Η ελληνική ξενοδοχειακή αγορά διανύει μια περίοδο δυναμικής ανάπτυξης, καθώς τόσο η επενδυτική δραστηριότητα όσο και οι τάσεις που διαμορφώνουν τη διεθνή τουριστική βιομηχανία ευνοούν τη χώρα. Με την ανάκαμψη του τουρισμού μετά την πανδημία να εδραιώνεται, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως μια από τις πλέον ελκυστικές αγορές της Μεσογείου, προσελκύοντας το ενδιαφέρον θεσμικών επενδυτών, private equity funds και διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων.
Ο Dirk Bakker, επικεφαλής του ξενοδοχειακού κλάδου της Colliers για την περιοχή EMEA, εκτιμά ότι η ευρωπαϊκή ξενοδοχειακή αγορά εξέρχεται από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία και εισέρχεται σε μια φάση ανάπτυξης. Η Νότια Ευρώπη και ιδιαίτερα η Μεσόγειος βρίσκονται στο επίκεντρο της επενδυτικής προσοχής, με τα πολυτελή θέρετρα (luxury resorts) και τις κατοικίες με ξενοδοχειακό branding (branded residences) να γνωρίζουν σημαντική άνοδο.
Η δυναμική της ελληνικής αγοράς
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον Bakker, ακολουθεί μια ανοδική πορεία, με την Αθήνα και τα ελληνικά νησιά να αποτελούν επίκεντρο των επενδύσεων. Η χώρα διαθέτει μοναδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα: ένα ισχυρό brand name στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, μεγάλη ποικιλία τοποθεσιών που καλύπτουν διαφορετικά προφίλ ταξιδιωτών και μια συνεχώς βελτιούμενη υποδομή.
Παρά τις θετικές προοπτικές, η παρουσία διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων στην Ελλάδα παραμένει περιορισμένη. Σύμφωνα με την GBR Consulting, μόνο το 20% των πεντάστερων ξενοδοχείων και το 5% των τετράστερων ανήκει σε διεθνή brands, ποσοστά που υποδηλώνουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης. Σε αντίθεση, αγορές όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία παρουσιάζουν μεγαλύτερη διείσδυση διεθνών αλυσίδων, με τα ξενοδοχεία αλυσίδων να καλύπτουν το 21,5% της ιταλικής αγοράς, το 30% της πορτογαλικής και το 37% της ισπανικής, όπως αναφέρεται στο White Paper της Accor με τίτλο «Βιώσιμη επέκταση του ελληνικού τουρισμού»..
Το επενδυτικό ενδιαφέρον στην ελληνική αγορά ξενοδοχείων παραμένει υψηλό, με οικογενειακά γραφεία (family offices) και τοπικούς επιχειρηματίες να ελέγχουν πάνω από το 50% των ξενοδοχειακών μονάδων. Η Ιταλία και η Ισπανία εμφανίζουν επίσης ισχυρή παρουσία εγχώριων επενδυτών, αν και η ελληνική αγορά είναι πιο κατακερματισμένη. Παράλληλα, το private equity έχει αρχίσει να δραστηριοποιείται πιο έντονα, αναγνωρίζοντας τις μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης.
Branded Residences και Luxury Resorts: Δύο μεγάλες ευκαιρίες
Η ραγδαία ανάπτυξη των branded residences αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στον κλάδο. Πρόκειται για πολυτελείς κατοικίες που συνδέονται με γνωστά ξενοδοχειακά brands, προσφέροντας στους αγοραστές υπηρεσίες υψηλού επιπέδου και δυνατότητα αξιοποίησης των ακινήτων τους μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης. Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής σε κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς όπως η Αθήνα και τα νησιά, όπου τα projects branded residences πολλαπλασιάζονται.
