Απόψεις

Σταυροδοσία vs. Λίστα δεσμευμένων συνδυασμών»: Από το κόστος της σταυροθηρίας του εκλέγεσθαι στην ανάγκη υπεύθυνης κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης

Του Παπαγεωργίου Θ. Μιχάλη

Εν όψει των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, ο Μιχάλης Παπαγεωργίου επιχειρηματολογεί υπέρ της αποσύνδεσης της εκλογής του υποψήφιου βουλευτή από τον σταυρό προτίμησης.

1. Με αφορμή την ουσιαστική εκκίνηση της προεκλογικής περιόδου και τη σταδιακή ανακοίνωση υποψηφίων βουλευτών ανά την Επικράτεια από τα πολιτικά κόμματα για την αντιπροσώπευση του Κυρίαρχου Λαού στην Βουλή των Ελλήνων, ως μείζον ζήτημα πολιτειακού προβληματισμού για την ποιότητα και τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού μας συστήματος αναδύεται και επανέρχεται η προβληματική γύρω από τις συνθήκες και τις περιστάσεις συγκροτημένης εφαρμογής του δικαιώματος του εκλέγεσθαι σε συνδυασμό με τη σχετική οργανωτική ευθύνη των κομματικών μηχανισμών.

2. Για την κομματική κατάρτιση των ψηφοδελτίων προκύπτουν εύλογα ερωτήματα α) ως προς τη διαφάνεια των όρων ισότητας (οικονομικής και όχι μόνο) μεταξύ των υποψηφίων ακόμα και του ίδιου κόμματος, όπως και β) ως προς την ευθεία αξιολόγηση των εκτιμήσεων και των «κριτηρίων» αξιοκρατίας των κομματικών μηχανισμών κατά την ανταγωνιστική διαδικασία επιλογής των Υποψηφίων και της προώθησής τους, τόσο μέσα από τις (τυχόν) εσωκομματικές (δημοκρατικές) διαδικασίες των ίδιων των κομμάτων (σήμερα ανύπαρκτες), όσο και ευθέως μέσα από τη στρατηγική επιλογή των πολιτευόμενων προσώπων, ως ουσιώδες στοιχείο της κομματικής ταυτότητας, του ύφους και των επιδιώξεων των πολιτικών παρατάξεων για την αντίστοιχη κρίση του κυρίαρχου Λαού.

3. Ενός Λαού που εν μέρει μεν παραδοσιακά ετεροκατευθύνεται από έναν καταιγισμό «κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικών» πιέσεων, αλλά που ανέκαθεν έχει εν τέλει τη δυναμική στην ουσία των δημοκρατικών θεσμών ν’ αποτελεί και τον αποφασιστικό κριτή για τη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών της διακυβέρνησης της Χώρας. Μία δημόσια διακυβέρνηση που στο ελληνικό πολιτειακό σκηνικό διαρθρώνεται βέβαια με βάση ένα ρεπουμπλικανικού τύπου πρωθυπουργοκεντρικό πολιτειακό σύστημα με συγκεχυμένες αλληλεξαρτήσεις μεταξύ της εκτελεστικής και της νομοθετικής Λειτουργίας, που όμως εξαιτίας των σύγχρονων προκλήσεων δεν μπορούν να διαφύγουν των κρίσιμων και επιτακτικά ελεγκτέων απαιτήσεων για συντονισμένες τεχνοκρατικές αποδόσεις και δημοκρατική συνέπεια. Στοιχεία που επιβάλλεται, μάλιστα, να συγχρονιστούν με την αποτελεσματική αντανάκλαση των όρων και των προδιαγραφών της Δικαιοσύνης και του Κράτους Δικαίου για την οριοθετημένη και χρηστή εφαρμογή των προτύπων και των αρχών της Καλής Διακυβέρνησης. Ως εκ τούτου, ακριβώς επειδή η εκλογική διαδικασία στηρίζεται στην κομματική διάρθρωση των πολιτευόμενων παρατάξεων οφείλει να οργανώνεται και να προσανατολίζεται από τη μία πλευρά στην εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών και από την άλλη στην αξιοκρατική υλοποίηση και απόδοση των προγραμματικών τους επιδιώξεων, ειδικά δια των προτεινόμενων αντιπροσώπων τους προς την εν γένει αναβάθμιση του κοινοβουλευτικού έργου για μία βιώσιμη διακυβέρνηση με ουσιαστικά θεσμικά αντίβαρα και συντεταγμένες πολιτειακές εγγυήσεις λογοδοσίας ανάμεσα στις τρεις Λειτουργίες του Κράτους.

