Το κείμενο που ακολουθεί γράφηκε το 1994. Από έναν υποψήφιο των Πανελλαδικών, που σήμερα θα είναι 40 ετών. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, ο μαθητής αποτύπωσε τις σκέψεις του αυτές στο πρόχειρο φύλλο του τετραδίου των εξετάσεων. Εκτοτε το κείμενό του ταξιδεύει στο χρόνο παραμένοντας όμως επίκαιρο και συγκινητικό καθώς τα χρόνια μπορεί να περνάνε αλλά η αγωνία και η μοναξιά των μαθητών μπροστά στη δοκιμασία των πανελλαδικών παραμένει η ίδια.
«Προσπαθώ να βάλω το διακόπτη μου στην κατάσταση της αναισθησίας. Κοιτάω τον εαυτό μου στη γυαλισμένη επιφάνεια του αναπτήρα μου και μιλάω μαζί του. Δεν είναι τίποτε μεγάλε. Θα τα καταφέρουμε – ε; όλοι δεν το λένε; Κανείς δεν πάει χαμένος.
Παραμονές εξετάσεων, περασμένα μεσάνυχτα κι έχω σταματήσει για λίγο να διαβάζω. Πάτησα το κουμπάκι μου στο OFF.
Θέλω πολύ να περάσω αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω για τι πιο πολύ. Για τους γονείς μου, που είναι από τα λίγα πράγματα που περιμένουν; Για τον εαυτό μου και τα χρόνια που πέρασα πάνω από ένα βιβλίο με εφιάλτες από την ιστορία και τα μαθηματικά να μου ταράζουν τα εφηβικά μου όνειρα; Ή τέλος για το σκυλολόι, τους συγγενείς και τους υποτιθέμενους φίλους και γνωστούς που περιμένουν να σε συγχαρούν ή να σε θάψουν ανάλογα με το αποτέλεσμα παίζοντας το ρόλο της Κασσάνδρας: «Το’ λεγα, αυτός σκίστηκε στο διάβασμα» ή «Μα αφού όλο στις καφετέριες και στα μπαράκια γύρναγε, πως ήθελε να περάσει;»
Άνθρωποι που μιλούν χωρίς να ξέρουν, που δεν κοιμήθηκαν ποτέ πάνω σε ένα βιβλίο, που δεν ένιωσαν καμιά αγωνία, που δεν έκλαψαν γιατί δε βγαίνει μια άσκηση. Κι έτσι παραμένω στο ίδιο σκηνικό. Το τόσο γνώριμο σε μένα, το τόσο άγνωστο σε αυτούς. Καθιστός με τη μέση να με πονά από την πολύωρη ακινησία, τη γεύση του καφέ απωθητική στο στόμα μου, το στομάχι μου να διαμαρτύρεται για τη νέα καφεΐνη που του στέλνω και στο κασετόφωνο σιγά (για να μην ακούνε οι μέσα) ο «Σταυρός του Νότου» που σε ταξιδεύει στα πελάγη του Ν. Καββαδία. Κι εγώ με ένα ηλίθιο ύφος να αναρωτιέμαι τι μπορεί να είναι χειρότερο από αυτό που περνώ τώρα και να μετρώ τις μέρες μία μία (τέσσερις κι απόψε) που με χωρίζουν από την τελική αναμέτρηση.
Είμαι έτοιμος να πατήσω ON. Λέω να συνεχίσω με έκθεση. Θα αναπτύξω ένα θέμα που η επιτροπή δε θα τολμήσει ποτέ να το βάλει. Έχει τίτλο: η αβάσταχτη μοναξιά των υποψηφίων πριν από τις εξετάσεις.»