Ζουν μόνοι τους τρεις αιώνες στα Λέβιθα αλλά το κράτος τούς χαρακτήρισε ανύπαρκτους, κι αυτούς και το νησί τους (!), προκειμένου να κονομήσουν κάποια συμφέροντα στα μέσα του Αιγαίου
Η απίστευτη περιπέτεια με το Δημόσιο της οικογένειας Καμπόσου που επιμένει τέσσερις γενιές τώρα να παραμένει -από το 1820- στο νησί-καταφύγιο των φτωχών ψαράδων
Το νησάκι Λέβιθα βρίσκεται μεταξύ Πάτμου και Λέρου. Μοναδικοί κάτοικοι είναι η οικογένεια του Δημήτρη Καμπόσου. Η ιστορία τους στο νησί ξεκινάει από τον προ-προπάππου του μπαρμπα-Δημήτρη ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί το 1820.
Οπως είναι αναμενόμενο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι πολλά. Δεν είναι εύκολο να ζεις χωρίς γείτονες στη μέση του πουθενά. Οι κοντινότεροι άνθρωποι που μπορούν να συναντήσουν είναι σε απόσταση 24 ναυτικών μιλίων ή 2,5 ωρών με το καΐκι.
Οι χειμώνες είναι πιο δύσκολοι από τα καλοκαίρια. Κινδυνεύουν να μείνουν αποκλεισμένοι στο νησί για πολλές ημέρες εξαιτίας των ανέμων και πρέπει πάντα να είναι εφοδιασμένοι με προμήθειες. Φυσικά, δεν τίθεται θέμα για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη.
Απλά δεν πρέπει να αρρωστήσουν. Αγαπούν όμως τον τόπο τους και δεν τον εγκαταλείπουν. Αν και αυτή την περίοδο παίζεται ένα ακόμα δράμα, αφού ο Δήμος Λέρου, στον οποίο υπάγονται, προσπαθεί να μετατρέψει το κατοικημένο νησί σε ακατοίκητη βραχονησίδα.
Ολα ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2013 όταν μια εταιρεία Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, με αίτησή της προς τον δήμο, ζήτησε να μισθώσει ακίνητα σε πέντε νησιά της περιοχής με σκοπό να εγκαταστήσει ανεμογεννήτριες.
Σ’ αυτό βοήθησε και ο τρόπος με τον οποίο η στατιστική αρχή πραγματοποίησε τη διαδικασία απογραφής το 2011. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημήτρη Καμπόσου, οι υπάλληλοι της υπηρεσίας ζήτησαν να πραγματοποιήσουν τη διαδικασία μέσω τηλεφώνου για να μην ταλαιπωρηθούν με θαλάσσιες μετακινήσεις. Η οικογένεια, καλή τη πίστει, δέχτηκε. Το αποτέλεσμα είναι, μετά την απογραφή, ο αριθμός των κατοίκων να φαίνεται μηδέν και το νησί να χαρακτηρίζεται -από τον ίδιο τον δήμαρχο- βραχονησίδα!
Το ΓΕΕΘΑ διαφωνεί λόγω ΑΟΖ
Από την άλλη, το ΓΕΕΘΑ ενημερώνει ότι η Λεβίθα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ακατοίκητη βραχονησίδα γιατί, σε αυτή την περίπτωση, το Διεθνές Δίκαιο δεν αναγνωρίζει δικαιώματα Υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
Πιο συγκεκριμένα, σε εμπιστευτικό του έγγραφο αναφέρει: «Στην προκειμένη υπόθεση διευκρινίζεται εκ νέου ότι η Λεβίθα (τα Λέβιθα) αποτελεί νησί. Η αυθαίρετη απόδοση άλλου χαρακτηρισμού (όπως αυτός της ακατοίκητης βραχονησίδας) εγκυμονεί εθνικούς κινδύνους από παρανοήσεις που ενδέχεται να προκύψουν σε τρίτους ως προς τα νομικά δικαιώματα του εν λόγω νησιού, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 121 της σύμβασης των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). Η δε επανάληψη αδόκιμων χαρακτηρισμών ελληνικών εδαφών -ενώ έχουν προηγηθεί κατ’ αρμοδιότητα σχετικές διευκρινίσεις- ενδέχεται να έχουν συνέπειες εθνικού χαρακτήρα».
