«Η σημερινή κυβέρνηση οφείλει να εξηγήσει πειστικά στον ελληνικό λαό τους λόγους που επέβαλαν την υπογραφή της συμφωνίας στην παρούσα χρονική περίοδο και να τον ενημερώσει πλήρως για τους όρους της, τα άγνωστα σε αυτόν, τυχόν πλεονεκτήματα, τις δεσμεύσεις και τους κινδύνους που αναλαμβάνει η χώρα, ιδίως ενόψει των πολλαπλών αιρέσεων υπό τις οποίες τελεί η συμφωνία», υπογραμμίζει σε ψήφισμά της, με αφορμή τη συμφωνία Ελλάδας – πΓΔΜ, η ολομέλεια των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων Ελλάδας, ύστερα από συνεδρίασή της, στην Αλεξανδρούπολη.
Επιπλέον, αποφάσισε τη διοργάνωση επιστημονικής ημερίδας, στη Θεσσαλονίκη, με μόνο αντικείμενο όλα τα νομικά ζητήματα, που ανακύπτουν από τη συγκεκριμένη συμφωνία.
Το πλήρες κείμενο του ψηφίσματος έχει ως εξής:
«Στα εθνικά θέματα απαιτείται εθνική συνεννόηση, υπευθυνότητα, υπέρβαση και ανάληψη ευθύνης. Δεν επιτρέπονται λαϊκισμοί και μισές αλήθειες ούτε μπορούν να γίνουν ανεκτές πολιτικές ή άλλες μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Η δημιουργία και η διαιώνιση του προβλήματος της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων οφείλεται σε διαχρονικές ευθύνες και του πολιτικού προσωπικού της χώρας που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από την αδιαμφισβήτητη προκλητική και αλυτρωτική στάση της γείτονος χώρας. Η όποια συμφωνία δεν συνιστά, κατ’ ανάγκη, και λύση του προβλήματος.
Η σημερινή κυβέρνηση όμως, οφείλει να εξηγήσει πειστικά στον ελληνικό λαό τους λόγους που επέβαλαν την υπογραφή της συμφωνίας στην παρούσα χρονική περίοδο και να τον ενημερώσει πλήρως για τους όρους της, τα άγνωστα σε αυτόν, τυχόν πλεονεκτήματα, τις δεσμεύσεις και τους κινδύνους που αναλαμβάνει η χώρα, ιδίως ενόψει των πολλαπλών αιρέσεων υπό τις οποίες τελεί η συμφωνία.
Η συμφωνία αφορά όλους τους Έλληνες, πρέπει να έχει την ευρύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική αποδοχή και να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα. Για να διασφαλίζεται η βιωσιμότητά της στον χρόνο δεν πρέπει να στηρίζεται σε περιστασιακές και ισχνές πλειοψηφίες.
Πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ενστάσεις ως προς την αναγνώριση «μακεδονικής» εθνικότητας και γλώσσας. Για τον λόγο αυτόν προτείνεται η ψήφιση του σχετικού νόμου, που θα κυρώνει τη συμφωνία, να γίνει με πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28 παρ. 2 του Συντάγματος