Τις ενδεχόμενες μακροοικονομικές επιπτώσεις του Brexit για το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.), την παγκόσμια οικονομία και την Ελλάδα παρουσιάζει η μελέτη της η Eurobank, με τίτλο «Brexit: Μακροοικονομικές επιπτώσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο, την παγκόσμια οικονομία και την Ελλάδα», μία πρώτη προσέγγιση ενός πολύπλοκου θέματος που περιβάλλεται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά την πορεία των διαπραγματεύσεων, το περιεχόμενο της νέας συμφωνίας μεταξύ του Η.Β. και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των διμερών συμφωνιών που θα προκύψουν μεταξύ του Η.Β. και τρίτων (εκτός Ε.Ε.) χωρών.
Οι συγγραφείς της έκθεσης διατυπώνουν την εκτίμηση ότι μια συνολική συμφωνία για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ είναι αβέβαιο εάν θα μπορέσει να επιτευχθεί στο χρονικό διάστημα των δύο ετών που προβλέπει η Συνθήκη της ΕΕ, δεδομένης της απουσίας παρόμοιας φύσης διαπραγματεύσεων στο παρελθόν. Τα εμπλεκόμενα μέρη ενδεχομένως να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων και οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να παραταθούν υπό την προϋπόθεση ομόφωνης έγκρισης των υπόλοιπων 27 κρατών-μελών της ΕΕ, αναφέρεται.
Η μελέτη παρουσιάζει τις ενδεχόμενες μακροοικονομικές επιπτώσεις του Brexit για το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.), την παγκόσμια οικονομία και την Ελλάδα. Η μελέτη αποτελεί
Τα κυριότερα συμπεράσματα της μελέτης:
– Το Η.Β. διέψευσε τις αρχικές προβλέψεις για οικονομική στασιμότητα το δεύτερο εξάμηνο του 2016. Παρόλα αυτά, μετά την ενεργοποίηση του άρθρου 50, η έναρξη των διαβουλεύσεων για το Brexit ενδεχομένως να αρχίσει να έχει πιο ορατή επίπτωση στην πραγματική οικονομία, καθώς εγχώριες επιχειρήσεις και καταναλωτές θα χρειαστεί να προσαρμόσουν τις οικονομικές αποφάσεις τους σε μία μακρά περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας για τους όρους αποχώρησης της χώρας, καθώς και τη νέα μορφή σχέσεων μεταξύ του Η.Β. και της Ε.Ε..
– Εμπειρικές μελέτες υποστηρίζουν ότι αποχωρώντας από την Ε.Ε., η οικονομία του Η.Β. ενδεχομένως επηρεαστεί ποικιλοτρόπως μέσω πολλαπλών διαύλων μετάδοσης, όπως οι εμπορικές συναλλαγές με την Ε.Ε. και άλλες οικονομίες, η εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων στη χώρα, η μετανάστευση και η αγορά εργασίας, οι επιπτώσεις στην παραγωγικότητα μέσω εμπορίου, μετανάστευσης και ρυθμιστικού πλαισίου, και η συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό.
– Ο χρόνος επίτευξης και η μορφή της νέας σχέσης μεταξύ του Η.Β. και των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ε.Ε. καθώς και οι εμπορικές συμφωνίες που θα πρέπει το Η.Β. να επαναδιαπραγματευθεί με κράτη εκτός Ε.Ε., θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες μακροοικονομικές επιπτώσεις του Brexit στην ίδια τη χώρα, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. των 27, και τον υπόλοιπο κόσμο.
– Επί του παρόντος, υπάρχει διάσταση απόψεων αναφορικά με το πρόσημο και το μέγεθος αυτών των επιπτώσεων. Ωστόσο, όσον αφορά την οικονομία του Η.Β., οι περισσότερες μελέτες προβλέπουν μόνιμη απώλεια προϊόντος-εισοδήματος ως αποτέλεσμα του Brexit, αν και υπάρχουν κάποιες εκτιμήσεις για πιθανά καθαρά οφέλη.
– Τα κύρια οικονομικά επιχειρήματα υπέρ του Brexit συνοψίζονται στο ότι το Η.Β. θα απαλλαχθεί από την υποχρέωση συνεισφοράς στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Επίσης στο ότι η μη υποχρέωση συμμόρφωσης με τους κανόνες και τους κανονισμούς που απορρέουν από τη συμμετοχή στην Ενιαία Αγορά, θα επιτρέψει στο Η.Β. να καταργήσει επιβαρυντικές ρυθμίσεις που θεωρείται ότι περιορίζουν την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα το Η.Β. θα ανακτήσει την ευελιξία σύναψης πιο ευνοϊκών διμερών εμπορικών σχέσεων με τρίτες (εκτός Ε.Ε.) χώρες μέσω, παραδείγματος χάριν, της μείωσης των διμερών δασμών ή άλλων εμπορικών φραγμών.
– Παρότι είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί η επίδραση που είχε στην οικονομία του Η.Β. η συμμετοχή του στην Ε.Ε., η πλειοψηφία των εμπειρικών μελετών καταδεικνύει ότι συνολικά ωφελήθηκε, κυρίως μέσω του δικαιώματος δραστηριοποίησης των χρηματοπιστωτικών του ιδρυμάτων σε χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (passporting rights) αλλά και μέσω των σημαντικών εμπορευματικών σχέσεων με την Ε.Ε..