Η εγκύκλιος του υπουργείου Εθνικής Αμυνας που επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ολόκληρο νησί που κατοικείται, ενώ τα συμφέροντα στην Αθήνα και στη Λέρο πήγαν να το βγάλουν ξερή βραχονησίδα για να το γεμίσουν ανεμογεννήτριες
Απαντώντας στην εν λόγω επιστολή, ο Δήμος Λέρου αμφισβητεί ότι το νησί κατοικείται «εκ του μακρού παρελθόντος» όπως αναφέρει το ΓΕΕΘΑ και τους προτρέπει να μην εμφανίζονται τόσο αμετροεπείς -όπως χαρακτηριστικά λέει- στην αλληλογραφία τους. Η Popaganda έχει στα χέρια της και δημοσιεύει την επίμαχη αλληλογραφία. Επίσης, δημοσιεύει φωτογραφίες από τις σελίδες του βιβλίου του Αντονι Ρότζερς «Η σβάστικα πάνω από το Αιγαίο», που αφιέρωσε περίπου, δέκα σελίδες αποκλειστικά στα Λέβιθα. Στις εν λόγω φωτογραφίες διακρίνονται πεντακάθαρα το σπίτι και τα κτίσματα της οικογένειας, τότε και σήμερα. Επίσης, φαίνονται καθαρά στρατιώτες που βρέθηκαν στο νησί, κάποιοι από τους οποίους είναι τραυματίες που τους περιέθαλψε η οικογένεια Καμπόσου.
Είναι ο Δημήτρης Καμπόσος, αγωνιστής της ζωής, 3η-4η γενιά στο «ακριτικό» νησί, ζει εκεί με τη γυναίκα του Ειρήνη, τα παιδιά του Μαρία, Τάσο και Μανώλη, τη Χρυσοβαλάντω, σύζυγο του Μανώλη, και τα εγγόνια τους, Δημήτρη και Κατερίνα, 6 και 7 ετών, και Ειρήνη 12. Ξαφνικά το ελληνικό κράτος, μετά από… 200 χρόνια που ζουν εκεί από πάππου προς πάππου, ανακάλυψε ότι δεν υπάρχουν (!) και ότι το νησί είναι έρημη βραχονησίδα προκειμένου να εξυπηρετήσουν άνομες μπίζνες (του αέρα)
Η Popaganda μίλησε με τον μπάρμπα Δημήτρη Καμπόσο, με τον γιο του, Τάσο, και με τον σκηνοθέτη που είχε κάνει ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για την οικογένεια, με τίτλο «Εβγα ήλιε, Κάτσε ήλιε». Ολα ξεκίνησαν το 1999 όταν ο Αγγελος Κοβότσος έκανε μια σειρά για την ΕΡΤ που λεγόταν «Αγονη Γραμμή».
«Περνώντας μπροστά από τα Λέβιθα με ένα σκάφος γιατί δεν υπήρχε συγκοινωνία, είδα έναν τύπο που έβγαζε νερό από ένα πηγάδι. Ηταν ο γερο-Καμπόσος. Κατεβήκαμε με σκοπό να τραβήξουμε μερικά πλάνα και να φύγουμε. Ούτε καν συνεντεύξεις δεν σκοπεύαμε να κάνουμε. Παρ’ όλα αυτά, μου κέντρισε την περιέργεια το ότι ήταν μια οικογένεια που ζούσε μόνη της εκεί. Γνωριστήκαμε με τους ανθρώπους, συζητήσαμε λίγο και ανταλλάξαμε τηλέφωνα», θυμάται ο σκηνοθέτης.
Μετά από λίγα χρόνια προκηρύχτηκε ένας διαγωνισμός σεναρίου ντοκιμαντέρ από το Φεστιβάλ Ecocinema. Ο Κοβότσος είχε κρατήσει υλικό από την πρώτη του επίσκεψη στο νησί και επικοινώνησε με την οικογένεια για να τους ρωτήσει αν δέχονται να γυριστεί το ντοκιμαντέρ, σε περίπτωση που πέρναγε η πρότασή του. Οι άνθρωποι δέχτηκαν και ο Κοβότσος κέρδισε το πρώτο βραβείο με το σενάριό του. Μέσα σε έναν χρόνο πήγε πολλές φορές στο νησί με σκοπό να καταγράψει τη ζωή τους σε διάφορες εποχές του χρόνου.
