Mόνο το άκουσμα της λέξης φυλακή αρκεί για τους περισσότερους ανθρώπους να προκαλέσει άσχημους συνειρμούς ή ακόμα και πανικό στην σκέψη στέρησης της προσωπικής ελευθερίας. Όλοι μας λίγο πολύ έχουμε ακούσει περίεργες ιστορίες να συμβαίνουν εκεί ή έχουμε παρακολουθήσει κινηματογραφικές ταινίες που ενεργοποιούν το φόβο.
Αν περάσει μάλιστα στο μυαλό καθενός η ιδέα του πόσο εύκολο είναι στις μέρες μας να βρεθεί έγκλειστος, έστω για χρέος λίγων ευρώ, η ανησυχία μεγαλώνει.
Ο εγκλεισμός από μόνος του αποτελεί βαρύτατη ποινή μιας και το αγαθό της ελευθερίας δεν αναπληρώνεται με τίποτα. Το να τιμωρείσαι όμως να κοιμάσαι στο πάτωμα, αγκαλιά με τις παντόφλες του διπλανού σου, δεν συνιστά απλώς τιμωρία αλλά κάτι πολύ περισσότερο.
Δυστυχώς, με λίγα λόγια, αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί, στον 5ο χρόνο του μνημονίου, στη Δικαστική Φυλακή Κω, στο μοναδικό «σωφρονιστικό κατάστημα» στο Νότιο Αιγαίο. Δάπεδο, άνθρωποι, στρώματα, σεντόνια και παντόφλες ένα πράγμα. Και δε φτάνει αυτό. Η κατάσταση γίνεται ακόμα χειρότερη αν αναλογιστεί οποιοσδήποτε ότι για κάθε 45-50 άτομα αναλογούν ένα μπάνιο και δύο τουαλέτες. Η αναμονή στην πρωϊνή ουρά μάλλον θυμίζει τις ουρές ανέργων στα γραφεία του ΟΑΕΔ. Η δυστυχία σε όλο το μεγαλείο της. Καθημερινή τυραννία ακόμα και για τα αυτονόητα.
Όταν, στο μακρινό 1937, στα πιο δύσκολα χρόνια της Ιταλοκρατίας, η Φασιστική διοίκηση της Δωδεκανήσου έβαζε το θεμέλιο λίθο για την ανέγερση της φυλακής σίγουρα δε φανταζόταν αυτό που γίνεται σήμερα στον ίδιο χώρο, στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα του 2014.
Σε μια φυλακή που φτιάχτηκε για την, κατ’ ευφημισμό, φιλοξενία έως 45 ατόμων συνολικά, σε τρείς θαλάμους των 15, στριμώχνονται πλέον μέχρι και 150 άτομα. Ρεκόρ αριθμού κρατουμένων σημειώθηκε πριν λίγους μήνες όταν έφτασαν στον απίστευτο αριθμό των 155. Σε μια φυλακή που όταν κατασκευάστηκε μπορεί να βρίσκονταν έξω από την Πόλη, σήμερα όμως έχει κυκλωθεί από τον αστικό ιστό, δίχως δυνατότητα επέκτασής της.
Δεκάδες Τούρκοι και μερικοί Ιταλοί διακινητές μεταναστών, Έλληνες και αλλοδαποί κατηγορούμενοι για εμπορία ναρκωτικών, Πακιστανοί και Αφγανοί που βρέθηκαν παράνομα στη Χώρα, σκληροτράχηλοι Γεωργιανοί και αγαθοί Βορειοαφρικάνοι, όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλον.
Μέσα σε όλα αυτά, αιτία καυγά, η νυχτερινή διαδρομή ενός εκάστου προς την τουαλέτα. Διότι δεν είναι απλό πράγμα να πας στην τουαλέτα μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες ελιγμού,να περνάς και να μη πατάς τα σεντόνια αυτού που κοιμάται στο πάτωμα, εκεί που στενεύει ο χώρος για τα στρώματα και περισσεύουν τα ανθρώπινα μέλη. Εκεί που μαζί με τις παντόφλες του απο κάτω συμπαρασύρεται και το κεφάλι του διπλανού. Εκεί που οι δαπεδούχοι εύχονται να αναχωρήσει κάποιος παλιός κρατούμενος όχι γιατί σκέφτονται την ελευθερία του αλλά για να καταλάβουν το κρεβάτι του, αφού η λίστα αναμονής τηρείται αυστηρά με βάση την παλαιότητα.