4. Ξεκινώντας από τα κοινώς αποδεκτά, επί του πρακτέου, ο σταυρός προτίμησης, παρά την πράγματι περαιτέρω προσωπική κινητοποίηση ψηφοθηρίας του υποψηφίου, αυτομάτως τροφοδοτεί νομοτελειακά την πελατειακή διασύνδεση πολίτη-πολιτικού. Ο πολιτευτής – υποψήφιος βουλευτής προς ενίσχυση της θέσης και της πιθανότητας εκλογής του (και επανεκλογής του, ήδη από την… επόμενη ημέρα της εκλογής του) εξαρτάται από την υποστήριξη (οικονομική και μη) κύκλων συμφερόντων που αναμένουν από αυτόν την επί τούτου εξυπηρέτηση-ικανοποίηση των «ίδιων» σκοπιμοτήτων τους. Δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο συναλλακτικής εξάρτησης που συνθέτει και το καταλυτικό σημείο αναφοράς της όλης πολιτικής του δράσης και παρουσίας ως αυτοσκοπό, παράλληλα βέβαια των έτερων δεσμεύσεών του (θεμιτών και αθέμιτων) επί μίας στενής κομματικής-στρατευμένης πειθαρχίας.

5. Ο βουλευτής μετατρέπεται, λοιπόν, σε γραφείο εξυπηρετήσεων ως… «βολευτής» και ως επί παντός επιστητού διαμεσολαβητής μεταξύ Πολιτείας και Πολίτη, υποβαθμίζοντας τον συνταγματικό του ρόλο, που δεν είναι άλλος από το συνειδητό και αφοσιωμένο αντιπρόσωπο του Έθνους (βλ. άρθρο 51 παρ. 1 Συντ.). Δεσμευόμενος και εστιάζοντας, δηλαδή, στη διαχείριση μικρο-συμφερόντων και μικροπολιτικών, χωρίς ν’ αφοσιώνεται δημιουργικά και απρόσκοπτα στις βασικές συνταγματικές του υποχρεώσεις ως προς τη σύνθεση, την επεξεργασία και τη διαβούλευση του νομοπαραγωγικού έργου τόσο από την πλευρά της συμπολίτευσης, όσο και της αντιπολίτευσης. Ας μην παροράται, μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, πως ο βουλευτής είναι «αντιπρόσωπος του έθνους» και όχι εκπρόσωπος των κατακερματισμένων επιδιώξεων των ψηφοφόρων του. Αν και σημειωτέον, στις ημέρες μας, εκτός των άλλων, επικρατεί και μία βαθιά ριζωμένη – κοντόφθαλμη – αντίληψη ότι εν πολλοίς οι βουλευτές εκπροσωπούν στενά τις περιφέρειες (νομό) εκλογής τους, ενώ αντίστροφα θα έπρεπε να εντάσσουν και ανάγουν τις τοπικές/περιφερειακές ανάγκες και διεκδικήσεις στο δημόσιο συμφέρον της Ελληνικής Πολιτείας συνολικά, ούτως ώστε σηματοδοτικό σημείο αναφοράς των παρεμβάσεων και των εισηγήσεών τους να είναι το κοινό όφελος, έστω και με αποκεντρωμένο διακυβερνητικό αντίκτυπο και απόδοση, συναθροίζοντας τις επιμέρους κοινωνικές και αναπτυξιακές αξιώσεις του τόπου εκλογής τους εντός της Πολιτειακής συνοχής και ισορροπίας.

6. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο, πως σήμερα η μάχιμη και σε πολλές περιπτώσεις τοξική διαδικασία της ψηφοθηρίας-σταυροδοσίας αποθαρρύνει συγκροτημένες και διακεκριμένες προσωπικότητες από κάθε μετερίζι του κοινωνικο-οικονομικού ιστού να θέσουν τον εαυτό τους ως προτεινόμενους υποψηφίους βουλευτές, αφού και τα ίδια τα κόμματα προτάσσουν με τις προεπιλογές τους, κατά την κατάρτιση των ψηφοδελτίων, την προώθηση κατεξοχήν προβεβλημένων μεν κοινωνικά, δικτυωμένων δε επιφανειακά προσώπων, αμφίβολου ωστόσο ουσιαστικού ενδιαφέροντος για την προάσπιση και τη διεκδίκηση των συμφερόντων του Λαού και της Κοινωνίας. Παραδίδοντας, με αυτόν τον τρόπο, η πλειάδα της μάζας των υποψηφίων τον προγραμματικό κομματικό κοινοβουλευτικό σχεδιασμό στον σκληρό (σχεδόν…ολιγαρχικό) πυρήνα της ηγεσίας του εκάστοτε κόμματος. Επενεργώντας κατ’ επέκταση κυρίως ως εκτελεστικά κομματικά εργαλεία με περιορισμένες στην ουσία πολιτικοποιημένες πρωτοβουλίες, πέραν της (εκβιαστικής) επίκλησης, με τη σειρά τους, των επιμέρους συμφερόντων «του κόσμου που έχουν από πίσω».

7. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, πως η ελευθερία του υποψηφίου βουλευτή, αλλά και του ίδιου του ψηφοφόρου, όπως είχε καταδείξει και ο καθηγητής Αριστόβουλος Μάνεσης, ήδη τέσσερις δεκαετίες πριν, είναι κατεξοχήν «πλασματική», ειδικά ως προς το επιχείρημα υπέρ της σταυροδοσίας έναντι της συγκροτημένης λίστας των «δεσμευμένων συνδυασμών», σχετικά με τη συνταγματική απαίτηση της άμεσης εκλογής των αντιπροσώπων. Αντίθετα, όπως τόνιζε εμφατικά (βλ. Α. Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1954-1979, Σάκκουλας, 1980, σελ. 727) με την καθιέρωση της Λίστας-Δεσμευμένων Συνδυασμών «ουσιαστικοποιείται» η Λαϊκή Κυριαρχία δια της λειτουργικής συνταγματικής θεμελίωσης των κομμάτων στο σύστημα του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού, κατά την επιδιωκόμενη αντιπαράθεση προγραμμάτων, ιδεολογικών αναφορών, πολιτικών στρατηγικών που εκφράζονται και υλοποιούνται μέσω της νομοθετικής πρωτοβουλίας προσώπων-αντιπροσώπων μίας οργανωμένης ομάδας ανθρώπων με κοινούς στόχους και επιδιώξεις, που διατηρούν ωστόσο εκ της προσωπικότητας, της ικανότητας και εκ της ελεύθερης πολιτικής τους γνώμης και έκφρασης την προσωπική συνειδητή πολιτική τους συγκρότηση (κατ’ άρθρο 60 παρ. 1 Συντ.), απελευθερωμένοι τυχόν διαπροσωπικών εξαρτήσεων κατά την εκπλήρωση του κοινοβουλευτικού τους έργου, με την όποια ωστόσο θεμιτή κομματική τους αναφορά που ήδη υφίσταται υπέρ της κοινοβουλευτικής συνοχής και της πολιτικής ορθότητας. Δημιουργούνται έτσι σαφώς πιο συμπαγείς συνθήκες θεσμικής αναβάθμισης του πολιτικού βίου με την πολιτική επαγρύπνηση των πολιτών και την περαιτέρω κινητοποίησή τους, όχι μόνο κατά τη μεμονωμένη εκλογική διαδικασία και τη… δυνατότητα προσβασιμότητάς τους σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά μέσα από τη συντονισμένη συμμετοχή, τον έλεγχο και την αξιολόγηση των ίδιων των κομματικών μηχανισμών, που αναφέρονται και λογοδοτούν ευθέως για τις επιλογές τους. Καθώς η καθιέρωση του εκλογικού συστήματος εκλογής των «δεσμευμένων συνδυασμών»-λίστας υποψηφίων εξωθεί τα κόμματα στην εμβάθυνση της δημοκρατικής τους συνέπειας, αλλά και της αξιοκρατικά δομούμενης λειτουργίας τους ως προς τη στελέχωση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησής τους, δίχως να κρύβονται πίσω από τις υποκινούμενες… προεπιλογές τους και τον μετέπειτα προσωπικό διαγκωνισμό των υποψηφίων. Ο αντιπαρατιθέμενος δε ισχυρισμός περί επιπλέον ενδυνάμωσης της ηγεσίας του κόμματος και της εξάρτησης του πολιτευόμενου από αυτή, για τη συμπερίληψή του στην εκλογική λίστα και μάλιστα σε εκλόγιμη θέση, κρίνεται άλλωστε αλυσιτελής και ανειλικρινής, αφού ήδη και σήμερα για την επιλογή των υποψηφίων εφαρμόζεται, κατά κύριο λόγο, μία έντονα παρασκηνιακή, αδιαφανής και εντελώς συγκεντρωτική κομματική διαδικασία με κριτήρια όχι αμιγώς πολιτικά, αλλά κατεξοχήν «πολιτικάντικα». Μετακυλίοντας ταυτόχρονα – κυρίως – το οικονομικό κέντρο βάρος υποστήριξης του εκλογικού αγώνα κάθε υποψηφίου από το κόμμα στον κοινωνικό (και όχι μόνο) κύκλο του πολιτευόμενου προσώπου για την επίτευξη της εκλογής του. Παρότι οι κομματικοί κατά τόπο μηχανισμοί είναι κοινό μυστικό ότι εργάζονται για την προώθηση συγκεκριμένων υποψηφίων έναντι άλλων με κλιμακούμενη μάλιστα ένταση μεταξύ των πολιτευόμενων της κάθε παράταξης… Ενώ οι επιφυλάξεις, που επίσης διατυπώνονται έναντι του συστήματος των «δεσμευμένων συνδυασμών» επί της επαπειλούμενης αποχής του εκλογικού σώματος, κατά μία εκλογική διαδικασία που  διαπνέεται από την προτιμησιακή κομματικά σειρά κατάταξης και εκλογής των υποψηφίων, εξαιτίας του περιορισμού της ελευθερίας επιλογής συγκεκριμένου υποψηφίου που αποδυναμώνει την προσωπική έλλειψη ενδιαφέροντος του «ενεργού» πολίτη για την ανάδειξη συγκεκριμένου προσώπου ως βουλευτή, καταμαρτυρούν ευθέως μία ουσιωδώς προβληματική παράμετρο: Ήτοι ότι το προσωπικό ενδιαφέρον των εν λόγω «ενεργών» πολιτών συνομολογείται πως επικεντρώνεται σε συγκεκριμένο υποψήφιο έναντι μάλιστα άλλων του ίδιου κόμματος με αμιγώς ιδιοτελείς προσωπικούς σκοπούς και διαπροσωπικά οφέλη προσβασιμότητας σε επιμέρους βουλευτικά κέντρα εξουσίας εξυπηρέτησης πολιτών. Συνιστώντας μετά ταύτα όψεις ενός υποτιμημένου για τη δημόσια πολιτική και τον κοινοβουλευτισμό νομίσματος αποπολιτικοποίησης και ψευδεπίγραφου δημοκρατικά κατακερματισμού της κεντρικής πολιτικής σκηνής.