Συνολικά έμεινε έναν μήνα εκεί. Η κύρια δραστηριότητα της οικογένειας είναι η κτηνοτροφία. Εχουν ένα καΐκι με το οποίο μεταφέρουν τα ζώα τους στα γύρω νησιά και τα πουλάνε, αλλά ασχολούνται και με άλλα πράγματα. Είναι ψαράδες, κτηνοτρόφοι και έχουν μια μικρή ταβέρνα. Θα μου πεις τι να την κάνουν την ταβέρνα στα Λέβιθα; Το συγκεκριμένο νησάκι είναι σε ένα σημείο που ουσιαστικά αποτελεί ένα πέρασμα μεταξύ Κυκλάδων και Δωδεκανήσων. Επίσης, είναι ένα πολύ καλό φυσικό λιμάνι όπου αράζουν κότερα μερικές φορές. Ετσι, οι κοτεράδες ανεβαίνουν καμιά φορά στο νησί και η οικογένεια τούς σερβίρει τα εδέσματά της.
Οπως είναι φυσικό, οι νέοι άνθρωποι ίσως να νιώθουν πιο απομονωμένοι – ή μήπως όχι; Ο Αγγελος Κοβότσος απαντά: «Το βασικό πρόβλημα δεν το είχαν οι μεγάλοι. Το είχαν οι νέοι. Ο μεγάλος γιος που είναι παντρεμένος ήθελε πολύ συχνά να φεύγει γιατί η οικογένειά του, που συνήθως πηγαίνει στα Λέβιθα μόνο για διακοπές, ζει στην Πάτμο. Από την άλλη, ο μεσαίος γιος φαινόταν φανερά εγκλιματισμένος, ενσωματωμένος θα λέγαμε, στο τοπίο. Του άρεσε πολύ να μένει εκεί. Η κόρη της οικογένειας ζει μόνιμα στην Πάτμο.
Στην ταινία υπάρχει μια πολύ ωραία περιγραφή όπου λέει ότι ήθελε πάρα πολύ να μένει μόνιμα στα Λέβιθα, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται. Λέει ότι κοίταζε από το παράθυρο, έβλεπε τα Λέβιθα από απέναντι και σκεφτόταν πόσο ήθελε να βρίσκεται εκεί. Θεωρώ ότι είναι πολύ ευτυχισμένη η οικογένεια που ζει εκεί. Από την ταινία βγαίνει μια αισιοδοξία από αυτούς τους ανθρώπους. Είναι εντελώς αυτάρκεις. Παρόλο που ο χειμώνας εκεί είναι δύσκολος, θα έλεγα ότι το πρόβλημά τους δεν είναι τόσο ότι κάνει κρύο, αλλά η απομόνωση λόγω του καιρού. Δεν έχουν την ανεξαρτησία να πάρουν όποτε θέλουν το καΐκι και να φύγουν.
Οταν δεν είναι καλός ο καιρός και υπάρχει κίνδυνος να αποκλειστούν και να μην μπορούν να έχουν προμήθειες σε τρόφιμα, πρόσεξα ότι ζορίζονται».
Από το ντοκιμαντέρ «Αγονη Γραμμή» του Αγγελου Κοβότσου:
*«Η ιστορία ξεκινάει επί Τουρκοκρατίας, από το 1820, με τον προ-προπάππου μου, τον Δημήτρη Καμπόσο. Μετά ανέλαβε ο προπάππους μου ο Νικόλας Καμπόσος. Αυτόν τον διαδέχθηκε ο παππούς μου ο Δημήτρης από τον οποίο πήρα το όνομά μου. Εν συνεχεία ο πατέρας μου, ο Σταυρής, και τώρα είμαι εγώ με την οικογένειά μου.
Ασχολούμαστε με την κτηνοτροφία διατηρώντας γύρω στα 600 με 700 γιδοπρόβατα. Οταν είχαν πέραση τα μουλάρια κάναμε παραγωγή. Είχαμε γύρω στις 25 γαϊδούρες και δύο επιβήτορες αλόγατα και βγάζαμε μουλάρια. Είχαμε και αγελάδες για να ζευγαρίζουμε. Τότε δεν υπήρχαν τρακτέρ για να οργώνουμε γύρω στα 50 στρέμματα που είχαμε στον κάμπο. Τώρα πλέον έχω βγάλει γελάδες και βόδια και έχουμε μείνει στην παραδοσιακή κτηνοτροφία με τα γιδοπρόβατα, ενώ ασχολούμαστε και με τη θάλασσα. Επίσης έχουμε κάνει ένα υποτυπώδες ταβερνάκι έτσι ώστε αν περάσει κανένα κότερο και μας ζητήσει φαγητό, να μπορούμε να του δώσουμε».