Σκηνές κινηματογραφικής ταινίας αλλά τόσο πραγματικές. Πραγματικές και οδυνηρές για αυτούς που τις βιώνουν.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν πάντοτε έτσι. Παλαιότερα οι συνθήκες περιγράφονταν ως και ιδανικές για φυλακή. Τότε που οι τρείς θάλαμοι είχαν από δεκαπέντε κρεβάτια και οι τρόφιμοι, σχεδόν όλοι από νησιά της Δωδεκανήσου, με κοινές αφετηρίες και διαδρομές στις διηγήσεις τους. Αλλά και μετά, όταν αυξήθηκε ο αριθμός των τροφίμων και τα μονά κρεβάτια έγιναν διώροφα, ακόμα και τότε η κατάσταση ήταν ανεκτή.
Λίγο η ελπίδα σύντομης αποφυλάκισης για τους περισσότερους, λίγο η έλλειψη ακραίων περιστατικών, λίγο η θετική στάση της διεύθυνσης και των περισσότερων υπαλλήλων, διαμόρφωναν μια εικόνα ηρεμίας, ανοχής και έστω κατ΄ανάγκη αλληλοσεβασμού.
Το μεγάλο πρόβλημα άρχισε όταν ξεκίνησαν αφίξεις κρατουμένων από την Αθήνα και ειδικά την τελευταία πενταετία που χάθηκε το μέτρο.
Έτσι λοιπόν, σε αυτές τις συνθήκες, όπου η ιδιωτικότητα απουσιάζει εντελώς, το μόνο που μένει είναι η βοήθεια τους ενός στον άλλον. Η κουβέντα με το γείτονα κι ας μη μιλάει άλλη γλώσσα από τη μητρική, η συμπάθεια και η κατανόηση, το κέρασμα ενός τσιγάρου σε αυτόν – και είναι πολλοί – που δεν έχει ούτε ευρώ στην τσέπη, που όλοι έχουν ξεχάσει την ύπαρξή του.
Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες υπάρχουν βέβαια και φωτεινές στιγμές. Είναι τότε που η φυλακή ανοίγει στον έξω κόσμο. Παραμονή και ανήμερα του Αγίου Φανουρίου που εορτάζει ο ναός της φυλακής. Κάθε Μεγάλο Σάββατο που οι κρατούμενοι παίζουν ποδόσφαιρο με αντίπαλο ομάδα παλαιμάχων ποδοσφαιριστών της Κω. Όταν η δημοτική Φιλαρμονική παίζει τα κάλαντα. Όταν η Λέσχη Lion’s Κω δώρισε βιβλιοθήκη για τους κρατούμενους. Όταν έρχονται κεράσματα, συμβαίνει συχνά, από την κοινωνία της Κω, την Ιερά Μητρόπολη, Φορείς της Ρόδου και της Καλύμνου αλλά και τους Δικηγορικούς Συλλόγους Κω και Ρόδου. Όλοι αυτοί νοιάζονται αλλά δε μπορούν να κάνουν τίποτα παραπάνω.
Το να μιλήσεις για σωφρονισμό, για ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για σεβασμό στον συνάνθρωπο, σε τέτοιες συνθήκες, μάλλον μοιάζει σα κακόγουστο αστείο.
Κυριολεκτικά τα λόγια χάνονται, συνθλίβονται από την τραγικότητα των καταστάσεων και δε μπορούν να αποδώσουν την πραγματικότητα. Όχι τόσο σε εικόνες, κυρίως σε συναισθήματα.
Διότι όπως καταγράφει και η επιστήμη της Ψυχολογίας, ο άνθρωπος μπορεί να ξεχάσει την αιτία που τον έκανε να αισθανθεί άσχημα, δεν ξεχνάει όμως ποτέ το πόσο άσχημα ένιωσε. Αυτό τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή.
Εν τέλει παραμένει αναπάντητο το ερώτημα, για όλους όσοι βρίσκονται εκεί. Μπήκαν στη φυλακή επειδή τιμωρήθηκαν ή για να τιμωρούνται καθημερινά;
Γιώργος Κατσάβαρος
Protagon