Σχέδιο για νέο μισθολόγιο στο Δημόσιο, το οποίο προβλέπει -σε πρώτη φάση- την καθιέρωση νέων κατώτατων εισαγωγικών μισθών, χαμηλότερων περίπου κατά 12% σε σύγκριση με τους ισχύοντες σήμερα, και εν συνεχεία την κατάργηση όλων των άλλων μισθολογικών κλιμακίων, ώστε όλοι οι μισθοί να καθορίζονται πλέον με κριτήρια αποδοτικότητας και παραγωγικότητας, κατά τα πρότυπα των ατομικών συμβάσεων του ιδιωτικού τομέα, προσπαθούν να επιβάλουν οι «θεσμοί» στην κυβέρνηση.
Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η πρώτη φάση του οποίου είχε ήδη συμφωνηθεί μεταξύ των «θεσμών» και της προηγούμενης κυβέρνησης, οι νέοι κατώτατοι βασικοί μισθοί στο Δημόσιο θα πρέπει να κυμαίνονται από 684 έως 958 ευρώ τον μήνα και να καταβάλλονται για 2 χρόνια μόνο σε όσους προσλαμβάνονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου μισθολογίου και μετά.
Οι δε υπάλληλοι που θα λαμβάνουν τους νέους αυτούς χαμηλότερους εισαγωγικούς μισθούς δεν θα είναι μόνιμοι, αλλά «δόκιμοι», δηλαδή θα προσλαμβάνονται δοκιμαστικά. Με τη συμπλήρωση δύο ετών εργασίας στο Δημόσιο θα κρίνονται για το έργο που έχουν επιτελέσει κι αν το αποτέλεσμα είναι θετικό θα μονιμοποιούνται, αλλιώς θα απολύονται.
Περαιτέρω, η πρώτη φάση του σχεδίου για το οποίο πιέζουν οι δανειστές την κυβέρνηση προβλέπει την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» την οποία λαμβάνουν με τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές τους περίπου 60.000 υπάλληλοι που εργάζονται σε διάφορες υπηρεσίες του Δημοσίου, κυρίως του υπουργείου Οικονομικών.
Πρόκειται για τη λεγόμενη «υπερβάλλουσα μείωση» η οποία δεν έγινε στους συγκεκριμένους υπαλλήλους από την 1η-1-2011 όταν εφαρμόστηκε το ενιαίο μισθολόγιο, καθώς τότε συμφωνήθηκε να θεσπιστεί ανώτατο όριο 25% στις περικοπές συνολικών αποδοχών που προέκυπταν.
Επειδή δε στους υπαλλήλους αυτούς προέκυπταν, με την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου, πολύ μεγάλες περικοπές αποδοχών, άνω του 25% και μέχρι 54%, η θέσπιση του πλαφόν στο 25% είχε ως συνέπεια να διατηρήσουν με τη μορφή της «προσωπικής διαφοράς» το πλέον του 25% ποσό μείωσης των συνολικών αποδοχών τους.
Αναλυτικά, το σχέδιο για τις αλλαγές στο ενιαίο μισθολόγιο του Δημοσίου το οποίο ζητούν οι δανειστές προβλέπει:
* Καθιέρωση του θεσμού του «δόκιμου υπαλλήλου»
Σύμφωνα με τον θεσμό αυτό, όποιος προσλαμβάνεται στο Δημόσιο θα εργάζεται δοκιμαστικά για 2 χρόνια λαμβάνοντας προσωρινά ένα νέο κατώτατο βαθμό Ζ’ και εισπράττοντας κάθε μήνα έναν βασικό μισθό, ο οποίος θα είναι χαμηλότερος από τον ισχύοντα σήμερα εισαγωγικό μισθό περίπου κατά 12%. Ο μικτός βασικός μισθός του «δόκιμου» υπαλλήλου θα προσδιορίζεται με βάση τον κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή με βάση το ποσό των 586 ευρώ τον μήνα. Ο μηνιαίος αυτός μισθός θα ονομάζεται «δόκιμος μισθός».
Με το νέο σύστημα που ζητούν οι δανειστές, όσοι προσλαμβάνονται στο Δημόσιο θα χαρακτηρίζονται «δόκιμοι» υπάλληλοι και θα λαμβάνουν βαθμό Ζ’. Για όσους «δοκίμους» εντάσσονται στην κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) θα ισχύει, ουσιαστικά, ο κατώτατος μισθός των 586 ευρώ τον μήνα του ιδιωτικού τομέα, προσαρμοσμένος όμως στα δεδομένα του Δημοσίου.
Αυτό σημαίνει ότι επειδή στο Δημόσιο καταβάλλονται κάθε χρόνο 12 μισθοί αντί 14 (τα Δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα θερινής αδείας έχουν καταργηθεί), κάθε «δόκιμος» δημόσιος υπάλληλος της κατηγορίας ΥΕ θα λαμβάνει μηνιαίο βασικό μισθό που θα προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσού των 586 ευρώ επί το 14 και εν συνεχεία από τη διαίρεση του γινομένου με το 12, οπότε στην πραγματικότητα θα δικαιούται ως μικτό βασικό μισθό ένα ποσό της τάξεως των 684 ευρώ μηνιαίως (586 ευρώ Χ 14 / 12 = 684 ευρώ με στρογγυλοποίηση στην πλησιέστερη μονάδα).