«Υπήρχε και ένας φάρος που τον είχε μια γαλλική εταιρεία. Εκεί ήταν φαροφύλακας ο παππούς μου ο Δημήτρης. Εν συνεχεία, επειδή έπρεπε να γίνονται δύο βάρδιες, ανέλαβε και ο πατέρας μου. Μέχρι το 1942 που έγινε ο πόλεμος και το βουλίσανε (ρημάξανε). Μάλιστα είχαν και φυλάκιο οι Ιταλοί εδώ πάνω για όσα χρόνια είχαν στην κατοχή τους τα Δωδεκάνησα. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να πω ότι είχαμε κάποιο παράπονο από εκείνους. Μας φέρθηκαν ευγενικά. Τον πατέρα μου τον αποκαλούσαν συνέχεια “signore”.
Είχανε το νησί μας σαν προγεφύρωμα της Λέρου όπου βρισκόταν η βάση τους. Ε, μετά ήρθαν οι Γερμανοί, βομβάρδισαν την περιοχή, τσουβαλιάσανε τους Ιταλούς κι εμείς γυρίζαμε στα βουνά. Μου λέει η μάνα μου που με σήκωνε στον ώμο της για να κρυφτούμε, ότι μετά βομβάρδισαν και τα σπιτάκια. Τα μισά τα βουλίσανε. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η οικογένειά μου περιέθαλψε αρκετούς τραυματίες.
Εχουν περάσει αρκετοί υπουργοί και βουλευτές από το νησί και μας έχουν αποκαλέσει αφανείς ήρωες. Θα ήταν ευχής έργο σε όλα αυτά τα νησιά της Ελλάδας να υπήρχαν άνθρωποι που να είναι παραγωγικοί και όχι να κάνουν παρασιτικά επαγγέλματα.
Και παρόλο που μας χαρακτηρίζουν αφανείς ήρωες, ο δήμαρχος της Λέρου μάς κήρυξε παράνομους. Λέει ότι κάναμε παράνομες κατασκευές. Μιλάει για τα καλυβάκια και τις μάντρες που βρίσκονται εδώ από το 1820, από την εποχή του προ-προπάππου μου. Επειτα, άφησα τρία τέτοια καλύβια σαν αποθήκες που από πάνω έχουν αστοιβές. Τα άλλα καλυβάκια τα διόρθωσε ο πατέρας μου και στα χρόνια τα δικά μου τα κάναμε λίγο πιο ανθρώπινα για να μπορούμε να μείνουμε αξιοπρεπώς. Τελικά, μας είπαν ότι είναι παράνομα. Και να σκεφτείς ότι ο δήμος δεν μας έχει στείλει ούτε μια μαραθιά ασβέστη για να χτίσουμε τα καλυβάκια. Ολα τα υλικά τα φέραμε στο νησί με το καϊκάκι και έχει μεγάλο ζόρι αυτό. Και μετά να έρχεται ο καθένας να σου λέει ότι είσαι παράνομος!
Η Στατιστική Υπηρεσία δεν ήρθε το 2011 να κάνει απογραφή, αλλά προτίμησε να την κάνει διά τηλεφώνου. Δέχτηκα κι εγώ να την κάνουμε έτσι. Τελικά, έγινε κομπίνα και η Στατιστική Υπηρεσία το έχει περάσει σαν ακατοίκητο το νησί. Τους πήρα πολλά τηλέφωνα και τους στείλαμε ένα σωρό χαρτιά. Η απάντησή τους είναι ότι μπορεί να γίνει και ένα λάθος. Τους έστειλα βεβαίωση από την Περιφέρεια στην οποία φαίνονται 300-400 άνθρωποι να βεβαιώνουν ότι μένουμε μόνιμα στο νησί και δεν τη λάβανε υπόψη τους. Μου είπαν να πάω στα δικαστήρια, αλλά κι εκεί να πας πρέπει να περιμένεις πολύ μέχρι να βγει η απόφαση. Μιλάμε για αλητείες.
