Μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις και τις παραιτήσεις από τη νομαρχιακή επιτροπή Νότιας Δωδεκανήσου του Κινήματος Αλλαγής τίποτε δεν φαίνεται να… κινείται. Αυτό κατέστη σαφές αφού μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει κάποια κίνηση από την κεντρική ηγεσία για να αποκαταστήσει την ηρεμία.
«Οι παραιτήσεις μας ήρθαν ως έκφραση της ανησυχίας και της γνήσιας αγωνίας μας για το μέλλον της παράταξης» δηλώνει σήμερα σε συνέντευξή του στην «δ» ο παραιτηθείς γραμματέας της Ν.Ε. του ΚΙΝΑΛ κ. Νικηφόρος Παπανικόλας, ο οποίος σχολιάζει τα αποτελέσματα των εκλογών, την ‘επόμενη μέρα’ στο κίνημα και ξεκαθαρίζει πως «πρέπει έστω και καθυστερημένα να αποκατασταθεί η εγκληματική παράλειψη σύγκλησης συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ ώστε να μπορέσει η βάση του να επικυρώσει ή όχι τη συμμετοχή στο ευρύτερο σχήμα που λέγεται Κίνημα Αλλαγής, να ανανεώσει ή όχι τη θητεία της Προέδρου και γενικά να αποφασίσει για το μέλλον του…»
Η συνέντευξη αναλυτικά:
• Κύριε Παπανικόλα, στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου, η Ν.Δ. πήρε αυτοδυναμία και 4 έδρες στα Δωδεκάνησα, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκράτησε δυνάμεις στο 30% και στο νομό μας, ενώ το ΚΙΝΑΛ σημείωσε μια μικρή άνοδο αλλά έχασε την έδρα. Ποιοι είναι οι λόγοι κατά την άποψή σας, που οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση;
Ο καθένας μπορεί να κάνει τη δική του εκτίμηση. Στην τελευταία συνεδρίαση της Νομαρχιακής Επιτροπής κατά την οποία έγινε αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος εκφράστηκαν διάφορες απόψεις περί τούτου. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά ο αδιαφανής τρόπος κατάρτισης των ψηφοδελτίων που μεταφράστηκε σε αποκλεισμό στελεχών που αν και είχαν καταγεγραμμένη εκλογική επιρροή και επιθυμούσαν να συμμετέχουν, έμειναν τελικά εκτός, όπως συνέβη στην περίπτωση του Γιώργου Νικητιάδη. Σύμφωνα με κάποιους άλλους η μάχη χάθηκε σε επίπεδο αρχηγών. Οι κύριοι Μητσοτάκης και Τσίπρας έριξαν ιδιαίτερο βάρος στα Δωδεκάνησα πραγματοποιώντας επισκέψεις σε αρκετά από τα νησιά μας, σε αντίθεση με την κυρία Γεννηματά που περιορίστηκε σε ένα «ταξίδι-αστραπή» στη Ρόδο. Μία μικρότερη μερίδα θεώρησε ότι είναι απλά ζήτημα εκλογικού νόμου και διάφορα άλλα. Αυτά όμως είναι επιμέρους ζητήματα· η μεγάλη εικόνα είναι η εξής. Η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ πήγαν πάρα πολύ καλά. Όταν τα δύο αυτά κόμματα καταφέρνουν να συγκεντρώσουν αθροιστικά ποσοστό άνω του 70% των ψήφων τόσο τοπικά όσο και σε επίπεδο επικράτειας, νομίζω δεν μένουν περιθώρια για περαιτέρω αναλύσεις. Κατά την άποψη μου λοιπόν τα αίτια για την απώλεια της έδρας πρέπει να αναζητηθούν σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο και να δούμε γιατί ένας κόσμος που παραδοσιακά ανήκε στην δημοκρατική παράταξη επέλεξε μπροστά στην κάλπη να ψηφίσει τελικά κάποιο άλλο κόμμα.