8. Αντίθετα, με την προτεινόμενη καθιέρωση του συστήματος της λίστας «δεσμευμένων συνδυασμών» τα πολιτικά κόμματα θα τεθούν με συνέπεια εντός του συνταγματικού τους σκοπού, κατ’ άρθρο 29 παρ. 1 του Συντ. σε συνδυασμό με τις εγγυήσεις του δικαιώματος του εκλέγεσθαι κατ’ άρθρο 59 παρ. 1-3 του Συντ., αλλά και ενώπιον των πολιτειακών τους ευθυνών σε μία ειλικρινή σχέση με την κοινωνία των πολιτών και όχι με την υποκρύπτουσα – σαφώς – υποκινούμενη χειραγώγηση επιμερισμένων κέντρων εξουσίασης και του καθοδηγούμενου ελέγχου των ψήφων. Αντιπαραβάλλοντας συνακόλουθα όρους και συνθήκες διαφάνειας έναντι του προσωπικού, πολλές φορές, κακεντρεχούς ανταγωνισμού των υποψηφίων ιδίως του ίδιου κόμματος, της διανομής έτοιμων σταυρωμένων ψηφοδελτίων προς τις μάζες των ψηφοφόρων και κοινώς της «ρουσφετολογίας» με την καλλιέργεια τοπικής εκλογικής πελατείας. Η θέσπιση εξάλλου συστήματος εκλογής μέσω λίστας υποψηφίων βουλευτών κατά την αναλογική επί των ποσοστών των κομμάτων ανάδειξή τους καταπολεμά επίσης σε μεγάλο βαθμό και τη διοχέτευση «μαύρου χρήματος» προς τους πολιτευτές, ενισχύοντας αντίστροφα τη διάφανη, διαχειριστικά, ευθεία χρηματοδότηση των κομμάτων με την απαίτηση της χρηστής αξιοποίησης των υποστηρικτικών οικονομικών πόρων επί των επιμέρους δράσεων, χωρίς μάλιστα τα «ταμπού» του παρελθόντος, που έθεταν τις κομματικές χρηματοδοτήσεις από ιδιώτες «κάτω από το τραπέζι». Έτσι, οι υποψήφιοι βουλευτές απαλλάσσονται από το υψηλό και εξαρτησιογόνο κόστος των χρηματοδοτικών υποστηρικτών τους κατά τη συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία, αλλά και από την ανάγκη ευρύτατης αναγνωρισιμότητάς τους με επιφανειακούς όρους κοινωνικής δικτύωσης που υποκρύπτουν επίσης οικονομική επιβάρυνση για τους υποψήφιους με σωρηδόν κατασπατάληση δαπανών για την στέγαση του πολιτικού τους γραφείου, την έκδοση φυλλαδίων, τις πληρωμές συνεργατών, τις τυχόν μετακινήσεις ανά την περιφέρεια εκλογής τους, τη διαφήμιση και την προβολή (επίσης ως επί το πλείστον πελατειακά επιλεκτική) από τα Μ.Μ.Ε., όπως και από τα διαδικτυακά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Διαμορφώνοντας έναν «τιμοκατάλογο», που όπως καταγράφεται από πρόσφατα σχετικά δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, αλλά και κατά την κοινή πείρα, κυμαίνεται από 30.000 έως και 150.000 ευρώ, αποκλειστικά και μόνο για την προεκλογική περίοδο, για χρηματικά ποσά, μάλιστα, που φαίνονται «πάνω από το τραπέζι» ή για αντίστοιχες υψηλές «χορηγίες»…προβολής, που δημιουργούν το εύλογο ερώτημα σχετικά με το κόστος και το όφελος της όλης διαδικασίας και των υποχρεώσεων-εξαρτήσεων που σχηματίζονται… Επομένως, οι υποψήφιοι βουλευτές είτε πρέπει να είναι οικονομικά ευκατάστατοι, είτε ευρέως καθ’ οιονδήποτε τρόπο κοινωνικά αναγνωρίσιμοι, είτε να έχουν ενισχυθεί οικονομικά από όσους τους υποστηρίζουν «εθελοντικά», συνθέτοντας ωστόσο μία διαπροσωπική κοινωνική υποχρέωση ως προς τη χρηματοδοτική συμβολή της εκλογής τους, είτε να λαμβάνουν κάποια ευθεία οικονομική ενίσχυση που δημιουργεί αναπόφευκτα μία συγκεκριμένη – στρατευμένη δέσμευση ως προς την προάσπιση συγκεκριμένων επιδιώξεων του εκάστοτε χρηματοδότη, είτε να επιβαρύνουν σημαντικά τις προσωπικές τους οικονομίες, φτάνοντας ακόμα και σε τραπεζικό δανεισμό για ν’ ανταπεξέλθουν στον πολιτικό ανταγωνισμό κυρίως του «φαίνεσθαι», με ποσά που δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα για την ηθικοπολιτική και αξιακή ικανοποίηση της συνειδητοποιημένης επιθυμίας ενός πολίτη να πολιτευτεί με σκοπό να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο και στην Πολιτεία.