Όσον αφορά τις δυνητικές επιπτώσεις του Brexit στις χώρες της Ε.Ε. των 27, φαίνεται ότι το Βέλγιο, η Κύπρος, η Ιρλανδία, η Μάλτα και η Ολλανδία είναι οι πιο ευάλωτες. Μεταξύ άλλων, οι οικονομίες αυτές έχουν αναπτύξει σημαντικές αμφίδρομες μεταναστευτικές ροές καθώς και ισχυρές εμπορικές και επενδυτικές διασυνδέσεις με το Η.Β., ειδικά εάν υπολογιστούν ως ποσοστό επί του ΑΕΠ της κάθε χώρας. Επιπλέον, κάποιες από τις χώρες αυτές, μέσω του ρόλου τους ως περιφερειακά χρηματοπιστωτικά κέντρα, έχουν συσσωρεύσει σημαντικές απαιτήσεις έναντι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του Η.Β..
Όσον αφορά τις οικονομίες της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, σύμφωνα με την μελέτη, το Brexit αναμένεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο για την πραγματική οικονομία και τις αγορές της ευρύτερης περιοχής. Ωστόσο, η συνολική επίπτωση δεν αναμένεται να έχει τα χαρακτηριστικά ενός ισχυρού εξωτερικού σοκ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άμεσοι δεσμοί της περιοχής με το Η.Β. σε όρους εμπορικών συναλλαγών, τον τραπεζικό τομέα και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, είναι σχετικά περιορισμένοι. Ωστόσο, με δεδομένη τη μεγάλη συνεισφορά του Η.Β. στον προϋπολογισμό της Ε.Ε., μια ενδεχόμενη επαναδιαπραγμάτευση των διαθρωτικών κοινοτικών κονδυλίων για την περίοδο 2014-2020 προς τις οικονομίες της περιοχής αυτής, αποτελεί ίσως μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες για τις επιπτώσεις του Brexit.
Η Ελλάδα
Όσον αφορά τους διμερείς εμπορικούς δεσμούς της Ελλάδας με το Η.Β., το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ των δύο χωρών στον τομέα των υπηρεσιών παρουσίασε πλεόνασμα για την Ελλάδα το 2015 της τάξης των 2,7 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα, το ισοζύγιο στον τομέα των εμπορευμάτων παρουσίασε έλλειμμα ύψους 153,4 εκατ. ευρώ. Συνολικά, το 2015, το εμπορικό ισοζύγιο υπηρεσιών και εμπορευμάτων μεταξύ της Ελλάδας και του Η.Β. ήταν πλεονασματικό κατά 2,5 δισ. ευρώ, ή 1,4% του ΑΕΠ της Ελλάδας. Με βάση το μέσο μερίδιο στο εγχώριο ΑΕΠ των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς το Η.Β. κατά την τελευταία πενταετία, η άμεση επίδραση (first-round effect) μίας υποθετικής μείωσης κατά μία ποσοστιαία μονάδα του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών υπηρεσιών και εμπορευμάτων προς το Η.Β., θα μπορούσε να επιφέρει μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 0,03 ποσοστιαίες μονάδες (και αντιστρόφως).
Στο ίδιο πνεύμα, μία υποθετική επιδείνωση του ρυθμού μεγέθυνσης των λοιπών οικονομιών της Ε.Ε. εξαιτίας του Brexit, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εμπορικές ροές της Ελλάδας. Με αμετάβλητους τους λοιπούς παράγοντες, η άμεση επίδραση μίας υποθετικής μείωσης κατά μία ποσοστιαία μονάδα του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών προς τις χώρες της Ευρώπης των «27», θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης του ονομαστικού ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 0,15 ποσοστιαίες μονάδες (και αντιστρόφως).
Ο τουρισμός και η ναυτιλία αποτελούν τους δύο βασικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας που ενδεχομένως επηρεαστούν αρνητικά από το Brexit. Η άμεση συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ και την απασχόληση της Ελλάδος το 2016, υπολογίζεται σε περίπου 7,7% και 11,5% αντίστοιχα. Το Η.Β. κατατάσσεται στη δεύτερη θέση, τόσο σε όρους τουριστικών αφίξεων όσο και εισπράξεων.
Οι βασικοί δίαυλοι μέσω των οποίων είναι δυνατό να επηρεαστεί ο ελληνικός τουριστικός κλάδος, περιλαμβάνουν τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών στο Η.Β. ως αποτέλεσμα π.χ. μόνιμης απώλειας προϊόντος-εισοδήματος λόγω Brexit, σε συνδυασμό με άνοδο του πληθωρισμού και υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της στερλίνας έναντι του ευρώ, και αλλαγές στις σχετικές διαδικασίες και στο ταξιδιωτικό κόστος εκτός Η.Β. (π.χ. επαναφορά της ταξιδιωτικής βίζας για τους κατοίκους του Η.Β.).
Για τον τομέα της ναυτιλίας η κύρια επίδραση θα μπορούσε να προέλθει από μείωση της ζήτησης για ναυτιλιακές υπηρεσίες σε περίπτωση σημαντικών διαταραχών στο διεθνές εμπόριο λόγω Brexit.
Η αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε. θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο μέγεθος του τρέχοντος κοινοτικού προϋπολογισμού, ακόμα και στην περίπτωση που η τελική συμφωνία προβλέπει κάποιου είδους συνεισφορά του Η.Β., έστω και μειωμένη σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα. Ως εκ τούτου, υπάρχει κίνδυνος μείωσης των συνολικών κεφαλαίων που είναι σήμερα διαθέσιμα για την Ελλάδα μέσω της ευρωπαϊκής Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και των διαθρωτικών κοινοτικών κονδυλίων και υπολογίζονται σε περίπου 35 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014 -2020.