• Εσείς υποβάλατε την παραίτησή σας, από την θέση του γραμματέα της Νομαρχιακής Επιτροπής Νότιας Δωδεκανήσου του κινήματος. Σας ακολούθησαν και άλλα στελέχη όπως οι κ.κ. Ζανεττούλλης και Παμπάκας. Υπάρχει, τελικά, δυσαρέσκεια σε τοπικό επίπεδο;
Οι παραιτήσεις μας ήρθαν ως έκφραση της ανησυχίας και της γνήσιας αγωνίας μας για το μέλλον της παράταξης. Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να είναι πραγματικά ικανοποιημένος, ούτε σε τοπικό ούτε σε πανελλαδικό επίπεδο. Ο ρόλος που έχει επιλέξει για την παράταξη η σημερινή ηγεσία ίσως ευχαριστεί το κομματικό κατεστημένο, όμως όλοι εμείς που κάναμε τη συνειδητή επιλογή να μείνουμε στη χώρα μας, να αγωνιστούμε και να παλέψουμε εδώ, όλοι εμείς που φάγαμε τα νιάτα μας στα θρανία, δουλεύουμε ώρες ατελείωτες και στο τέλος της ημέρας δεν τολμάμε να διανοηθούμε το ενδεχόμενο να δημιουργήσουμε οικογένεια ή να κάνουμε δεύτερο παιδί, όλοι εμείς που πραγματικά ανησυχούμε για το μέλλον μας, δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με την λογική του τρίτου πόλου, δεν ικανοποιούμαστε με οτιδήποτε δεν κάνει τη ζωή μας ολίγον τι καλύτερη, δεν μας απασχολεί ότι δεν δίνει προοπτική ότι κάτι μπορεί επιτέλους να αλλάξει. Με άλλα λόγια δεν μας χρειάζεται ένα κόμμα που υπάρχει για να συντηρεί τον εαυτό του.
Θέλουμε ένα κόμμα χρήσιμο για τον τόπο. Υπάρχει αδήριτη εθνική ανάγκη να γίνουμε ξανά πλειοψηφικό ρεύμα, ένας από τους δύο πόλους του πολιτικού μας συστήματος, η εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Να πάμε σε ένα πολιτικό σύστημα «μικρών διαφορών» όπου οι δύο πόλοι που θα εναλλάσσονται στην εξουσία, ο κεντροαριστερός και ο κεντροδεξιός, θα έχουν συμφωνήσει στο τι χώρα θέλουμε, στο που βρισκόμαστε και στο που θέλουμε να πάμε. Προφανώς θα υπάρχουν διαφωνίες ως προς τον δρόμο και την πολιτική που θα ακολουθήσουμε για να φθάσουμε εκεί, ωστόσο θα υπάρχει μια κοινή κατεύθυνση, ένας κοινός στόχος, μία εθνική στρατηγική, όπου ο ένας θα χτίζει πάνω στο έργο του άλλου κι έτσι θα αναπτυσσόμαστε, θα προοδεύουμε και τελικά θα ευημερούμε. Αλίμονο εάν μείνουμε εγκλωβισμένοι σε ένα πολιτικό σύστημα όπου εναλλακτική κυβερνητική πρόταση θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας. Να έρχεται δηλαδή πότε-πότε στην εξουσία μία εθνικολαϊκιστική ιδεοληπτική δύναμη που θα γκρεμίζει ότι καλό έχει χτιστεί τα προηγούμενα χρόνια και με τον τρόπο αυτό η χώρα να ζει το μύθο του Σίσυφου.
• Υπάρχει επίσης εκπεφρασμένη αμφισβήτηση στο πρόσωπο της προέδρου, Φώφης Γεννηματά ενώ έχει τεθεί και θέμα ηγεσίας από αρκετά στελέχη που δηλώνουν δυσαρέσκεια με την στάση της σε κάποια θέματα (π.χ. πανεπιστημιακό άσυλο). Μήπως όλα αυτά απευθύνονται εις… ώτα μη ακουόντων;
Όλα αυτά είναι απόκοτο της καταστροφικής προεκλογικής στρατηγικής. Δυστυχώς επικράτησε εντός του Κινήματος η χυδαία λογική που ήθελε για πρώτη φορά στην ιστορία μας το κομματικό συμφέρον πάνω από το εθνικό, που ήθελε τη Νέα Δημοκρατία πρώτη και αυτοδύναμη και εμάς ένα μικρό κόμμα της αντιπολίτευσης απαλλαγμένο από την οποιαδήποτε ευθύνη. Η αποποίηση της ευθύνης όμως συνεπάγεται και απώλεια πολιτικής επιρροής και παρέμβασης στα δημόσια πράγματα. Το θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η κυβέρνηση σε μία κίνηση υψηλού συμβολισμού έφερε ως πρώτο νομοσχέδιο προς ψήφιση στη Βουλή αυτό της κατάργησης του ασύλου. Το Κίνημα Αλλαγής επέλεξε να αγνοήσει το αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας για κατάργηση της ανομίας και της ασυδοσίας εντός των Πανεπιστημίων και τελικά να ψηφίσει “παρών”.