9. Επισημαίνεται ότι η παραπάνω θέση για την αναμόρφωση του εκλογικού συστήματος και του τρόπου εκλογής των βουλευτών επαφίεται κατά το ισχύον Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη μέσω της εκάστοτε μεταρρύθμισης της εκλογικής νομοθεσίας (βλ. άρθρα 51-54 Συντ.). Αν και μία εκ βάθρων συνταγματική παγίωση και επιβολή του τρόπου ανάδειξης των αντιπροσώπων του Λαού και του Έθνους συνδυαστικά του δικαιώματος του εκλέγεσθαι και της νομιμότητας της δράσης και της λειτουργίας των κομμάτων για την εύρυθμη απόδοση του πολιτειακού μας συστήματος, με την υιοθέτηση της κατάρτισης «Λίστας δεσμευμένων συνδυασμών», θα είχε σημαίνον θεσμικό βάρος για τη δομική αναδιάρθρωση των κοινοβουλευτικών συνθηκών. Υπό την ευθεία ένταξη των κομματικών μηχανισμών σε επαυξημένα επίπεδα λογοδοσίας για τη συγκρότηση, τη διαχείριση και την αξιολόγηση του πολιτικού προσωπικού, αλλά και για την ευθεία και θεμιτή χρηματοδότησή τους προς υποστήριξη των πολιτικών τους επιδιώξεων, δίχως την άτακτη και διάσπαρτη διάχυση χρηματοδοτικών ενισχύσεων ιδιωτικών και κρατικών σε επιμέρους πολιτευόμενα πρόσωπα με αδιαφανείς μεθοδεύσεις και πρωτοβουλίες.

10. Αξίζει να υπομνηστεί ότι στη σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία της Χώρας με το Ν. 1303/1982 θεσμοθετήθηκε (πρόσκαιρα) κατόπιν προσωπικής προγραμματικής πρωτοβουλίας-δέσμευσης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, ως πολιτειακή και σηματοδοτικά εκσυγχρονιστική τομή, η εκλογική διαδικασία με λίστα δεσμευμένων συνδυασμών. Συναρτώντας την εκλογή των υποψηφίων βουλευτών από τα αντίστοιχα κλιμακούμενα ποσοστά του κάθε κόμματος κατά το τότε ισχύον εκλογικό σύστημα. Κάτω από αυτό το πλαίσιο διενεργήθηκαν μάλιστα και οι εκλογές του του 1985. Ωστόσο, η διαδικασία της σταυροδοσίας επανήλθε από το ίδιο το κυβερνών κόμμα, το Π.Α.Σ.Ο.Κ., ύστερα από αναδίπλωσή του λίγα χρόνια αργότερα με το Ν. 1847/1989, κυρίως υπό την πιεστική σκοπιμότητα της περαιτέρω ατομικής κινητοποίησης των υποψηφίων βουλευτών σε συνθήκες πόλωσης για την προσέλκυση προσωπικών ψήφων, στην ουσία ως αποτέλεσμα αμιγώς ιδιοτελών μικροσυμφερόντων των (ισχυρότερων εκ των εκλεγμένων) βουλευτών που προτιμούσαν να διατηρήσουν (και να μην αποδυναμωθούν) οι σχέσεις εξάρτησης και συναλλαγής με την κοινωνία, παρά το να αποδώσουν αποτελεσματικά και αφοσιωμένα στο κοινοβουλευτικό τους έργο, με τους αντίστοιχους βέβαια κομματικούς μηχανισμούς να επιδιώκουν και ν’ αποδέχονται την «οπαδική» πόλωση και όχι την ουσιαστική και παραγωγική αντιπροσώπευση.