Από κει και πέρα, για τον προσδιορισμό των βασικών μισθών των «δοκίμων υπαλλήλων» των κατηγοριών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) και Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) θα λαμβάνονται υπ’ όψιν, αντίστοιχα, οι συντελεστές 1,1, 1,33 και 1,4, οι οποίοι προσδιορίζουν αυτή τη στιγμή τις σχέσεις μεταξύ των εισαγωγικών μισθών των τριών αυτών κατηγοριών με τον εισαγωγικό μισθό της κατηγορίας ΥΕ.
Στον βαθμό Ζ’ και στον μειωμένο εισαγωγικό μισθό θα παραμένει ο «δόκιμος» υπάλληλος για 2 χρόνια. Μόλις συμπληρώνει 2 χρόνια, εφόσον κρίνεται άξιος και ικανός να συνεχίσει να υπηρετεί στο Δημόσιο θα μονιμοποιείται και θα λαμβάνει πλέον τον βαθμό ΣΤ’ και τον κανονικό εισαγωγικό μισθό που αντιστοιχεί στην κατηγορία του, δηλαδή 780 ευρώ αν είναι ΥΕ, 858 ευρώ αν είναι ΔΕ, 1.037 ευρώ αν είναι ΤΕ και 1.092 ευρώ αν είναι ΠΕ. Από κει και πέρα θα συνεχίζει κανονικά τη βαθμολογική και μισθολογική του εξέλιξη.
* Κατάργηση της λεγόμενης «υπερβάλλουσας μείωσης»
Την «υπερβάλλουσα μείωση» λαμβάνουν με τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές τους περίπου 60.000 υπάλληλοι σε διάφορα υπουργεία, μεταξύ των οποίων και οι εφοριακοί, οι τελωνειακοί, οι υπάλληλοι του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, οι εργαζόμενοι στο Γενικό Χημείο του Κράτους, οι υπάλληλοι της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής κ.λπ. Πρόκειται για ένα ποσό το οποίο εξακολουθούν να εισπράττουν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι ως «προσωπική διαφορά», επειδή από την 1η-1-2011 που εφαρμόστηκε το ενιαίο μισθολόγιο δεν επιβλήθηκε στις αποδοχές τους ολόκληρη η προκύψασα μείωση.
Συγκεκριμένα, στα τέλη του 2010, λίγο πριν εφαρμοστεί το ενιαίο μισθολόγιο από την τότε κυβέρνηση, αποφασίστηκε να θεσπιστεί ανώτατο όριο 25% στις περικοπές συνολικών αποδοχών που θα προέκυπταν. Επειδή δε στους υπαλλήλους αυτούς προέκυπταν, με την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου, πολύ μεγάλες περικοπές αποδοχών, άνω του 25% και μέχρι 54%, η θέσπιση του πλαφόν στο 25% είχε ως συνέπεια να διατηρήσουν με τη μορφή της «προσωπικής διαφοράς» το πλέον του 25% ποσό μείωσης. Αυτή η «προσωπική διαφορά», που ονομάζεται «υπερβάλλουσα μείωση», ζητείται τώρα από τους δανειστές να καταργηθεί. Η εξοικονόμηση που θα προκύψει από την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» υπολογίζεται σε 200 εκατ. περίπου.
Τι έχει αποδεχτεί η κυβέρνηση
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί μέχρι στιγμής να εφαρμόσει πιο ήπιες αλλαγές στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Οι αλλαγές αυτές προβλέπουν:
* Αναμόρφωση της κλίμακας βασικών μισθών του ισχύοντος ενιαίου μισθολογίου, έτσι ώστε να μειωθούν οι αποδοχές των υπαλλήλων που δεν έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και αντιστοίχως να ενισχυθούν με κίνητρα παραγωγικότητας οι αμοιβές των υπαλλήλων Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.
* Περικοπές στα λεγόμενα «μη μισθολογικά» επιδόματα, δηλαδή στις παροχές σε είδος και στις αποζημιώσεις που λαμβάνουν χιλιάδες εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα για υπερωριακή απασχόληση, μετακινήσεις εκτός έδρας και λοιπές δαπάνες εκτέλεσης υπηρεσιακών καθηκόντων.
Ατομικές συμβάσεις και κριτήρια απόδοσης
Σε μια πολύ «εξελιγμένη» φάση του σχεδίου των δανειστών για το νέο μισθολόγιο στο Δημόσιο προβλέπεται η κατάργηση όλων των άλλων μισθών που έχουν καθοριστεί στους υψηλότερους βαθμούς και στα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια και η διαμόρφωση των αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που επικρατεί σήμερα στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή με τη μορφή των ατομικών συμβάσεων και με βάση κριτήρια αποδοτικότητας και παραγωγικότητας.
Για όλους τους υπαλλήλους προτείνεται να ισχύσει ο κατώτατος μισθός των 684 ευρώ τον μήνα ως ελάχιστο καταβαλλόμενο ποσό κι από κει και πέρα το ποσό αυτό να προσαυξάνεται με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια, ανάλογα με το κατά πόσον ο υπάλληλος τα πληροί.
Ουσιαστικά, οι δανειστές έχουν ζητήσει την πλήρη εξομοίωση του συστήματος αμοιβών του δημόσιου τομέα με το σύστημα που ισχύει πλέον κατά κανόνα στον ιδιωτικό τομέα, μετά την ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων.
Η απαίτηση αυτή των δανειστών αποτυπώνεται και στις πρόσφατες αναφορές του υπουργού Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη, σύμφωνα με τις οποίες οι «θεσμοί» ζητούν «να πάρουμε τους υπάρχοντες μισθούς που είναι πάνω από τα 700 ευρώ και να τους κατεβάσουμε όλους στα 700 ευρώ».
naftemporiki.gr