Παράλληλα, τα luxury resorts γνωρίζουν εντυπωσιακή άνθηση, καθώς οι ταξιδιώτες αναζητούν μοναδικές εμπειρίες και υψηλής ποιότητας φιλοξενία. Σύμφωνα με τον Bakker, τα θέρετρα της Μεσογείου βρίσκονται στην κορυφή της ζήτησης, με την Ελλάδα να αποτελεί έναν από τους βασικούς ωφελημένους. Η χώρα προσφέρει έναν ισχυρό συνδυασμό φυσικού κάλλους, κλίματος και πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ η ανάπτυξη πολυτελών ξενοδοχείων ενισχύεται από τις επενδύσεις σε νέες υποδομές και τη στρατηγική συνεργασία με διεθνείς αλυσίδες.
Σύγκριση με τις αντίστοιχες αγορές
Η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία διαθέτουν πιο ανεπτυγμένες ξενοδοχειακές αγορές, με υψηλότερη διείσδυση διεθνών brands και πιο οργανωμένες τουριστικές υποδομές. Ωστόσο, η Ελλάδα παρουσιάζει μεγαλύτερη αναπτυξιακή δυναμική λόγω των ακόλουθων παραγόντων:
Ανοδική τουριστική πορεία: Οι αφίξεις τουριστών συνεχίζουν να αυξάνονται, με το 2023 να καταγράφει ρεκόρ επισκεπτών, ενώ οι προκρατήσεις για το 2024 δείχνουν ακόμα ισχυρότερη ζήτηση.
Ανέγγιχτες ευκαιρίες ανάπτυξης: Η χαμηλή διείσδυση διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων σημαίνει ότι υπάρχει σημαντικός χώρος για νέα projects και συνεργασίες.
Επενδυτικό ενδιαφέρον: Το private equity ενισχύει την παρουσία του, ενώ οι τοπικοί επιχειρηματίες συνεχίζουν να διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο.
Αύξηση διαθεσιμότητας χρηματοδότησης: Οι τράπεζες και οι επενδυτές εμφανίζονται πιο πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν νέα ξενοδοχειακά projects, ενισχύοντας τη συνολική ανάπτυξη της αγοράς.
Αντίθετα, αγορές όπως η Ισπανία έχουν ήδη προσελκύσει το μεγαλύτερο μέρος των μεγάλων επενδύσεων, γεγονός που περιορίζει τις ευκαιρίες ταχείας ανάπτυξης. Η Ιταλία, παρότι εξακολουθεί να είναι ελκυστική, έχει υψηλότερο κόστος εισόδου για τους επενδυτές. Η Πορτογαλία, με υψηλό ποσοστό ξενοδοχείων αλυσίδων, εμφανίζεται πιο ώριμη αλλά λιγότερο δυναμική σε σχέση με την Ελλάδα.
Το μέλλον της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς
Η ελληνική ξενοδοχειακή αγορά βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι επόμενα χρόνια θα είναι καθοριστικά για την περαιτέρω ανάπτυξή της, με τρεις βασικούς πυλώνες να διαμορφώνουν την πορεία της:
Στρατηγικές συνεργασίες με διεθνή brands: Η αύξηση της παρουσίας μεγάλων αλυσίδων θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Επενδύσεις σε luxury resorts και branded residences: Οι δύο αυτές κατηγορίες θα συνεχίσουν να προσελκύουν ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον.
Έμφαση στην ταξιδιωτική εμπειρία: Η διαφοροποίηση μέσω καινοτόμων υπηρεσιών και βιώσιμων πρακτικών θα καθορίσει το μέλλον του ελληνικού τουρισμού.
Όπως επισημαίνει ο Bakker, η επιθυμία για εμπειρίες θα συνεχίσει να οδηγεί τον κλάδο, καθιστώντας την Ελλάδα έναν από τους πιο υποσχόμενους προορισμούς της επόμενης δεκαετίας. Η πρόκληση είναι πλέον η αποτελεσματική αξιοποίηση αυτής της δυναμικής, ώστε η χώρα να καταστεί πραγματικός ηγέτης στην ξενοδοχειακή αγορά της Μεσογείου.
Πηγή: tornosnews.gr