Η αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας, που έδωσε στην Ελλάδα ο τελευταίος εναπομείνας οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεό της σε Baa3 με σταθερές προοπτικές, από Ba1 με θετικές προοπτικές, αντανακλά την εκτίμηση, ότι το πιστωτικό προφίλ του ελληνικού κράτους έχει πλέον μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε ενδεχόμενους μελλοντικούς κλυδωνισμούς.
Ο οίκος αξιολόγησης σημειώνει ότι τα δημόσια οικονομικά έχουν βελτιωθεί ταχύτερα από ό,τι περιμέναμε. Με βάση τη στάση πολιτικής της κυβέρνησης, τις θεσμικές βελτιώσεις που αποδίδουν καρπούς και το σταθερό πολιτικό περιβάλλον, αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να εμφανίζει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα μειώνουν σταθερά το υψηλό βάρος του χρέους της.
Επί σειρά ετών τονίζει, ότι τα δημόσια οικονομικά έχουν ξεπεράσει τις βασικές μας προσδοκίες, γεγονός που αυξάνει την πεποίθησή μας ότι το ελληνικό χρέος θα παραμείνει σε σταθερή καθοδική πορεία.
Επιπλέον, σημειώνει, ότι εμφανίζονται βελτιώσεις που οφείλονται τόσο στη συνεχιζόμενη συγκράτηση των δαπανών όσο και στα φορολογικά έσοδα που αυξάνονται γρήγορα, λόγω των συνεχιζόμενων θεσμικών βελτιώσεων στη φορολογική συμμόρφωση και είσπραξη.
Το 2024, η Ελλάδα είχε πρόσθετα φορολογικά έσοδα ύψους 2 δισεκ. ευρώ, μέσω των προσπαθειών της για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Αυτό το πέτυχε εν μέρει, μέσω μιας στρατηγικής ψηφιοποίησης του φορολογικού συστήματος.
Συνολικά, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά περίπου 50 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή του το 2020 και είναι μειωμένος κατά περίπου 27 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με τα προ κορονοϊού επίπεδα.
Η Moody’s εκτιμά ότι, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ που στο τέλος του 2024 βρισκόταν στο 156,1%, θα μειωθεί στο 148,3% το 2025 και στο 140,6% το 2026, αντίστοιχα. Επομένως, σημειώνει, η διάρθρωση του χρέους της χώρας παραμένει ευνοϊκή, με μέση διάρκεια μέχρι τη λήξη 18,8 έτη, με το σύνολο του χρέους να είναι σταθερού επιτοκίου.
Οι εκτιμήσεις οικονομικών παραγόντων για το 2025. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2025 επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων, όπως η αύξηση του ΑΕΠ, η πολιτική σταθερότητα, η δημοσιονομική σταθερότητα, οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση, ο τουρισμός, και οι εξωτερικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες.
Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει την αναπτυξιακή της πορεία και το 2025, όμως, με τον συγκρατημένο ρυθμό του 2024.
Σύμφωνα με το σχέδιο προϋπολογισμού του 2025, η ελληνική κυβέρνηση προβλέπει οικονομική ανάπτυξη 2,3%, υπερβαίνοντας τις κύριες ευρωπαϊκές οικονομίες. Αυτή η αύξηση αποδίδεται σε ισχυρές επενδύσεις, αυξημένα έσοδα από τον τουρισμό και υψηλή εγχώρια ζήτηση.
Ωστόσο, η χώρα μας παραμένει δεσμευμένη στη δημοσιονομική σταθερότητα και τη μείωση του δημοσίου χρέους. Αυτό συνεπάγεται περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και έλεγχο των δημόσιων δαπανών, δεδομένου ότι η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει σε διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος, προκειμένου να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους και να ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Όσον αφορά το μέλλον, η Ελλάδα αναμένεται να συνεχίσει να έχει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα που θα παραμείνουν στο 2 έως 2,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω ενός συνδυασμού συγκράτησης των δαπανών και σταθερής δημιουργίας εσόδων.