Ζω εδώ με τα παιδιά μου. Το καλοκαίρι έρχονται οι νύφες μου με τα εγγονάκια μου από την Πάτμο. Τον χειμώνα είναι μαρτυρική η ζωή. Κάθεσαι απομονωμένος με φουρτούνες και κακοκαιρίες. Εν τω μεταξύ, με την τσοπανοδουλειά που κάνουμε, η ζωή εδώ είναι “έβγα ήλιε, κάτσε ήλιε” (θέλει να πει ότι πρέπει να είναι στη δουλειά του από τα χαράματα που βγαίνει το πρώτο φως μέχρι που δύει ο ήλιος). Τα πιο κοντινά νησιά είναι η Πάτμος και η Λέρος. Από φανάρι σε φανάρι που τα έχω μετρήσει με το μηχάνημα που έχω στο καϊκάκι, είναι 16,5 ναυτικά μίλια και 24 μίλια μέχρι να πιάσει λιμάνι. Αυτό σημαίνει ότι με την καινούρια μηχανή που έχω βάλει στο καΐκι, αν τη “γαργαλήσω” λιγάκι, σε δυόμισι ώρες είμαι εκεί. Τα εγγονάκια μου, μερικές φορές που είναι καλός ο καιρός, πηγαίνουν σχολείο με το καΐκι. Τον χειμώνα που αγριεύει ο καιρός, μένουν στην Πάτμο. Από γιατρούς και φάρμακα, αν χρειαστούμε τίποτα, ο Θεός και η ψυχή του.
Θα ήταν ευχής έργον σε όλα αυτά τα ακατοίκητα νησάκια να υπήρχαν άνθρωποι που θα είχαν πέντε ζώα πάνω και θα βγάζανε μια ντομάτα. Εγώ έχω και μποστάνι εδώ. Βγάζω ντομάτες, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα, μελιτζάνες, φασολάκια κ.ά. Ολα δική μας παραγωγή, αλλά δεν τα πουλάμε. Τα έχουμε για δική μας κατανάλωση. Είμαστε παραγωγικά στοιχεία. Τα ζώα βρίσκουν εύκολα τροφή τον χειμώνα. Το καλοκαίρι που έχει ξεραΐλα, από τον Αύγουστο μέχρι να κάνει κανένα πρωτοβρόχι, ενάμιση με δύο μήνες, τα ταΐζω λίγο βρωμάρι που έχω μαζέψει από τον κάμπο.
Με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου είμαστε εδώ επί μονίμου βάσεως. Σήμερα, ο ένας γιος μου έχει πάει με το καΐκι στην Πάτμο για να ψωνίσει. Θα φέρει ψωμιά και διάφορα πράγματα που μπορεί να χρειαστούμε. Ανεβοκατεβαίνει το καϊκάκι για να πουλήσουμε τυρί, αρνάκια, κρεατάκια, αν και αυτά τώρα δεν έχουν μεγάλη αγορά γιατί έρχονται τα εισαγόμενα, αυτά τα σάπια κρέατα και μάθανε στην τζαμπαρία ο κόσμος. Δεν ξέρουν να φάνε. Ούτε τα ψάρια δεν ξέρουν να ξύσουν οι νοικοκυρές και μετά παίρνουν τηλέφωνα να παραγγείλουν πίτσες και κοτόπουλα. Παλιά κάνανε ολόκληρη διαδικασία. Πήγαιναν να πάρουν 2-3 ψάρια και έκανανα τέτοια σούπα που μοσχομύριζε το τσουκάλι.
Εμείς δεν κάνουμε διακοπές. Είμαστε στον αγώνα όλο τον χρόνο, αλλά είμαστε και παλαβοί με τη δουλειά μας. Λυπούμαι να τα εγκαταλείψω γιατί εδωνά γεννήθηκα, εδωνά εζυμώθηκα. Τα παιδιά μου, οι γονείς μου, οι παππούδες μας. Είναι η ψυχή μας, η ζωή μας. Είναι συναισθηματικό περισσότερο το θέμα.
Εγώ τώρα γέρασα και έχω συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα της ζωής, το “ήλθον, είδον και απήλθον” και σκέφτομαι γιατί να γίνονται όλα αυτά; Ετσι κι αλλιώς η ζωή είναι μια προχειρότητα».
protothema.gr