Για ακόμη μία φορά εγκλωβίστηκε σε μία ρητορική «ναι μεν…αλλά» που προκύπτει από την επίμονη αγωνία τήρησης ίσων αποστάσεων μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι επιχείρησε να υπεραμυνθεί του νόμου Διαμαντοπούλου ζητώντας μάλιστα από την κυβέρνηση να ακολουθήσει την ίδια διατύπωση που προέβλεπε ο συγκεκριμένος νόμος προκειμένου να υπερψηφίσει. Η κυβέρνηση φυσικά αρνήθηκε και επέβαλε τη δική της ατζέντα διότι πλέον έχει την κοινοβουλευτική δύναμη να το κάνει. Τι θα συνέβαινε όμως εάν η Νέα Δημοκρατία δεν ήταν αυτοδύναμη και έπρεπε να συγκροτηθεί μία κυβέρνηση συνεργασίας; Το Κίνημα Αλλαγής θα είχε τη δύναμη να επιβάλει την ατζέντα του. Αντί αυτού προτίμησε να παραδώσει τα κλειδιά της χώρας στον διαχρονικά πολιτικό του αντίπαλο και να τον αφήσει να διαμορφώσει τη μεταμνημονιακή Ελλάδα όπως εκείνος επιθυμεί επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του το ρόλο της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Αυτή η επιλογή ίσως να εξυπηρετεί την ηγετική και την κοινοβουλευτική ομάδα, όμως σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των μελών της παράταξης και σίγουρα δεν εξυπηρετεί τη χώρα.
• Ωστόσο, το 2017 στην διαδικασία ψηφοφορίας για πρόεδρο, υπήρξε συμμετοχή του κόσμου, ο οποίος ανταποκρίθηκε Ποια κατά την γνώμη σας, θα έπρεπε να είναι τα επόμενα βήματα;
Πράγματι η συγκυρία το Νοέμβριο του 2017 ήταν ιδανική με την αθρόα συμμετοχή του κόσμου που έσπευσε όχι απλώς να εκλέξει τον επικεφαλής του ενιαίου φορέα της Κεντροαριστεράς αλλά στην ουσία να συν-ιδρύσει τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη που θα φιλοξενούσε στις τάξεις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, του προοδευτικού κέντρου, της ανανεωτικής αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να εκμεταλλευτούμε το ευνοϊκό κλίμα και οδηγηθήκαμε σε πολλές λάθος αποφάσεις. Πρώτη εξ αυτών ήταν η κατάργηση της εσωκομματικής δημοκρατίας με το διορισμό (αντί εκλογής) αρχικά συνέδρων και στη συνέχεια οργάνων. Η απόφαση αυτή εκτός του ό,τι ήταν ξένη με ιδιοσυγκρασία της παράταξης, είχε και πρακτικό αντίκτυπο διότι δημιούργησε συνθήκες λογοδοσίας και τελικά επιτροπείας.
Επίσης, δεν εμπεδώθηκε γρήγορα ο ενιαίος χαρακτήρας του νέου φορέα, δόθηκε αρκετός χώρος στους μειοψηφικούς κομματικούς σχηματισμούς, κυρίως στο ΠΟΤΑΜΙ και τη ΔΗΜΑΡ να διαφοροποιούνται από την επίσημη γραμμή με αποτέλεσμα να δημιουργούνται φαινόμενα πολυφωνίας και σύγχυσης τα οποία δυστυχώς δεν έχουν εκλείψει ακόμη και σήμερα παρά την αποχώρηση των δύο αυτών πολιτικών οργανισμών. Θεωρώ λοιπόν ότι έπρεπε να έχουμε προχωρήσει άμεσα σε ενιαιοποίηση της φωνής μας η οποία θα διαμορφωνόταν μέσα από τη λειτουργία δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει έστω και καθυστερημένα να αποκατασταθεί η εγκληματική παράλειψη σύγκλησης συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ ώστε να μπορέσει η βάση του να επικυρώσει ή όχι τη συμμετοχή στο ευρύτερο σχήμα που λέγεται Κίνημα Αλλαγής, να ανανεώσει ή όχι τη θητεία της Προέδρου και γενικά να αποφασίσει για το μέλλον του