Οι επενδύσεις – που αποτελούν τη βασικότερη συνιστώσα προσδιορισμού του ΑΕΠ – , συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Σχετικά με την αξία και την πορεία των επενδύσεων, το 2025 ο ρυθμός ανόδου των επενδύσεων θα είναι ισχυρότερος λόγω της ωρίμανσης των έργων. Για παράδειγμα, ένα σημαντικό μέρος των δανείων που έχουν συμβασιοποιηθεί θα εκταμιευθούν εφέτος, γεγονός το οποίο σηματοδοτεί και την υλοποίηση των επενδύσεων. Το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων έκλεισε το 2024 με δαπάνες ύψους 13,3 δισ. ευρώ, το υψηλότερο ποσό δημοσίων επενδύσεων της τελευταίας 14ετίας και το 2025 θα αυξηθεί περαιτέρω σε 14,1 δισ. ευρώ, έναντι 5,6 δισ. το 2019. Δηλαδή οι δημόσιες επενδύσεις το 2025 θα είναι αυξημένες κατά 150% σε σχέση με το 2019.
Η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί και αυτή, μαζί με τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, συνιστώσα προσδιορισμού του ΑΕΠ. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025 προβλέπεται να παρουσιάσει μια μικρή αύξηση. Ωστόσο, η καταναλωτική δαπάνη αναμένεται, βάσει των προβολών, να ενισχυθεί σταδιακά, αντανακλώντας τη μείωση του πληθωρισμού και τη συνεχιζόμενη συνολική ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας.
Ο τουρισμός παραμένει βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας. Το 2025 αναμένεται μια συνεχιζόμενη ανάκαμψη της τουριστικής κίνησης, που θα ξεπεράσει το 2024, τόσο σε αριθμό τουριστών όσο και σε εισπράξεις.Η ανεργία στη χώρα μας παραμένει μια σημαντική πρόκληση, αν και τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μείωση. Ήδη, στις αρχές του 2025, η ανεργία έσπασε το φράγμα του διψήφιου αριθμού, φτάνοντας στο 9,8% και αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, ενισχυμένη από την υφιστάμενη ανάπτυξη.
Το εμπορικό ισοζύγιο, που αποτελεί την “Αχίλλειο πτέρνα” της οικονομίας μας, παρουσίασε τον Ιανουάριο του 2025 αύξηση της συνολικής αξίας των εισαγωγών κατά 4,7%, συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του περασμένου έτους, ενώ η συνολική αξία των εξαγωγών παρουσίασε τον ίδιο μήνα μικρή αύξηση 2,2%, διευρύνοντας περαιτέρω το εμπορικό μας έλλειμμα.
Γενικά, η ελληνική οικονομία το 2025 αναμένεται να ακολουθήσει μια πορεία συγκρατημένης ανάπτυξης – όπως και το 2024, -, με προκλήσεις και ευκαιρίες που εξαρτώνται κυρίως, από τις εξωτερικές οικονομικές συνθήκες.
Οι εκτιμήσεις υποδεικνύουν μια συνεχιζόμενη θετική πορεία για την ελληνική οικονομία και το 2025, με έμφαση στη δημοσιονομική σταθερότητα, τη μείωση της ανεργίας και την ενίσχυση των επενδύσεων. Επομένως,οι προβλέψεις για το 2025 είναι γενικά θετικές, με εκτιμήσεις για ανάπτυξη υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όμως, δεν παύει να αποτελεί σημαντική εξέλιξη, όπως αναφέρουμε παραπάνω, και η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο Moody’s, λόγω της ταχύτερης από το αναμενόμενο δημοσιονομικής ανάκαμψης και της αυξημένης ανθεκτικότητας της χώρας σε μελλοντικούς κλυδωνισμούς.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί και από τις παγκόσμιες οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Η αβεβαιότητα στην Ευρώπη, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, και οι εντάσεις στις διεθνείς αγορές, εξαιτίας της αναμενόμενης δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ , επηρεάζουν την οικονομική εμπιστοσύνη και το επενδυτικό κλίμα.
Ολοκληρώνοντας, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το μέλλον της, εξαρτώνται από τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, την εξωστρέφεια, τις νέες τεχνολογίες, καθώς και την ικανότητά της να προσελκύσει υγιείς επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, που θα συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ και, κατά συνέπεια, στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
.