11. Παράλληλα των παραπάνω, για τη ρυθμιστική απόδοση του συγκεκριμένου τρόπου ανάδειξης των βουλευτών με λίστα έναντι της σταυροδοσίας, που προσδίδει το θεσμικό οργανωτικό κίνητρο στο κάθε κόμμα να προσελκύσει,

είτε με επιμέρους εσωκομματικές δημοκρατικές διαδικασίες,

είτε με ποιοτικές αξιολογικές (έστω και «κεντρικές» εξίσου όμως δημοκρατικής αναφοράς) εκτιμήσεις,

προσωπικότητες προσφοράς και αξιοκρατίας, επιδιώκοντας τη σύνθεση ιδιαίτερα παραγωγικών πολιτικών συσχετισμών και συμβολισμών στρατηγικού χαρακτήρα, ειδικά για τη σειρά κατάταξης και εκλογιμότητας των υποψηφίων, με την επακόλουθη παρακίνηση του εκλογικού σώματος για τη συνολική δυναμική υποστήριξή του προτείνεται:

A. Πρωτίστως, η θεσμική ενίσχυση του κοινοβουλευτικού συστήματος με τη διακριτική αναβάθμιση του νομοθετικού έργου και ρόλου στο πλαίσιο της εύρυθμης και ουσιαστικής διάκρισης των Λειτουργιών, ειδικά με την επιβολή επιπλέον διακριτών ορίων, διαδικασιών και συνεργειών έναντι της εκτελεστικής εξουσίας.

Β. Η δικαιοπολιτική καθιέρωση σταθερών βουλευτικών εκλογών ανά πενταετία, χωρίς την a la carte διάλυση της Βουλής με κατά το δοκούν πρωτοβουλία της ηγεσίας της εκτελεστικής εξουσίας (-του πρωθυπουργού) κατ’ επίκληση αόριστων και ευκαιριακών «εθνικών λόγων» (βλ. άρθρο 41 παρ. 2 Συντ.), παρά μόνο με ειδική και αιτιολογημένη αποφασιστική κρίση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Διασφαλίζοντας έτσι το συνεπή κύκλο βιωσιμότητας του κοινοβουλευτικού έργου, όπως απαιτεί η σύγχρονη παραγωγική διακυβέρνηση ενός τόπου, ανεξαρτήτως σκόπιμων και αμιγώς συγκυριακών προσωπικών ηγετικών πολιτικών επιλογών που διαταράσσουν την ροή και την σταθερότητα της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας.

Γ. Να εγκαθιδρυθεί εγγυητικά και αποκαταστατικά των αρνητικών και απαξιωτικών επί της πολιτικής ενασχόλησής εκτιμήσεων του εκλογικού σώματος έναντι του πολιτικού προσωπικού της χώρας, ρητό ανώτατο όριο δύο επανεκλογών επί της – καταρχήν ως άνω – προτεινόμενης πενταετούς (πλήρους) θητείας των βουλευτών. Άλλωστε, η καθιέρωση μίας maximum προτεινόμενης δεκαπενταετούς προσφοράς στο νομοθετικό έργο, ήτοι τα μισά χρόνια μίας ολόκληρης γενιάς, αν η τελευταία υπολογίζεται κατά μέσο όρο σε μία περίοδο τριάντα περίπου ετών, για την αντιπροσώπευση στο Κοινοβούλιο είναι απόλυτα εύλογη και θεμιτή. Αφού αν το άσβεστο και ειλικρινές ενδιαφέρον του εκάστοτε πολιτευόμενου προσώπου για τα κοινά είναι τόσο πηγαίο γι’ αυτόν, όντας ήδη εκλεγμένος βουλευτής επί τρεις θητείες, δύναται να συμβάλει στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου από τη διεκδίκηση άλλου πόστου και θέσης ευθύνης και όχι δια της δια βίου απασχόλησής του στη Βουλή. (Σε αυτή τη συζήτηση χωρεί και η επίσης θεμιτή, αν όχι και επιβεβλημένη, κατά την άποψη του γράφοντος, διάκριση της ιδιότητας του Υπουργού-μέλους της Κυβέρνησης από αυτή της ιδιότητας του βουλευτή). Αποδίδεται κατ’ επέκταση με αυτόν τον τρόπο ο αναγκαίος και πρόσφορος «διαγενεακός» χώρος και χρόνος για την ανανέωση του προσωπικού της κεντρικής πολιτικής σκηνής σε επίπεδο νομοθετικού έργου και δράσης, χωρίς να αποτελεί και να καθίσταται η θέση και η ιδιότητα του βουλευτή αποκλειστική «επαγγελματική» απασχόληση.

