πλήρους),
-Το αδιέξοδο ασφαλισμένων με χαμηλά εισοδήματα που βρίσκονται λίγο πριν τη συνταξιοδότηση,
-Την εξώθηση σε παραοικονομία αρκετών από όσους κάνουν παύση εργασιών (συνέχιση δραστηριότητας παρά την παύση εργασιών),
-Τη μείωση της φορολογικής συνείδησης (ατονεί η κουλτούρα έκδοσης στοιχείων),
-Την παροχή κινήτρων για την ερήμωση περιοχών εκτός αστικών κέντρων (θα κλείσουν μικρά καταστήματα εξυπηρέτησης πολιτών, πχ καφενεία, μίνι μάρκετ σε χωριά).
Πριν λοιπόν τη θέσπιση μίας θνησιγενούς ρύθμισης που θα αδικήσει κατάφωρα την εκσυγχρονιστική προσπάθεια της χώρας μας αλλά και τις ατομικές επιχειρήσεις, σας παραθέτουμε απόσπασμα από την αιτιολογική έκθεση του Ν.3091/2002, και συγκεκριμένα από την παράγραφο 8 του άρθρου 7, με την οποία η χώρα μας τοποθέτησε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τη διάταξη που επιχειρεί να ανασύρει εκ νέου η εν λόγω ρύθμιση:
«Αποτελεί κοινή συνείδηση ότι το σύστημα του ειδικού προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος των εμπορικών επιχειρήσεων, με βάση το οποίο το εισόδημα υπολογίζεται λογιστικά και εξωλογιστικά και φορολογείται το μεγαλύτερο, δημιουργεί αναμφισβήτητα μία ανωμαλία στο φορολογικό μας σύστημα και παραβλέπει τις καλές σχέσεις μεταξύ φορολογικής διοίκησης και φορολογουμένων. Δεν είναι δυνατόν το κράτος να επιβάλλει στους φορολογούμενους να τηρούν βιβλία και να εκδίδουν στοιχεία, με συνέπεια να επιβαρύνονται με μεγάλο κόστος και στη συνέχεια να αγνοεί το αποτέλεσμα των βιβλίων και να προσδιορίζει με άλλους τρόπους εισόδημα μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τα βιβλία των υπόχρεων. Για τους λόγους αυτούς καταργείται ο ειδικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος και εφαρμόζεται το λογιστικό σύστημα, το ίδιο δε γίνεται και για τις επιχειρήσεις που κατέβαλαν συγκεκριμένα ποσά φόρου».
Το κράτος, 21 χρόνια μετά, ετοιμάζεται να απωλέσει τη συνείδησή του και όσα θεωρούσε αδύνατα και άδικα σε βάρος των φορολογουμένων να τα επαναφέρει τώρα ως δυνατά και δίκαια.
Κύριε Πρωθυπουργέ,
Η θέσπιση αναχρονιστικών ρυθμίσεων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής συνιστά ομολογία αποτυχίας του ελεγκτικού μηχανισμού, τη στιγμή μάλιστα που αυτός, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πλαισιώνεται από τεχνολογίες αιχμής. Η φοροδιαφυγή δεν καταπολεμάται φορολογώντας την, αλλά καθιστώντας την ασύμφορη. Και για να καταστεί ασύμφορη θα πρέπει, μεταξύ άλλων, η «φορολογική ειλικρίνεια» να έχει προσιτό κόστος για όλους, επιχειρηματίες και μη.
Ο κλάδος μας διαθέτει επαρκές επιστημονικό κεφάλαιο και πάντοτε είχε εναλλακτικές προτάσεις για θέσπιση διατάξεων που μπορούν να περιορίσουν σημαντικά τη φοροδιαφυγή. Ωστόσο, η διαχρονική κρατική συνήθεια να παραπέμπονται οι προτάσεις αυτές στις καλένδες και να αναλώνεται αυτό το κεφάλαιο για την εξυπηρέτηση πλημμελούς ενίοτε σχεδιασμού και υλοποίησης μεταρρυθμίσεων, μας φέρνει, όπως και τώρα, αντιμέτωπους προ του φάσματος να επαναλάβουμε λάθη αντί να μάθουμε από αυτά.
Ο κλάδος μας παραμένει αρωγός σε οποιαδήποτε προσπάθεια ουσιαστικής διαβούλευσης, προκειμένου να σχεδιαστούν εναλλακτικές και πραγματικά δίκαιες ρυθμίσεις με θετικό κοινωνικό και δημοσιονομικό αποτύπωμα. Πριν λοιπόν η προσπάθεια αναζήτησης κοινωνικής δικαιοσύνης διογκώσει τις αδικίες, σας καλούμε να αποσύρετε την εν λόγω ρύθμιση.
Με εκτίμηση,
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΛΦΕΕ Ρόδου
Ο Πρόεδρος: Παπαγρηγορίου Νικόλαος
Ο Α’ Αντιπρόεδρος: Ηρακλείδης Ιωάννης
Ο Β’ Αντιπρόεδρος: Δαμιανός Μιχαήλ
Η Γενική Γραμματέας: Ξανθοπούλου Ειρήνη
Ο Ταμίας: Βασιλείου Χαράλαμπος
Ο Έφορος Δημοσίων Σχέσεων: Χαροκόπος Ιωάννης
Το Μέλος: Τορούμογλου Σάκης
Πηγή taxheaven.gr