Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου προσέφυγε με αγωγή μια Ροδίτισσα κατά δύο κατοίκων Θεσσαλονίκης ένας εκ των οποίων νόμιμος εκπρόσωπος ΕΠΕ γνωστής δικαιοπαρόχου αλυσίδας καφέ διεκδικώντας το ποσό των 122.000 ευρώ περίπου λόγω αντισυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ενάγουσα, μέσω διαφημιστικών καταχωρήσεων σε τηλεοπτικούς σταθμούς και σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο πληροφορήθηκε για την εμπορική δραστηριότητα του πρώτου των εναγομένων, ως νομίμου εκπροσώπου γνωστής εταιρείας δικαιοπαρόχου του συστήματος franchise επιχείρησης εμπορίας ροφημάτων και προϊόντων άρτου με όρους αρκετά συμφέροντες για τους δικαιοδόχους.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, 11 Μαρτίου 2020 υπέγραψε με τον πρώτο εναγόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό δικαιόχρησης αόριστης διάρκειας ώστε ατομικά να της παραχωρηθεί από την εταιρεία δικαίωμα δικαιόχρησης για την λειτουργία της επιχείρησης σε μισθωμένο για το λόγο αυτό κατάστημα στη Ρόδο. Λίγες ημέρες πριν προηγήθηκε η μίσθωση του καταστήματος για εννέα χρόνια με μηνιαίο μίσθωμα 1.000 ευρώ που ετησίως θα αναπροσαρμοζόταν με αύξηση 6%, ως απαραίτητος όρος που έθεσε ο πρώτος των εναγομένων για την υπογραφή του συμφωνητικού του franchise.
Η ενάγουσα διατείνεται ότι η δικαιοπάροχος εταιρεία του πρώτου εναγόμενου ανέλαβε μεταξύ άλλων εξ ολοκλήρου την κατασκευή του καταστήματος και την τοποθέτηση του απαραίτητου εξοπλισμού που η ίδια θα αγόραζε ή θα μίσθωνε.
Ωστόσο όπως ισχυρίζεται με ιδιόγραφη σημείωση στο τελευταίο φύλλο προβλέφθηκε ότι θα αγόραζε τον εξοπλισμό του καταστήματος και θα πλήρωνε τη δαπάνη κατασκευής, αναιρώντας τους όρους του συμφωνητικού ότι η ίδια η δικαιοπάροχος θα αγόραζε ή θα μίσθωνε τα υλικά και τον εξοπλισμό του καταστήματος.
Πράγματι, όπως περιγράφει η ενάγουσα, κατέβαλε το ποσό των 25.000 ευρώ στον πρώτο εναγόμενο αποδεικνυομένης της καταβολής με ιδιόγραφη προσωπική απόδειξή του στο τελευταίο φύλλο του. Στην ίδια ιδιόγραφη απόδειξη αναφερόταν ότι το υπολειπόμενο ποσό των 25.000 ευρώ θα το κατέθετε η ενάγουσα σε τραπεζικό λογαριασμό που θα υπεδείκνυε ο πρώτος εναγόμενος λίγο πριν την ολοκλήρωση του καταστήματος.
Τον Ιούνιο 2020 κι ενώ η κατασκευή του καταστήματος, που ανέλαβαν οι δύο εναγόμενοι, καθυστερούσε, χωρίς μάλιστα να έχει παραδοθεί ο απαιτούμενος εξοπλισμός, ο πρώτος τη διαβεβαίωσε ότι μέχρι τέλος Ιουνίου θα λειτουργούσε η επιχείρησή της πλήρως οργανωμένη.
Μέχρι τότε όπως διατείνεται η ενάγουσα η διαρκής αιτιολογία για την καθυστέρηση ήταν οι αντικειμενικές δυσκολίες λόγω της πανδημίας.
Επιπλέον της τέθηκε ως απαραίτητος όρος για την λειτουργία του καταστήματος να καταθέσει άμεσα στον τραπεζικό λογαριασμό του δευτέρου εναγομένου το ποσό των 25.000 ευρώ και Φ.Π.Α ποσού 6.000 ευρώ που θα αναλογούσε σε αντίστοιχο τιμολόγιο αγοράς υλικών κι εξοπλισμού επειδή σε περίπτωση καθυστέρησης της κατάθεσης θα καθυστερούσε αναλόγως και η λειτουργία του καταστήματος.
Στη συνέχεια, όπως ισχυρίζεται, έπειτα από πιέσεις για τη λειτουργία του καταστήματος κατέθεσε το ποσό των 31.000 ευρώ σε λογαριασμό του δεύτερου εναγομένου όπως της υπέδειξε ο πρώτος, ενώ υπολείπονταν εργασίες, η προμήθεια κι η εγκατάσταση εξοπλισμού.
Επειτα από δύο μήνες μετά την εξόφλησή τους, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, με δικαιολογίες επέρριπταν ευθύνες στις μεταφορικές εταιρείες χωρίς όμως να τις κατανομάζουν, καθυστερούσαν την αποστολή του εξοπλισμού και δεν απαντούσαν σε κανένα τηλεφώνημά της.
Προκειμένου να την καθησυχάσουν, τον Αύγουστο της απέστειλαν με μήνυμα φωτογραφία των τιμολογίων για το ποσό των 31.000 ευρώ που είχε καταθέσει ωστόσο ιδιαίτερη εντύπωση της προξένησε το γεγονός ότι σαν επιχείρηση που δραστηριοποιείται χρόνια στον εξοπλισμό καταστημάτων είχε εκδώσει μόνο τα δύο δικά της τιμολόγια κι ενώ όλο αυτό το διάστημα δεν είχε αναφερθεί ο δεύτερος εναγόμενος σαν συνεταίρος της δικαιοπαρόχου όπως και το γεγονός ότι μέχρι τότε από κανένα παραστατικό δεν προέκυπτε η ύπαρξη της εταιρείας στην Θεσσαλονίκη, ούτε και το ΑΦΜ της στην Ελλάδα.
Όπως διατείνεται η ενάγουσα, διαπίστωσε ότι δεν ίσχυε καμία από τις διευθύνσεις τους πλην του καταστήματος που λειτουργούσε ο δεύτερος εναγόμενος στο κέντρο της Θεσσαλονίκης άτυπα συνεταιρικά με τον πρώτο εναγόμενο.
Υποστηρίζει πως με παράσταση ψευδών γεγονότων και την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων, της απέσπασαν συνολικά το ποσό των 56.000 ευρώ, τη ζημίωσαν ακόμη κατά 6.000 ευρώ περίπου που είναι τα καταβληθέντα μισθώματα για το κατάστημα και της προξένησαν ηθική βλάβη λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει εξαιτίας και της οικονομικής της καταστροφής η οποία ανέρχεται στο ποσό των 60.000 ευρώ.
Πέραν της αγωγής η ενάγουσα έχει καταθέσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για συντηρητική κατάσχεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου και έχει υποβάλει έγκληση ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Βασίλης Καταβενάκης.