12. Τέλος, καταληκτικά αξίζει να τονιστεί ότι και επί του σχετικού ελέγχου συνταγματικότητας, η καθιέρωση συστήματος εκλογής ανάδειξης βουλευτών με λίστα δεσμευμένων συνδυασμών έχει αποτιμηθεί ήδη από το Α.Ε.Δ. (βλ. απόφαση 34/1985) πως σε καμία περίπτωση δεν αντιστρατεύεται την αρχή της αντιπροσώπευσης της Λαϊκής Κυριαρχίας, ειδικά ως προς την αμεσότητα της ψήφου. Ακριβώς επειδή ο εκλογέας-ψηφοφόρος με την επιλογή του κόμματος-παράταξης της προτίμησής του κρίνει, αξιολογεί και αποδέχεται τη συγκεκριμένη κλιμακούμενη κατά σειρά δυνατότητα εκλογής των υποψηφίων βουλευτών, υπό τον συγκεκριμένο συνδυασμό, χωρίς μάλιστα την παρεμβολή έτερου εκλεκτορικού σώματος. Ανεξάρτητα αν έχουν προηγηθεί εσωκομματικές δημοκρατικές ή «κεντρικές» ενδοπαραταξιακές διαδικασίες για την επιλογή τους και τη συγκεκριμένη τοποθέτησή τους στο ψηφοδέλτιο, σύμφωνα με τις ελευθερίες που αποδίδονται στα πολιτικά κόμματα από το ίδιο το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντ. σε συνδυασμό με την «εξυπηρέτηση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος».

13. Η αποσύνδεση της εκλογής του υποψήφιου βουλευτή από το σταυρό προτίμησης, κατά την προσωπική μου γνώμη, συνιστά το πρώτο μεγάλο βήμα ποιοτικής αναβάθμισης του Κοινοβουλευτισμού ως διαδικασία, αλλά και ως θεσμικό μηχανισμό μίας συγκροτημένης δημόσιας διακυβέρνησης, προβιβάζοντας συνάμα τη θέση και το ρόλο των πολιτικών κομμάτων ως προς την αμεσότερη ευθύνη και τη δημοκρατική τους λογοδοσία για τις αξιοκρατικές τους επιλογές και εκτιμήσεις.

14. Οι δε πρόσφατες σκανδαλώδως αρνητικές για την ελληνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία προκλήσεις διαφθοράς σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου με τη διαφαινόμενη ύποπτη συμμετοχή μίας κατεξοχήν προβεβλημένης μιντιακά και ευρέως δικτυωμένης… κοινωνικο-οικονομικά περσόνας που συγκέντρωσε χιλιάδες σταυρούς πανελλαδικά στις τελευταίες ευρωεκλογές με σταυροδοσία του 2019, αφήνοντας πίσω της σημαντικές προσωπικότητες, προσδίδουν και αυτές πολυδιάστατα το στίγμα τους για την παραπάνω κατεύθυνση-πρόταση και την ανατροπή των συστημικά κατεστημένων συνθηκών της σταυροδοσίας με τη θέσπιση ποιοτικών όρων και αναφορών ως προς τη συγκρότηση της πολιτικής συμμετοχής με αίσθηση καθήκοντος, αξιοκρατίας, διαφάνειας και ουσιαστικής πολιτειακής λογοδοσίας επί του κοινοβουλευτικού πυρήνα του πολιτεύματος και των σχέσεων του πολίτη με την πολιτική…

Μιχαήλ Παπαγεωργίου
Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου
Εντ. Διδάσκων Νομικών Σχολών Ε.Κ.Π.Α. και Δ.Π.Θ.
V. Research Fellow Cambridge University (Faculty of Law/Wolfson College)

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου